Μνήμη Δικαίου: Αρχιμανδρίτης Ευσέβιος Γιαννακάκης (1910 – 19 Ιουνίου 1995) [μέρος 1ο]
Ο π. Ευσέβιος, κατά κόσμον Αντώνιος Γιαννακάκης, γεννήθηκε το 1910 στο Γεωργίτσι της Σπάρτης και οι πολύτεκνοι ευλαβείς και ευσεβείς γονείς του τον ανέθρεψαν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Ο Αντώνης ήταν παιδί υπάκουο, «χαριτωμένο», με σπλαχνική καρδιά. Εγκρατής, ειλικρινής, καλοπροαίρετος, με θείο ζήλο, που τον έκανε όταν χρειαζόταν μαχητικό υπερασπιστή της πίστεως. Αγαπούσε πολύ την εκκλησία και τις ακολουθίες της. Μια Κυριακή που πήγαινε στην εκκλησία -θα ήταν τότε δέκα έως ένδεκα ετών- συνάντησε έναν άγνωστο νέο, επιβλητικό και ασκητικό, που με σοβαρότητα και αγάπη τον συμβούλεψε ερμηνεύοντας του τι σημαίνει κοσμική και τι ηθική ζωή. Ο Αντώνης όταν μπήκε στην εκκλησία βλέποντας την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου έκπληκτος κατάλαβε ότι ο νέος που τον συνάντησε ήταν αυτός. Η αγαθή ψυχή του αλλοιώθηκε ακόμη περισσότερο από τη θεία Χάρη, που τον επεσκίαζε.
Μέχρι τα δεκαεφτά του χρόνια βοηθούσε τον πατέρα του στις γεωργικές εργασίες. Στην Αθήνα που ήλθε για να εργαστεί γνώρισε τον ιερομόναχο π. Ιγνάτιο Κολιόπουλο, τον οποίο έκανε πνευματικό του. Κάνοντας υπακοή ζούσε αυστηρή και προσεκτική πνευματική ζωή. Κάθε Κυριακή, πριν ακόμη ξημερώσει, έφευγε από το Κουκάκι, όπου έμενε, και πήγαινε με τα πόδια στη Χρυσοσπηλιώτισσα, στην οποία ήταν εφημέριος και ομιλητής ο πνευματικός του, για να προλάβει την αρχή του Όρθρου. Το απόγευμα παρακολουθούσε τα κηρύγματα του π. Σεραφείμ Παπακώστα στο μητροπολιτικό Ναό. Μαζί με άλλους νέους εργαζόταν ιεραποστολικά στα νοσοκομεία και τα κατηχητικά σχολεία. Πολύ χαρά αισθάνθηκε όταν κάποιος για να τον πειράξει τον αποκάλεσε «κοσμοκαλόγερο». Είχε αποφασίσει να ζήσει το χριστιανικό άγαμο βίο. Για ιερωσύνη ούτε σκέψη. Αισθανόταν ανάξιος γι’ αυτήν.
Στον πόλεμο του 1940 επιστρατεύτηκε και κατά θεία πρόνοια υπηρέτησε σε θέση που δεν χρειάστηκε να κάνει χρήση του όπλου του ώστε αργότερα να μπορέσει να γίνει ιερέας. Κάθε Κυριακή περπατούσε πολλά χιλιόμετρα πάνω στα Αλβανικά βουνά -αφού έπαιρνε πρώτα άδεια από το λοχαγό του- αναζητώντας στο πλησιέστερο χωριό Εκκλησία για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει. Παρακαλούσε θερμά τον Κύριο να τον διαφυλάξει ώστε να εργαστεί με όλες τις δυνάμεις του στο αμπελώνα του.
ΣΤΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΛΑΥΡΑΣ- ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ
Όταν επέστρεψε από το μέτωπο μετά την υπόδειξη και ευλογία του πνευματικού του απορρίπτοντας τις δελεαστικές προτάσεις του αφεντικού του και περιφρονώντας τις ειρωνείες γνωστών και συγγενών πήγε στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας, υποτακτικός στο Γέροντα Σεραφείμ Ρηγόπουλο, Προηγούμενο της Μονής. Ο Γέροντας Σεραφείμ, όσιακή, σεβάσμια και πατερική μορφή όρισε τον Αντώνη διακονητή του. Έμενε στο ίδιο κελλί μαζί του. Με πολλή χαρά και προθυμία διακονούσε ο Αντώνης το Γέροντα του, γιατί γνώριζε ότι μέσω εκείνου υπηρετούσε το Θεό.
