Σύμφωνα με το άρθρο 98 του Ν 3528/2007,οι δημόσιοι υπάλληλοι που έχουν πριν από το διορισμό τους χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, ήτοι υπηρεσία στο Δημόσιο, σε ΝΠΔΔ, σε ΝΠΙΔ του Δημοσίου ή σε ΟΤΑ, εντάσσονται μετά τη μονιμοποίησή τους μέχρι και τον αμέσως προηγούμενο του καταληκτικού βαθμό, με συνυπολογισμό του πλεονάζοντος χρόνου στο βαθμό αυτό, ύστερα από ουσιαστική κρίση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Ως πραγματική δημόσια υπηρεσία νοείται η υπηρεσία με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, καθώς και κάθε άλλη υπηρεσία που αναγνωρίζεται, βάσει ειδικών διατάξεων, ως πραγματική δημόσια υπηρεσία για βαθμολογική ένταξη. Ωστόσο, είναι εφικτή και η αναγνώριση προϋπηρεσίας που δε συνιστά πραγματική δημόσια υπηρεσία. Με άλλα λόγια δύναται να αναγνωριστεί η προϋπηρεσία στον ιδιωτικό τομέα. Κατά την παράγραφο 6 του προαναφερθέντος άρθρου, προϋπηρεσία σε συναφές αντικείμενο έως 7 έτη που έχει διανυθεί πριν από το διορισμό, εκτός του δημοσίου τομέα, λαμβάνεται υπόψη εφόσον αποδεικνύεται. Οι όροι και οι προϋποθέσεις αναγνώρισης της ως άνω προϋπηρεσίας, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης.
Το ΠΔ 69/2016 καθορίζει τους όρους και τη διαδικασία αναγνώρισης της προϋπηρεσίας στον ιδιωτικό τομέα, ενώ υπάγονται σε αυτό τόσο οι υπάλληλοι που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Κατάστασης Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ καθώς και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, για τους οποίους ισχύουν οι διατάξεις περί βαθμολογικής εξέλιξης του Υπαλληλικού Κώδικα, όσο και οι υπάλληλοι που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων. Σημειωτέο, ότι για τους εκπαιδευτικούς Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 4452/2017.
Η προϋπηρεσία στον ιδιωτικό τομέα μπορεί να συνίσταται είτε σε εξαρτημένη μισθωτή εργασία είτε σε άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος ή απασχόληση με έμμισθη εντολή και μπορεί να έχει παρασχεθεί είτε στην Ελλάδα είτε σε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ.
Ειδικότερα, για την αναγνώριση αποδεδειγμένης προϋπηρεσίας, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι κάτωθι προϋποθέσεις:
1) Να έχει διανυθεί πριν το διορισμό ή την πρόσληψη του υπαλλήλου.
2) Να έχει παρασχεθεί εκτός δημοσίου τομέα. Για τη διαπίστωση αυτού, είναι αναγκαίο να εξετάζεται η νομική μορφή που είχε ο φορέας κατά το χρόνο που διανύθηκε η προϋπηρεσία. Επιπλέον δεν είναι δυνατός ο υπολογισμός προϋπηρεσίας για βαθμολογική εξέλιξη, η οποία έχει παρασχεθεί σε διαφορετικούς φορείς το ίδιο χρονικό διάστημα.
3) Να έχει αποκτηθεί μετά την απόκτηση βασικού τίτλου σπουδών της κατηγορίας/εκπαιδευτικής βαθμίδας, στην οποία ανήκει ο υπάλληλος κατά το χρόνο ένταξης, δηλαδή κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναγνώρισης προϋπηρεσίας και σε κάθε περίπτωση κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο.
4) Να έχει αποκτηθεί μετά την απόκτηση άδειας επαγγέλματος, όπου αυτή απαιτείται. Αξίζει να σημειωθεί ότι η προϋπηρεσία που αποκτήθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο η άδεια άσκησης επαγγέλματος δεν προβλεπόταν, αλλά θεσμοθετήθηκε μεταγενέστερα, αναγνωρίζεται, εφόσον οι υπάλληλοι συμπεριλάβουν στην αίτησή τους τη σχετική νομοθεσία που τεκμηριώνει το νόμιμο της άσκησης του επαγγέλματος κατά το χρόνο εκείνο.
5) Να έχουν κατατεθεί πλήρως τα απαιτούμενα δικαιολογητικά.
6) Να υπάρχει συνάφεια της προϋπηρεσίας με τα αντικείμενα στα οποία απασχολείται ή δύναται να απασχοληθεί ο υπάλληλος.
Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 του ΠΔ 69/2016, αναφορικά με τη διαδικασία αναγνώρισης της προϋπηρεσίας, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος υποβάλλει αίτηση, συνοδευόμενη από τα απαραίτητα δικαιολογητικά, στην αρμόδια Διεύθυνση Προσωπικού, όπου ανήκει οργανικά. Οι αιτήσεις αναγνώρισης παραπέμπονται στο αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο εντός μηνός από την υποβολή τους στην αρμόδια Διεύθυνση Προσωπικού. Εν συνεχεία, το Υπηρεσιακό Συμβούλιο γνωμοδοτεί επί της αιτήσεως εντός 3 μηνών από την παραπομπή σε αυτό του σχετικού ερωτήματος. Τέλος, το αρμόδιο όργανο εκδίδει τη σχετική απόφαση εντός 15 ημερών από τη διατύπωση της σύμφωνης γνώμης του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Τόσο η σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου όσο και η απόφαση αναγνώρισης πρέπει να είναι εξατομικευμένη και εξειδικευμένη. Με την απόφαση αναγνώρισης του χρόνου προϋπηρεσίας, πραγματοποιείται και η κατάταξη σε βαθμό ή ο συνυπολογισμός του ως επιπλέον χρόνος σε βαθμό που ήδη κατέχει ο υπάλληλος. Οι έννομες συνέπειες της αναγνώρισης της προϋπηρεσίας δεν αίρονται σε περίπτωση υπηρεσιακής μεταβολής του υπαλλήλου (πχ σε περίπτωση μετάταξης σε άλλη Υπηρεσία, η Υπηρεσία υποδοχής δεν επανεξετάζει τη συνάφεια της προϋπηρεσίας που έχει ήδη αναγνωριστεί).
Η συγκέντρωση και προσκόμιση των απαιτούμενων κατά το ΠΔ δικαιολογητικών, καθώς και κάθε άλλου στοιχείου που αποδεικνύει ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις , αποτελούν ευθύνη του υπαλλήλου που υποβάλλει τη σχετική αίτηση. Οι υπάλληλοι οφείλουν να καταθέτουν έγγραφα από τα οποία να προκύπτει ο χρόνος και η ειδικότητα με την οποία απασχολήθηκαν. Συγκεκριμένα:
Τα δικαιολογητικά για όσους άσκησαν ελεύθερο επάγγελμα ή απασχολήθηκαν με έμμισθη εντολή είναι κατά περίπτωση τα ακόλουθα:
α) Βεβαίωση από το οικείο επαγγελματικό Επιμελητήριο ή Σύλλογο, από την οποία να προκύπτει η ιδιότητα του μέλους και η διάρκειά της, εφόσον η ιδιότητα αυτή είναι υποχρεωτική για την άσκηση του επαγγέλματος.
β) Σε περίπτωση που η ανωτέρω ιδιότητα δεν είναι υποχρεωτική για την άσκηση του επαγγέλματος, προσκομίζεται άδεια άσκησης επαγγέλματος ή βεβαίωση από την αρμόδια διοικητική αρχή ότι πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του αντίστοιχου επαγγέλματος ή επαγγελματική ταυτότητα, καθώς και βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα, από την οποία να προκύπτει η διάρκεια της απασχόλησης.
γ) Εφόσον τα οριζόμενα στην περίπτωση β δεν προβλέπονται, προσκομίζεται βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα, από την οποία να προκύπτει η διάρκεια της ασφάλισης καθώς και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα και στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει αποδεδειγμένα η προϋπηρεσία, η διάρκεια και η συνάφειά της. Ως στοιχεία που μπορεί να προσκομίσει ο αιτών υπάλληλος αναφέρονται ενδεικτικά τα ακόλουθα: συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ή έργου, βιβλία του ΚΒΣ, δελτία απόδειξης παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ.
δ) Βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα από την οποία να προκύπτει ότι έχουν καλυφθεί όλες οι προς αυτόν ασφαλιστικές εισφορές του υπαλλήλου για το χρονικό διάστημα που επιχειρείται να αναγνωριστεί ως προϋπηρεσία κατά τις διατάξεις του παρόντος.
Τα δικαιολογητικά για όσους παρείχαν μισθωτή εργασία είναι τα ακόλουθα:
α) Άδεια άσκησης επαγγέλματος ή βεβαίωση από την αρμόδια διοικητική αρχή ότι πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του αντίστοιχου επαγγέλματος ή επαγγελματική ταυτότητα, όπου απαιτούνται, καθώς και βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα, από την οποία να προκύπτει η διάρκεια της ασφάλισης και το είδος της εργασίας.
