Τα όσα επακολούθησαν τη δολοφονία δι’ αποκεφαλισμού του καθηγητή Σαμιέλ Πατί, οι επιθέσεις στη Νίκαια και στην Αβινιόν, η επίθεση της Δευτέρας στο κέντρο της Βιέννης και η ακραία ρητορική του προέδρου της Τουρκίας έναντι του Εμανουέλ Μακρόν, προσέδωσαν νέα διάσταση στην αμήχανη συζήτηση που είχε προηγηθεί μεταξύ Ευρώπης και Άγκυρας, με φόντο την ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε μία περίοδο κατά την οποία η Ευρώπη (με προεξάρχουσα τη Γερμανία) εμφανιζόταν απρόθυμη ακόμη και να συζητήσει το ενδεχόμενο κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας, όλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με νέα δεδομένα.
Αιφνιδιασμός στην αμήχανη Ευρώπη
Παρά τη φραστική καταδίκη των τελευταίων τρομοκρατικών ενεργειών, ο Ερντογάν είχε φτάσει στα πρόθυρα του να κηρύξει θρησκευτικό πόλεμο στη Δύση, επέβαλε μποϊκοτάζ στα γαλλικά προϊόντα και αποδύθηκε σε μία πρωτοφανή εκστρατεία, με αιχμή το Ισλάμ και τους ανά την Ευρώπη μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Πρόκειται για μία κλιμάκωση που αιφνιδίασε πολλούς και η οποία σαφώς συνιστά μία ποιοτική διαφοροποίηση. Ο Ερντογάν δεν περιορίζεται πλέον στους έμμεσους εκβιασμούς, μέσω της διοχέτευσης προσφυγικών και μεταναστευτικών πληθυσμών. Κάνει ένα περαιτέρω βήμα, απειλώντας με τρομοκρατικές επιθέσεις και υποκίνηση της δράσης τζιχαντιστών και μελών της μουσουλμανικής αδελφότητας στην καρδιά της Ευρώπης.
Η γαλλο-τουρκική σύγκρουση και η γερμανική ουδετερότητα
Με αυτά τα νέα δεδομένα και καθώς φαίνεται ότι η Γάλλο-τουρκική σύγκρουση προσλαμβάνει πολύ διαφορετικά και ευρύτερα χαρακτηριστικά από εκείνα που είχαν διαμορφωθεί με βάση την τουρκική προκλητικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, η ΕΕ καλείται εκ των πραγμάτων να επαναξιολογήσει τη στάση της.
Η γερμανική ουδετερότητα έναντι της Τουρκίας πέφτει πλέον στη σκιά των όσων δραματικών εξελίσσονται στη Γαλλία, με τις ευλογίες του Ερντογάν. Υπό αυτό το πρίσμα, οι διακηρύξεις της ελληνικής κυβέρνησης περί της τουρκικής αδιαλλαξίας, καθώς και τα αιτήματα για το εμπάργκο όπλων και την αναστολή της τελωνειακής ένωσης με την Άγκυρα, εξετάζονται από διαφορετική σκοπιά. Ειδικώς το τελευταίο στοιχείο, τελεί υπό εντελώς διαφορετικό καθεστώς, από τη στιγμή κατά την οποία η Τουρκία επέβαλε το μποϊκοτάζ στα γαλλικά προϊόντα.
Στρατηγικό αδιέξοδο Ερντογάν
Η όξυνση αυτή στις σχέσεις Γαλλίας – Τουρκίας, σε συνδυασμό με την παρατεινόμενη γερμανική αφωνία, συμπίπτουν με ορισμένες πληροφορίες και μερικά νέα δεδομένα, τα οποία αφορούν και την Ελλάδα.
Μεταξύ αυτών και τα όσα αναφέρονταν το προηγούμενο Σάββατο στην εφημερίδα «Τα ΝΕΑ Σαββατοκύριακο», στον απόηχο της τριμερούς συνάντησης Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου.
Σύμφωνα με αυτά, ο Πρόεδρος της Αιγύπτου, Άμπντελ Φατάχ Αλ Σίσι, επέστησε την προσοχή των Κυριάκου Μητσοτάκη και Νίκου Αναστασιάδη στην σχέση της ισλαμικής τρομοκρατίας με το καθεστώς Ερντογάν και τα όσα αυτή η παράμετρος θα μπορούσε να σημαίνει για την ασφάλεια της Αιγύπτου και της ευρύτερης περιοχής.