«Βρήκα εξωτερικές δυσκολίες πολλές, πάρα πολλές, όμως στο ιδανικό μου δεν είχα δυσκολίες. Ως προς την κλήση μου ήμουν απέραντα ικανοποιημένος. Ήμουν εσωτερικά αναπαυμένος», έλεγε ο ίδιος αργότερα. Οι δυσκολίες οφείλονταν στο ιδιόρρυθμο σύστημα της Μονής που έφερε μια πνευματική χαλάρωση. Σε ένα χρόνο έγινε μοναχός με το όνομα Ευσέβιος και μετά από μια εβδομάδα Ιεροδιάκονος. Μαρτυρίες παλαιών πατέρων αναφέρονται στην ευλάβεια, ταπείνωση, υπακοή, ευθύτητα, ειλικρίνεια, αγαθότητα και την αγάπη του π. Εύσεβίου προς όλους.
«Τα τρία χρόνια υποταγής μου στο Γέροντα Σεραφείμ ήταν τα καλύτερα της ζωής μου. Δεν έκανα τίποτα το δικό μου και είχα απέραντη χαρά» έλεγε ο ίδιος αργότερα, νουθετώντας τις Μοναχές του.
Τον Οκτώβριο του 1943 εκοιμήθη ο Γέροντας του, και τον Δεκέμβριο ο π. Ευσέβιος έζησε το δράμα της εκτέλεσης των Πατέρων και της καταστροφής της Μονής από τους Γερμανούς. Στις 13 Δεκεμβρίου έγινε η φρικτή εκτέλεση των 1300 Καλαβρυτινών και η πυρπόληση της πόλης από τους Γερμανούς. Η είδηση δεν έφθασε στην Αγία Λαύρα, διότι οι Γερμανοί είχαν κλείσει τις εξόδους και εισόδους. Όμως οι Μοναχοί από μέρες είχαν αρχίσει να κρύβουν τα πολύτιμα κειμήλια της Μονής. Στην προσπάθεια αυτή πρωτοστάτησε ο π. Ευσέβιος, ο όποιος ήταν τότε εκκλησιαστικός.
Από το Δεκέμβριο έως τον Απρίλιο που έφυγαν οι Γερμανοί, ο π. Ευσέβιος και οι άλλοι Μοναχοί διανυκτέρευαν στο δάσος. Την ήμερα επισκεύαζαν όπως μπορούσαν τις χαμωκέλλες του Μοναστηρίου, για να κατοικήσουν.
Παράλληλα ο π. Ευσέβιος πρωτοστατεί στα έργα της αγάπης στην προσπάθεια να βοηθηθούν οι χήρες και τα ορφανά των Καλαβρύτων. Οι μοναχοί έβαζαν στην άκρη ένα μέρος από τα τρόφιμα που τους έδινε το Μοναστήρι, και ο π. Ευσέβιος τα συγκέντρωνε και τα πήγαινε στα Καλάβρυτα. Ο ίδιος έδινε όλο το μερίδιο του.
Στηρίζει με την προσευχή του, το λόγο και την έμπρακτη αγάπη του μικρούς και μεγάλους. Ήταν ο παρήγορος άγγελος των ταλαιπωρημένων εκείνων υπάρξεων, που ο πόνος, η ορφάνια, η φτώχεια, η πείνα και το κρύο τους έσπρωχναν στην απόγνωση. Περισσότερο όμως συμπονεί τα παιδιά.
Με την ευλογία του Ηγουμένου ξεκινά ένα πλούσιο κατηχητικό έργο στην περιοχή. Πηγαινοέρχεται με τα πόδια από το Μοναστήρι στα Καλάβρυτα και στα γύρω χωριά και κάνει κατηχητικό στα παιδιά. Δεν ήταν όμως μόνο ο κατηχητής τους. Στο πρόσωπο του σεμνού ιερομόναχου τα απορφανισμένα εκείνα παιδιά βρήκαν τον πατέρα, τον αδελφό, το φίλο. Παράλληλα αυτά τα χρόνια φοιτούσε και στο Γυμνάσιο Καλαβρύτων. Λίγο αργότερα (από το 1948 έως το 1950) με τη δραστηριότητα και το ζήλο πού τον διέκριναν, έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην ανοικοδόμηση της Μονής.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΤΟ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
Το 1951, έρχεται στην Αθήνα να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή. Χάρη στο ταπεινό του ήθος κατόρθωσε να μη διαγραφεί από τη Μονή της μετανοίας του. Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του Αγιολαυριώτης ιερομόναχος.