β) Εφόσον από τα ανωτέρω δεν προκύπτει η διάρκεια και το είδος της απασχόλησης, απαιτείται επιπλέον βεβαίωση του εργοδότη, στον οποίο απασχολήθηκε, στην οποία να αναφέρεται ο χρόνος και το είδος της απασχόλησης του υπαλλήλου.
γ) Βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα από την οποία να προκύπτει ότι έχουν καλυφθεί όλες οι προς αυτόν ασφαλιστικές εισφορές του υπαλλήλου για το χρονικό διάστημα που επιχειρείται να αναγνωριστεί ως προϋπηρεσία κατά τις διατάξεις του παρόντος.
Σε κάθε περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δύναται να προσκομίσει, εκτός των προβλεπόμενων στο ΠΔ εγγράφων και οποιοδήποτε επιπλέον έγγραφο προς απόδειξη της προϋπηρεσίας εκτός δημοσίου τομέα. Όταν μάλιστα, από όλα τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά δεν προκύπτουν τα απαραίτητα στοιχεία(πχ το είδος της παρεχόμενης εργασίας), ο υπάλληλος μπορεί να προσκομίσει επικουρικά οποιοδήποτε άλλο επίσημο έγγραφο(πχ αναγγελία πρόσληψης ή καταγγελία σύμβασης εργασίας). Με σχετική εγκύκλιο το Υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης διευκρινίζει, ότι η υποβολή υπεύθυνης δήλωσης δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο της ειδικότητας του απασχολούμενου σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν υφίσταται πλέον. Περαιτέρω, τα φωτοαντίγραφα των καρτελών ενσήμων δεν υποκαθιστούν τις απαραίτητες προβλεπόμενες βεβαιώσεις των οικείων ασφαλιστικών φορέων. Στην περίπτωση που η προϋπηρεσία είχε αποκτηθεί σε κράτος-μέλος της ΕΕ, τα προσκομιζόμενα δικαιολογητικά θα πρέπει να είναι επίσημα μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα και επικυρωμένα, εφόσον απαιτείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Σε αντίθεση με την προϋπηρεσία εντός δημοσίου τομέα, όπου δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός ως προς το ανώτατο χρονικό διάστημα που δύναται να αναγνωριστεί, η προϋπηρεσία εκτός δημοσίου τομέα αναγνωρίζεται με μέγιστο χρονικό διάστημα 7 έτη. Ο επταετής αναγνωριζόμενος χρόνος αφορά την εργασιακή σχέση πλήρους απασχόλησης, ενώ για την περίπτωση της μερικής, ο χρόνος μειώνεται αντιστοίχως. Μετά την αναγνώριση και εφόσον οι υπάλληλοι έχουν μονιμοποιηθεί ή έχει παρέλθει με επιτυχία η δοκιμαστική περίοδος, εντάσσονται μέχρι και τον αμέσως προηγούμενο του καταληκτικού βαθμό, ενώ ο επιπλέον χρόνος θα συνυπολογιστεί ως πλεονάζων, και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εγγραφή στον πίνακα προακτέων, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 91 του Ν. 3528/2007. Τυχόν πλεονάζων χρόνος υπολογίζεται επίσης στο βαθμό προαγωγής του υπαλλήλου. Ωστόσο, στους υπαλλήλους που κατέχουν ήδη κατά τη δημοσίευση του ΠΔ τον καταληκτικό βαθμό της κατηγορίας τους, τυχόν αναγνωρισμένη προϋπηρεσία συνυπολογίζεται ως πλεονάζων χρόνος στο βαθμό αυτό.
Επισημαίνεται, τέλος, ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις αφορούν την αναγνώριση προϋπηρεσίας για βαθμολογική εξέλιξη υπαλλήλων και διακρίνονται από τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 που αφορούν τη μισθολογική τους εξέλιξη. Μάλιστα, η αναγνώριση της προϋπηρεσίας αυτής, πέραν της βαθμολογικής ένταξης και επομένως εξέλιξης των υπαλλήλων, λαμβάνεται περαιτέρω υπόψη ως μοριοδοτούμενο κριτήριο εργασιακής εμπειρίας κατά τη διαδικασία επιλογής προϊσταμένων. Όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 ββ του άρθρου 85 του Ν. 3528/2007, ο χρόνος απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα σε συναφή θέση μοριοδοτείται με 25 μόρια για κάθε έτος απασχόλησης με ανώτατο όριο τα 7 έτη εφόσον έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 98.
*Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου