Ιερομόναχος Σάββας Μικραγιαννανίτης (1821 – 4 Απριλίου 1908)
Από την αγιοτρόφο Α. Θράκη, όπου γεννήθηκε το 1821, νέος ήλθε στο εράσμιο Άγιον Όρος, στην υπακοή του Γεωργιανού οσίου Γέροντος Ιλαρίωνος († 1864). Στο κυνήγι του Θεού του συμπαραστάθηκε ο έμπειρος Γέροντάς του. Κατοικίες του ήταν ερημικά και ησυχαστικά Κελλιά της βόρειας και νότιας πλευράς της ιεράς χερσονήσου του Άθωνος.
Μετά την οσιακή κοίμηση του προσφιλούς του Γέροντος αναχώρησε για την Καλύβη της Αναστάσεως του Κυρίου στη σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης. Η Καλύβη έμελλε να γίνει και τόπος αναστάσεως πολλών πεσμένων στους τάφους της αμαρτίας. Έγινε διακριτικός πνευματικός πατέρας και οδηγός πολλών μοναχών και λαϊκών. Η πείρα του τον βοήθησε στο έργο, και η υπακοή που έκανε στον Γέροντά του. Κυνηγώντας τον Θεό τον κέρδισε και τον έθεσε μόνιμα στην καρδιά του. Αυτός τον φώτιζε και τον πλούτιζε με χαρίσματα, ώστε να μπορεί ν’ αναπαύσει και τα πιο δύσκολα περιστατικά που συναντούσε στο εξομολογητικό του έργο. Είχε τόση αγάπη, που χρησιμοποιούσε μύριους τρόπους, μειώνοντας τον εαυτό του, για να κερδίσει τους αδελφούς του. Οι δαίμονες στο ταπεινό του και φωτεινό πρόσωπο βρήκαν ανίκητο αντίπαλο. Με τίποτε δεν μπορούσαν να τον φοβίσουν, να τον κάμψουν και να τον ξεγελάσουν. Η προσευχή του έβγαζε πονηρά πνεύματα από αιχμαλωτισμένους και ταλαιπωρημένους ανθρώπους. Πηγές ανεφοδιασμού του οι καθημερινές ένδακρεις θείες Λειτουργίες του και οι ολονύκτιες στάσεις. Έχυνε πολύτιμα δάκρυα τις θείες αυτές ώρες κερδοφόρα. Ύπνος, γηρατειά, ασθένειες δεν τον εμπόδιζαν μερόνυχτα να τρέχει αγωνιζόμενος ακατάπαυστα. Τρεις ώρες μνημόνευε καθημερινά στην Προσκομιδή ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων, γνωρίζοντας καλά την ωφέλεια που λαμβάνουν. Πάμπολλες επιστολές έφθαναν στην Καλύβη του, ζητώντας λύση πολλών προβλημάτων. Τις νύχτες, βασταζόμενος με δύο σχοινιά από τις αμασχάλες, τους λεγάμενους κρεμαστήρες, αγρυπνούσε εκζητώντας το θείο έλεος του Πανοικτίρμονος Θεού.
Οι θείες Λειτουργίες του μένουν αλησμόνητες για την ιεροπρέπεια και κατάνυξη. Κάθε ημέρα η ταπεινή Καλύβη εόρταζε με τη λειτουργική ζωή, τη σταυροαναστάσιμη χάρη και χαρά. Είχε ειδικά υποδήματα για τη Λειτουργία. Ποτέ δεν άγγιζε την αγία τράπεζα. Έξω από τον ναό φαινόταν φτωχός, άσημος, τιποτένιος. Ήταν και μικροσκοπικός. Μέσα στον ναό ήταν μεγαλόπρεπος, φωτεινός άγγελος ειρήνης. Χαιρόταν, όπως είπαμε, να μνημονεύει πολλά ονόματα επί ώρες, γιατί ειχε πληροφορία ότι βοηθούνται οι μνημονευόμενες ψυχές. Δεν κουραζόταν να λειτουργεί, να μνημονεύει, να εξομολογεί, να συμβουλεύει.
