Μεταφράσαμε το εκτενές κείμενο του Ρώσου στρατιωτικού αναλυτή και ιστορικού Γ. Κρούτικοφ σχετικά με την συνθήκη του Καρς το 1921, γιατί έχει οπωσδήποτε μια ιδιαίτερη σημασία για τον Έλληνα αναγνώστη.
Σωτήρης Δημόπουλος
Αν και ο συγγραφέας προβάλλει, εύλογα, μια ρωσική ματιά στα γεγονότα, εντούτοις, περιγράφει με ενάργεια την σύνθετη κατάσταση που επικρατεί στην Ανατολία και στην Υπερκαυκασία, όπου απειλήθηκε η ίδια η ύπαρξη των Αρμενίων, καθώς διεξάγεται ταυτόχρονα η ελληνική Μικρασιατική Εκστρατεία. Κατά συνέπεια τα όσα συμβαίνουν εκεί έχουν άμεση συνέπεια στο ελληνικό μέτωπο. Επίσης, αφορούν άμεσα και την κατάσταση στον Πόντο, όπου διαβιούν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες.
Επιπλέον, αναδεικνύεται ακόμη μια φορά η σημασία της σοβιετικής βοήθειας στους κεμαλιστές, τόσο σε στρατιωτικό υλικό, χρηματική ενίσχυση και στρατιωτικούς συμβούλους, όσο και με το κλείσιμο του ανατολικού μετώπου για τον Κεμάλ.
Αυτό που ίσως για πρώτη φορά επισημαίνεται, όμως, είναι η, πιθανή, εσωτερική διαφωνία που εκδηλώθηκε στην ηγεσία των μπολσεβίκων για τους όρους της συμφωνίας με τους Τούρκους. Ενώ οι Λένιν και Τρότσκι αποδέχονται τα τουρκικά αιτήματα με σχετική ευκολία, οι Στάλιν και Ορτονικίντζε διαφωνούν, θεωρώντας ότι τα «σοβιετο»-τουρκικά σύνορα θα έπρεπε να ήταν τα ρωσο-οθωμανικά του 1878. Ως απόδειξη των διαθέσεων του Στάλιν και της ομάδας που τον στήριζε, ο Κρούτικοφ παραθέτει τις εντατικές στρατιωτικές προετοιμασίες της Σοβιετικής Ένωσης ήδη από το 1944 με σκοπό την εισβολή στην Τουρκία και την απαίτηση της Μόσχας να αποκτήσει στρατιωτική βάση στην Κωνσταντινούπολη και τα εδάφη του Καρς, του Αρνταχάν, του Αραράτ, και της Τραπεζούντας! Μια προσπάθεια που αποτέλεσε την θρυαλλίδα για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου.
Σ.Δ.
του Yevgeniy Krutikov
Πριν από εκατό χρόνια, στις 13 Οκτωβρίου 1921, υπογράφηκε η λεγόμενη Συνθήκη του Καρς. Οι τρεις υπερκαυκάσιες δημοκρατίες (Σοβιετική Γεωργία, Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν) από τη μία και η Τουρκία από την άλλη συνήψαν ειρήνη, και συμφώνησαν σε αιώνια φιλία. Αυτό το έγγραφο εξασφάλισε σημαντικά εδάφη για την Τουρκία – αλλά επίσης διατήρησε την Αρμενία ως τέτοια και διέσωσε ολόκληρο τον Αρμενικό λαό. Πώς έγινε αυτό?
Αυστηρά μιλώντας, η Συνθήκη του Καρς δεν ήταν η κύρια, αλλά μόνον η τελευταία σε μια σειρά διεθνών συνθηκών, που τελικά καθόρισαν την εδαφική οριοθέτηση στην Υπερκαυκασία μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Ρωσική Επανάσταση, την επανάσταση των Νεότουρκων και μια σειρά τοπικών πολέμων με στοιχεία εθνοκάθαρσης. Η προηγούμενη και η κύρια – η Συνθήκη της Μόσχας – συνήφθη την άνοιξη του 1921 ως αποτέλεσμα του βραχύβιου τουρκο-αρμενικού πολέμου μεταξύ της κυβέρνησης των Μπολσεβίκων και των Κεμαλιστών. Και η Συνθήκη του Καρς υπογράφηκε αφενός από τους Τούρκους και αφετέρου από τους εκπροσώπους της Αρμενίας, της Γεωργίας και του Αζερμπαϊτζάν, σε ρόλο παρατηρητή την Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία (ΡΣΟΣΔ). Τα άρθρα της Συνθήκης του Καρς, αν προσεγγίσουμε το ζήτημα αυστηρά νομικά, απλώς επέκτειναν τις διατάξεις της Συνθήκης της Μόσχας “Περί Φιλίας και Αδελφότητας” στην ΣΣΔ του Αζερμπαϊτζάν, την ΣΣΔ Αρμενική ΕΣΔ και τη Γεωργιανή ΣΣΔ.
Τι πήραν οι Τούρκοι; Τις πόλεις Καρς και Αρνταχάν, και όλη την ύπαιθρο στην περιοχή. Το όρος Αραράτ και την κοιλάδα γύρω απ’ αυτό. Το νότιο τμήμα της πρώην περιοχής του Μπατούμ (Αρτβίν), καθώς και την περιοχή Σουρμαλί της πρώην επαρχίας Εριβάν. Την Σαρικαμίς, την Ντογουμπαγιαζήτ, και το Ιγκντίρ, τα οποία τη στιγμή της αποχώρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον Α ‘Παγκόσμιο Πόλεμο ελέγχονταν από ρωσικά στρατεύματα. Ως προτεκτοράτο της Τουρκίας καθορίστηκε αυτό που σήμερα αποκαλούμε Ναχιτσεβάν, και ανήκει στο Αζερμπαϊτζάν. Η Τουρκία έλαβε προνόμια και για τη χρήση του λιμανιού του Μπατούμι [Ατζαρία].
Επιπλέον, ακόμη νωρίτερα, οι Μπολσεβίκοι μετέφεραν, κρυφά, σχεδόν 700 κιλά χρυσού στους Κεμαλικούς μέσω του «Διαδρόμου Ναχιτσεβάν» από το σοβιετικό Αζερμπαϊτζάν. Μέσω του ίδιου καναλιού από τη Σοβιετική Ρωσία, οι κεμαλικοί εξοπίστηκαν με όπλα και άλλα εφόδια απαραίτητα για την αντεπίθεση εναντίον των Ελλήνων. Αλλά φυσικά, αυτό δεν ήταν στο κείμενο της συνθήκης. Εκεί αναφέρονταν μόνο τα σύνορα και τα βοσκοτόπια, αν και ήταν ζωτικής σημασίας για τους Τούρκους όχι μόνο να καταλάβουν το έδαφος, αλλά και να λάβουν φυσική βοήθεια για το ελληνικό μέτωπο. Στα εδάφη που παρέμειναν πίσω από τους Τούρκους, δεν υπήρχαν πλέον αρμενικοί και ρωσικοί πληθυσμοί. Συμπεριλαμβανομένου του Ναχιτσεβάν. Θα μπορούσε τα πράγματα να ήταν και χειρότερα.
Οι Αρμένιοι το 1919-1920 βρίσκονταν σε μια κατάσταση εκστασιακής ευφορίας. Είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στον πρόεδρο των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον. Και αυτός είχε προτείνει στη νεογέννητη Αρμενική Δημοκρατία να συμμετάσχει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, υποσχόμενος βοήθεια σε χρήματα, όπλα και τρόφιμα, καθώς και αμερικανική διαιτησία στο θέμα των συνόρων της Αρμενίας. Θεωρήθηκε ότι οι Αμερικανοί θα συνέβαλαν στην επέκταση της Αρμενίας στα δυτικά και νότια, και για αρχή απλώς θα καταλάμβαναν τη Δυτική Αρμενία και το Κουρδιστάν. Χωρίς να περιμένουν καν την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης των Σεβρών (σύμφωνα με αυτήν, η Οθωμανική αυτοκρατορία διαμελίστηκε και καταλήφθηκε από τα στρατεύματα της Αντάντ), οι Αρμένιοι άρχισαν να καταλαμβάνουν τις παραμεθόριες περιοχές, στις οποίες εκείνη την εποχή η τουρκική κυβέρνηση δεν είχε τον έλεγχο.
Οι Τούρκοι θεώρησαν ταπεινωτική την «αμερικανική διαιτησία» στο ζήτημα των ανατολικών και βορειοανατολικών συνόρων και απομάκρυναν τον Αμερικανό πρέσβη. Μέχρι τότε, οι Έλληνες είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη [στμ. προφανώς και δεν ισχύει, αφού η Πόλη τελούσε υπό συμμαχική κυριότητα], τη Σμύρνη και γενικά ολόκληρη την ακτή του Αιγαίου και ξεκίνησαν να κινούνται προς την Άγκυρα. Ο Κεμάλ Πασάς ανακοινώνει επιστράτευση στις ανατολικές επαρχίες. Δηλαδή, ακριβώς εκεί που οι Αρμένιοι σταδιακά αποσπούν από τους Τούρκους την μια πόλη μετά την άλλη. Η διέλευση από τους Αρμένιους των συνόρων, που ορίστηκαν με την ανακωχή του Μούδρου και τη Συνθήκη των Σεβρών, έγινε αντιληπτή από τους Τούρκους ως casus belli. Από τη Συρία και τη Μεσοποταμία, ένας στρατός 30 χιλιάδων με επικεφαλής τον στρατηγό Καραμπεκίρ Καζίμ Πασά, κινήθηκε προς το Αραράτ και το Ναχιτσεβάν. Σήμερα, υπάρχει ένα μνημείο του στο Ναχιτσεβάν του Αζερμπαϊτζάν (τα αποκαλυπτήρια τα έκανε ο Γκαϊντάρ Αλίεφ) και ήταν αυτός που θα υπογράψει στη συνέχεια τη Συνθήκη του Καρς για λογαριασμό των Τούρκων.