Η παράμετρος αυτή έχει, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, μία ιδιαίτερη σημασία στην παρούσα συγκυρία. Και δεν είναι τυχαίο, ότι μόλις λίγες ημέρες έπειτα από την τριμερή Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας χαρακτήριζε την Τουρκία «γραφείο ταξιδίων των τζιχαντιστών προς την Ευρώπη», έπειτα από την συνάντηση με τον Ρώσο ΥΠΕΞ, Σεργκέι Λαβρόφ.
Παρά τον μεγαλοϊδεατισμό και την εμπλοκή του Ερντογάν σε πολλαπλά μέτωπα, η Τουρκία δείχνει ωστόσο σήμερα να βρίσκεται σε στρατηγικό αδιέξοδο και να ηττάται σε όλες τις ζώνες της Μέσης Ανατολής, όπου επιχείρησε να επέμβει. Με βάση τις αποφάσεις του ΟΗΕ για τη Λιβύη, τα τουρκικά στρατεύματα καλούνται να έχουν αποχωρήσει από τη χώρα μέσα στον επόμενο τρίμηνο, ενώ το Σουδάν, το οποίο ο Ερντογάν επιχείρησε να καταστήσει ζώνη άμεσης επιρροής του, ανακοινώθηκε ότι επίσης προχωρεί σε αναγνώριση του Ισραήλ, ακολουθώντας το παράδειγμα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Μπαχρέιν και εγκαταλείποντας τη συμμαχία με την Τουρκία.
Υπό αυτές τις συνθήκες εξηγείται και η απόπειρα του Ερντογάν να υιοθετήσει την μουσουλμανική αδελφότητα και να ενεργοποιήσει την απειλή της ισλαμικής τρομοκρατίας, με στόχο την αποσταθεροποίηση της περιοχής και της Ευρώπης. Στόχος του και υπό αυτό το πρίσμα εκτιμάται ότι είναι η ενίσχυση της διαπραγματευτικής του θέσης.
Μεμονωμένα αλλά ριζοσπαστικοποιημένα στοιχεία στην Ελλάδα
Η σχέση Ερντογάν, Αδελφών Μουσουλμάνων και ισλαμικής τρομοκρατίας είναι σε αυτό το περιβάλλον, η παράμετρος βάσει της οποίας μελετώνται δεδομένα και αναζητούνται νέες στρατηγικές.
Στην Αίγυπτο και στις περισσότερες χώρες του αραβικού κόσμου η οργάνωση έχει τεθεί εκτός νόμου και τα στελέχη της διώκονται και καταδικάζονται σε βαριές ποινές.
Μέσα από το νέο αυτό πρίσμα, τίθεται πλέον και διαφορετικά το πώς αντιμετωπίζεται το θέμα της μουσουλμανικής αδελφότητας στην Ελλάδα.
Υψηλόβαθμη κυβερνητική πηγή επιβεβαιώνει ότι η οργάνωση έχει παρουσία στη χώρα μας. Σημειώνει όμως ότι πρόκειται κατά βάση για μεμονωμένα και ριζοσπαστικοποιημένα άτομα και όχι για οργανωμένες δομές.
«Είναι κυρίως Αιγύπτιοι, πολλοί Σύροι, Πακιστανοί, ακόμη και Τσετσένοι, ή άλλοι, προερχόμενοι από τις χώρες του Μαγκρέμπ, που θεωρούνται και οι πιο ακραίοι», αναφέρει η ίδια πηγή. «Ως μονάδες είναι επικίνδυνοι», συμπληρώνει και τονίζει ότι επιχειρούν να σχηματίσουν κοινότητες με εθνικά χαρακτηριστικά. Η γεωγραφική τους κατανομή δε, εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Όπως πάντως επισημαίνεται, υπάρχει στενή παρακολούθηση και συνεργασία με ξένες υπηρεσίες για τον έλεγχο της δράσης αυτών των μεμονωμένων μονάδων ή μικρών πυρήνων. Και επιπλέον, τονίζεται ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των ατόμων αυτών είναι η αντιπαλότητα τους προς το καθεστώς Αλ Σίσι στην Αίγυπτο, από το οποίο κυνηγήθηκαν και εκδιώχθηκαν, έπειτα από την πτώση του Μοχάμεντ Μόρσι, ο οποίος ήταν και ο ίδιος ηγετικό στέλεχος των Αδελφών Μουσουλμάνων.
Ως προς το αν υπάρχει σχέση όλων αυτών με το καθεστώς Ερντογάν, ο ίδιος κυβερνητικός αξιωματούχος αναφέρει ότι μέχρι σήμερα δεν έχει διαπιστωθεί κάτι τέτοιο.
TO BHMA