Γράφει περί αυτού ο Λ. Μωραϊτίδης: «Ο πασίγνωστος ούτος Πνευματικός πατήρ εις όν μετά την κοίμησιν του παπα-Γρηγορίου εξωμολογούντο όλοι οι Αγιορείται μοναχοί και Προηγούμενοι και οι μεταβαίνοντες προσκυνηταί, ακούραστος, ομιλών όλην την ημέραν και μέχρι βαθείας νυκτός, προ τινων απεδήμησεν αναπαυθείς εν Κυρίω. Κατά την διαμονήν μου εις Κατουνάκια συχνά χάριν περιπάτου ανέβαινα εις την ωραίαν καλύβην του, υψουμένην ως μίαν σκοπιάν. Καθήμενοι δε υπό την σκιάν μιας καστανέας εθαυμάζομεν το έκλαμπρον πανόραμα της δυτικής πλευράς της Χερσονήσου μέχρι του Δοχειαρίου κάτω και συνωμιλούσαμεν, ότε μου διηγείτο εν απλότητι με ποιον γλυκόν τρόπον έσωσε πολλούς αμαρτωλούς και απηλπισμένους».
Στις 4.4.1908 λειτούργησε για τελευταία φορά τελώντας τη Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Ήταν Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου του Λαζάρου. Μετά τη θεία Κοινωνία κάλεσε τους υποτακτικούς του. Τους ανέγνωσε συγχωρητική ευχή, τους ευλόγησε, τους έδωσε τις τελευταίες συμβουλές και λίγο πριν τη δύση του ηλίου φτερούγισε η ψυχή του για τα ουράνια σκηνώματα. Η στέρησή του έφερε πολλά δάκρυα. Ο Νεοσκητιώτης Γέροντας Ιωακείμ Σπετσιέρης γράφει στ’ Απομνημονεύματά του: «Ο παπα-Σάββας ήτο συμπαθής κατά πολλά, επιεικής και μακρόθυμος, απαθής δε εις τοιούτον σημείον, ώστε ουδείς ποτέ είδεν αυτόν οργιζόμενον ή τεταραγμένον ή μελαγχολικόν. Πάντοτε εύθυμος, χαρίεις, γλυκύς και ευπροσήγορος. Πλήθος πολύ μοναχών και λαϊκών έτρεχον προς αυτόν και εξωμολογούντο. Αδιαλείπτως εμελέτα τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων και τας Αγίας Γραφάς… Εις την Καλύβην, ην ή διέμενεν εν τη Μικρά Αγία Άννη ο πνευματικός Σάββας, έχουσιν την κάραν του, ήτις ομολογώ ότι μοι προϋξένησεν, ως την ησπάσθην, τοιαύτην εντύπωσιν ως κάρα αγίου ανδρός…, ήτις εκχέει ευωδίαν αγίων λειψάνων».
Πήγες – Βιβλιογραφία:
Α. Μωραϊτίδου, Με του βορηά τα κύματα, Αθήναι 1927, σ. 48. Ιωακείμ Σπετσιέρη αρχιμ., Περί της ωφελείας ήν λαμβάνουσιν αί ψυχαί των μνημονευόμενων, Αγιορειτικόν Ημερολόγιον, Άγιον Όρος 1928, σσ. 136-138. Ιωακείμ Σπετσιέρη αρχιμ., Απομνημονεύματα Α΄ Αθήναι 1931, σσ. 18-22. Γαβριήλ Διονυσιάτου αρχιμ., Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Βόλος 1953, σσ. 36-37. Χερουβείμ αρχιμ., Σάββας ο Πνευματικός, Ωρωπός Αττικής 2002.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄– 1901-1955, § Ιερομόναχος Σάββας Μικραγιαννανίτης (1821 – 1908), σελ. 83-86, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.