Το 1952 χειροτονείται Πρεσβύτερος.Τον επόμενο κιόλας μήνα διορίζεται ώς εφημέριος στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών, όπου, όπως ο ίδιος πίστευε, θα εργαζόταν μέχρι το τέλος των σπουδών του. Όμως ο Θεός είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν. Τον προόριζε να γίνει παρηγοριά και στηριγμός των πονεμένων ανθρώπων στην Αθήνα, επί τρεις και πλέον δεκαετίες. Το ίδιο έτος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Θεόκλητος, τον έκανε Πνευματικό, και του απένειμε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου. Έκτοτε ασκούσε το επίπονο έργο της πνευματικής πατρότητας μέχρι το τέλος της ζωής του. Επιτέλεσε πράγματι έργο μοναδικό και ανεπανάληπτο. Τριανταπέντε σχεδόν χρόνια έζησε μέσα στο νοσοκομείο ο π. Ευσέβιος σαν ασκητής. Ήταν ένα άνθος της ερήμου μέσα στον κόσμο. Για να βρίσκεται συνεχώς κοντά στους αρρώστους, προτίμησε να μένει μέσα στο νοσοκομείο, σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο που του παραχώρησαν στην ταράτσα του παλαιού κτιρίου. Ήταν φτωχό και απέριττο. Ο εξοπλισμός του ένα σιδερένιο κρεββάτι, ένα κομοδίνο νοσοκομειακό κι ένα τραπεζάκι. Χωρίς κάν βοηθητικό χώρο, χωρίς μόνωση, χωρίς θέρμανση.
Το φαγητό του όλα αυτά τα χρόνια ήταν νοσοκομειακό. Πολλές φορές έκλεινε η τραπεζαρία και έμενε νηστικός. Και όμως ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τροφή για κείνον ήταν η ανακούφιση, η χαρά και η πνευματική ωφέλεια των ασθενών. Εφάρμοζε την προσωπική ποιμαντική επικοινωνία με τους ασθενείς. Περνούσε καθημερινά από όλους τους θαλάμους, πλησίαζε τον κάθε άρρωστο και προσπαθούσε να τον βοηθήσει πνευματικά.
Είχε το χάρισμα της παρακλήσεως των ψυχών, της αγάπης και της διακρίσεως. Ήταν ο χαρισματούχος Πνευματικός. Διέβλεπε τον πνευματικό κόσμο των ασθενών και πολλές φορές μ’ ένα του λόγο τους έφερνε σε μετάνοια. Οι άρρωστοι, ακόμη και οι πιο δύσκολοι, εξομολογούνταν -οι περισσότεροι για πρώτη φορά. Μόνο οι αιρετικοί δεν δέχονταν. Είναι χιλιάδες οι ψυχές που αναγεννήθηκαν κάτω από το πετραχήλι του Γέροντα όλα αυτά τα χρόνια. Και γύριζαν στα σπίτια τους νέοι άνθρωποι, ζώντας την εν Χριστώ ζωή, χάρη στην εργασία που έκανε ο π. Ευσέβιος στην ψυχή τους. Είτε έφυγαν έτοιμοι για τον Ουρανό.
Ζυμωμένος με τη θεία Λατρεία στο Μοναστήρι, φρόντισε να εισαγάγει τη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας στο νοσοκομείο, το όποιο δεν είχε αρχικά ναό.
Τελεί το μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου κάθε Τετάρτη μέσα στους θαλάμους, την ακολουθία του Αγιασμού κάθε πρώτη του μηνός και την Παράκληση της Παναγίας κάθε Παρασκευή στους διαδρόμους των τμημάτων του νοσοκομείου. Ακούραστος σε προσφορά είχε καθιερώσει την περιφορά και λιτάνευση της εικόνος σε όλο το νοσοκομείο κατά τις μεγάλες εορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα, του Αγίου Λουκά, του Επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή, του Σταύρου κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταύρου. Περνούσε από κάθε κλίνη. Τα Θεοφάνεια άγιαζε προσωπικά τον κάθε άρρωστο και όλο το νοσοκομείο, και την Μεγάλη Τετάρτη έχριε όλους τους ασθενείς με το Άγιο έλαιο. Και όλα αυτά, για να παρηγορούνται και να χαίρονται οι ασθενείς.
Συνεχίζεται…