Του Κώστα Ράπτη
Μοιάζει με παράδοση σκυτάλης. Η απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης να επικυρώσει την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ τερματίζει ένα σίριαλ που κράτησε ενάμιση χρόνο, μόνο και μόνο για να αφήσει τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Όρμπαν να συνεχίζει μόνος του, κατά τον τρόπο που διδάχθηκε από τον Ταγίπ Ερντογάν, το παιχνίδι της παρεμπόδισης και του εκβιασμού των συμμάχων του.
Όμως ο Τούρκος ηγέτης δεν είχε λόγο να συνεχίσει να βρίσκεται εντός του “κάδρου”. Άλλωστε στο διάστημα που μεσολάβησε κατάφερε να αποσπάσει τα ανταλλάγματα που επιθυμούσε. Από τη μία, η Σουηδία τροποποίησε τη νομοθεσία της, ώστε να είναι ευκολότερη η “αντιτρομοκρατική” της συνεργασία με την Τουρκία –βλ. καταστολή ή έκδοση Κούρδων ή γκιουλενιστών αντιπάλων του Ερντογάν. Από την άλλη, η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο φόντο της τελευταίας συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν συντελεί στην υποχώρηση των αντιστάσεων στο αμερικανικό Κογκρέσο σχετικά με την προμήθεια από τη γείτονα μαχητικών F-16 (ή την αναβάθμιση των υπαρχόντων).
Υποθέτει βασίμως κανείς ότι όλα αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας Μπάιντεν-Ερντογάν προ μηνός. Μήπως όμως υπήρξε κάποιο πρόσθετο αντάλλαγμα; Γιατί η απεμπλοκή του σουηδικού ζητήματος ήρθε εντέλει ειδικά τώρα;
Στην πραγματικότητα, ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας έχει πάρει κάτι παραπάνω από όσα διεκδικούνται σε πρώτο πλάνο, αλλά και έχει δώσει κάτι παραπάνω.
Έχει δώσει τη συνεργασία του στο θέμα της ανάφλεξης της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης από τις 7 Οκτωβρίου και μετά, όπου, πέρα από τις ρητορικές κορώνες του κατά του εβραϊκού κράτους, έχει εξασφαλίσει μεταξύ άλλων την απρόσκοπτη συνέχιση της τροφοδοσίας του Ισραήλ με πετρέλαιο από τουρκικούς λιμένες και έχει απομακρύνει τα ηγετικά στελέχη της Χαμάς από το τουρκικό έδαφος. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι βουλευτές της τουρκικής ισλαμιστικής αντιπολίτευσης καταψήφισαν το πρωτόκολλο ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ ακριβώς με σκεπτικό καταγγελίας του ρόλου της Δύσης στην τραγωδία της Γάζας.
(Χαρακτηριστική είναι και η στάση του φιλοκουρδικού κόμματος DEM, πρώην HDP, το οποίο επέλεξε την αποχή, καθώς από τη μία κατήγγειλε μία “βρόμικη διαπραγμάτευση” με αντικουρδική στόχευση, αλλά από την άλλη δεν ήθελε προφανώς να αποξενωθεί από τη Δύση και ειδικά τη Σουηδία).
Αλλά αυτό που πιθανότατα έχει πάρει κάτω από το τραπέζι ο Ερντογάν είναι κρίσιμης σημασίας για τα τουρκικά συμφέροντα και αφορά το “μαλακό υπογάστριό” της στα νότια σύνορα. Η τουρκική πλευρά έχει πολλαπλασιάσει το τελευταίο διάστημα τις στρατιωτικές ενέργειες εναντίον τόσο των Κούρδων της Συρίας, πλήττοντας τις πολιτικές υποδομές τους, όσο και εναντίον θέσεων του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ. Δημόσια αντίδραση των ΗΠΑ σε αυτά δεν έχει καταγραφεί.
Ενδέχεται η Άγκυρα να δελεάζεται από την προοπτική μίας ακόμη χερσαίας επέμβασης στη βόρεια Συρία, όπου επικρατεί μεγάλη ρευστότητα. Χαρακτηριστικό είναι το αποκλειστικό δημοσίευμα του al-Monitor σχετικά με τα σενάρια που εκπονούνται στο Πεντάγωνο (επί των οποίων φέρεται να ζητήθηκε και η γνώμη της Τουρκίας) για ενδεχόμενο “συνεταιρισμό” των υπό κουρδική ηγεσία Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, που ελέγχουν τα βορειοδυτικά της χώρας με αμερικανική στήριξη, ώστε να κατασταλεί το αναζωογονημένο “Ισλαμικό Κράτος”.
Βάση των σεναρίων αυτών, όμως, αποτελεί η μεγάλη νευρικότητα που, σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, προκαλεί (και μεταξύ των επί του εδάφους Αμερικανών πεζοναυτών) η κατάσταση μετά την 7η Οκτωβρίου, που έχει οδηγήσει σε πολλαπλασιασμό των επιθέσεων φιλο-ιρανικών σιιτικών πολιτοφυλακών εναντίον αμερικανικών δυνάμεων σε Συρία και Ιράκ. Ειδικά η αμερικανική παρουσία στη Συρία (που εξαρτάται από αυτήν στο Ιράκ) θεωρείται ευάλωτη και δίχως σαφή στρατηγικό προορισμό, με αποτέλεσμα να κρίνεται αναπόφευκτη στο εγγύς μέλλον η εγκατάλειψή της – πόσω μάλλον αν υπάρξει εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ.
Σε αυτό το τοπίο επιθυμεί να παρεμβληθεί η Τουρκία, εξασφαλίζοντας την κατανόηση της Ουάσιγκτον.
capital.gr