Η ποικιλόμορφη στήριξη που εμφανίζεται να παρέχει η Τουρκία στο Αζερμπαϊτζάν,
στην ένοπλη αντιπαράθεσή του με τις δυνάμεις του Ναγκόρνο-Καραμπάχ και κατ’
επέκταση της Αρμενίας, αυξάνει τον αριθμό των ενεργών μετώπων στα οποία
εμπλέκεται η Άγκυρα και βεβαίως των κρατών που βρίσκονται «απέναντί» της.
Πέραν του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η Τουρκία εμφανίζεται να εμπλέκεται ενεργά
σήμερα, έμμεσα ή άμεσα, στο Ιράκ, δραστηριοποιούμενη κατά κουρδικών δυνάμεων,
στη Συρία όπου πράττει το ίδιο με τη βοήθεια τζιχαντιστών, αλλά βρίσκεται και
σε αντιπαράθεση με τον εθνικό στρατό του προέδρου Άσαντ, στη Λιβύη στο πλευρό
της κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας υπό τον -υπό παραίτηση- πρωθυπουργό Σάρατζ
και κατά των δυνάμεων του στρατάρχη Χ. Χαφτάρ, επίσης αξιοποιώντας
τζιχαντιστές αλλά και προσφέροντας εξοπλισμό, ενώ στην Ανατ. Μεσόγειο μόλις
πρόσφατα αποσύρθηκαν από το «πεδίο» οι στόλοι Ελλάδας και Τουρκίας.
Ταυτόχρονα, η Τουρκία διατηρεί στρατιωτικές βάσεις από τον γειτονικό Αυλώνα
στην Αλβανία, το λιμάνι του οποίου χρησιμοποιείται και από το τουρκικό
Ναυτικό, έως τη Σομαλία, όπου βρίσκονται οι μεγαλύτερες στρατιωτικές της
εγκαταστάσεις στην αφρικανική ήπειρο, στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου, στο
Κατάρ, στη Λιβύη, στο Σουδάν και βεβαίως στο Αζερμπαϊτζάν, ενώ εξετάζει το
ενδεχόμενο, σύμφωνα με πληροφορίες, δημιουργίας στρατιωτικών εγκαταστάσεων στο
Ιράκ, το Ομάν και αλλού.
Ως αποτέλεσμα αυτής της υπερέκθεσής της, εμφανίζεται να απειλεί τα ζωτικά
εθνικά συμφέροντα μίας ολοένα αυξανόμενης ομάδας κρατών (και εθνοτήτων, με
πρώτους τους Κούρδους), που συμπεριλαμβάνει την Ελλάδα και την Κύπρο, τη
Συρία, τη Λιβύη, το Ισραήλ, τα ΗΑΕ, τη Γαλλία, την Αίγυπτο, την Αρμενία, τη Σ.
Αραβία κ.ά.
Το σύνολο αυτών των κρατών καθίστανται «φυσικοί σύμμαχοι» κατά της Τουρκίας,
και ήδη σχηματίζεται, σε ορισμένες περιπτώσεις περισσότερο διαυγώς από άλλες,
ένα κοινό μέτωπο κατά της Τουρκίας.
Αντίστοιχα, η Τουρκία διανύει περίοδο -αν μη τι άλλο- «ψυχρότητας» με τις ΗΠΑ
(εξαιρουμένου βεβαίως του προέδρου Τραμπ) σχετικά με το ζήτημα του πυραυλικού
συστήματος S-400 αλλά και με την ΕΕ, στον απόηχο των εξελίξεων στην Αν.
Μεσόγειο.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι -όντως ιστορικές- συμφωνίες που συνήψε η χώρα μας επί
των θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο αλλά και την Ιταλία βρήκαν εύφορο έδαφος,
όπως βρήκε και η νεόκοπη σύσφιξη των σχέσεών μας με το Ισραήλ, όσο κι αν αυτό
όφειλε να έχει γίνει εδώ και χρόνια, για σειρά λόγων που δεν είναι της
παρούσης, όπως και με τα Η.Α.Ε.
Αντίστοιχα, το «we never had it so good» που εμφανίζεται να χαρακτηρίζει τις
σχέσεις μας με τις ΗΠΑ, ευλόγως άπτεται και με την επιδείνωση των
αμερικανο-τουρκικών σχέσεων.
Τούτων δοθέντων και πέραν της όποιας ειδικής γεωπολιτικής σημασίας φέρει η
Τουρκία για τη Δύση, είναι σαφές ότι οι επεκτατικές «νεο-οθωμανικές» της
διαθέσεις την οδηγούν σε μία ολοένα μεγαλύτερη αντιπαράθεση τόσο με τη Δύση
όσο και με κράτη του άμεσου περίγυρού της. Κατά προέκταση, «εντάσσουν» την
Ελλάδα σε έναν κύκλο ισχυρών νέων συμμάχων, η σύμπραξη με τους οποίους -αν και
δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη- μπορεί να αποδειχθεί καταλυτικής σημασίας τη
«στιγμής της κρίσης» με τη γείτονα.
Όσο εκείνοι έκαναν εχθρούς, εμείς κάναμε φίλους. Κάτι ενδεχομένως σημαντικό
για την κατάληξη της μεταξύ μας αντιπαράθεσης…