Οι Αρμένιοι δεν μπορούσαν να στρατολογήσουν περισσότερους από 15 χιλιάδες, αλλά όμως ανήκαν σε εκπαιδευμένες μονάδες που είχαν πολεμήσει στο παρελθόν στο ίδιο θέατρο επιχειρήσεων ως μέρος του ρωσικού αυτοκρατορικού στρατού εναντίον των Τούρκων. Ήταν όμως ανάγκη να συμπεριφερθούν με τον κατάλληλο τρόπο. Αλλά ο στρατηγός Ντρο [στμ. Ντρασταμάτ Μαρτιροσόβιτς Καναγιάν, (1883-1956) Αρμένιος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης, μέλος του κόμματος Ντασνάκ. Αργότερα συνεργάστηκε με το Τρίτο Ράιχ, και ήταν από τους ιδρυτές της ‘Αρμενικής Λεγεώνας’ που πολέμησε μαζί με τα ναζιστικά στρατεύματα] εκείνη την εποχή έκανε εκκαθαρίσεις στον τουρκόφωνο πληθυσμό, στο Ζανγκεζούρ και το Καραμπάχ.
Οι μπολσεβίκοι, όμως, στη Μόσχα δεν χρειάζονταν έναν τουρκο-αρμενικό πόλεμο. Η Μόσχα κατάλαβε τέλεια την ισορροπία δυνάμεων και προέβλεψε ότι οι Τούρκοι θα μπορούσαν να αφανίσουν ολόκληρη την Αρμενία και, στο μέλλον, να καταλάβουν ολόκληρη την Υπερκαυκασία. Και αυτό θα ήταν ένα λάθος.
Η σοβιετική παρέμβαση
Πρώτα ο Λένιν έστειλε στον Κεμάλ Πασά (όχι ακόμη Ατατούρκ) «αδέρφια στο μυαλό» – τους Αμπχάζιους Νέστορα Λακόμπα και Εφραίμ Έσμπα. Η απόφαση ήταν λογική και πιθανότατα δεν ήταν ο Βλαντιμίρ Ίλιτς που την έλαβε, αλλά ο Στάλιν που γνώριζε την τοπική πραγματικότητα. Το γεγονός ήταν ότι δεν υπήρχε ούτε ένας εθνοτικά «Οθωμανός» [στμ. Τούρκος] στην κυβέρνηση του Κεμάλ και οι περισσότερες από τις καίριες θέσεις μεταξύ των Νεότουρκων καταλήφθηκαν από τους “Τσερκέζους” – τους απογόνους των Μοχατζίρ [στμ. μουσουλμάνων μεταναστών], Καυκάσιων λαών που κάποτε μετανάστευσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από την Ρωσική Αυτοκρατορία. Μεταξύ αυτών υπήρχαν πολλοί Αμπχάζιοι και Σάντζοι [στμ. αμπχαζική υποεθνότητα] ανάμεσά τους, και θεωρήθηκε ότι ο Λακόμπα θα μπορούσε να ενεργήσει ως διαμεσολαβητής, στηριζόμενος στην επιρροή της διασποράς. Ταυτόχρονα, η 11η στρατιά του Κόκκινου Στρατού κινούνταν σταδιακά προς τα τουρκικά σύνορα.
Οι Αμπχάζιοι δεν τα κατάφεραν. Στη συνέχεια, έφτασε στην Άγκυρα ένας ένθερμος επαναστάτης και τροτσκιστής ο [Λιθουανός] Γιαν Ανγκάρσκι (Γιάνης Ουπμάλις, εκτελέστηκε το 1938). Για δύο μήνες προσπαθούσε να πείσει τον Κεμάλ να συμφωνήσει σε καθορισμό των συνόρων με την Αρμενία και μάλιστα του παραχωρούσε, επιπλέον, τις αρμενικές πόλεις Μπιτλίς και Βαν. Αλλά ο Κεμάλ είχε δώσει ήδη τον «Εθνικό του όρκο», ο οποίος απαριθμούσε ονομαστικά όλα τα εδάφη που θεωρούνταν, και εξακολουθούν να θεωρούνται, «εγγενώς τουρκικά». Λογικές δυνάμεις στη σοβιετική κυβέρνηση (πρώτα απ’ όλα, ο Στάλιν και ο Ορτζονικίντζε, ό,τι κι αν πιστεύει κάποιος γι’ αυτούς) θεωρούσαν τα ρωσοτουρκικά σύνορα του 1878 ως “δίκαια” και τα είχαν ως αφετηρία για τις διαπραγματεύσεις. Μια εξασθενημένη Αρμενία, καθοδηγούμενη από αμερικανικές υποσχέσεις, δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στους Τούρκους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση των Ντασνάκ στο Ερεβάν ήταν εντελώς εκτός πραγματικότητας. Η διαπραγμάτευση μαζί τους ήταν ακόμη περισσότερο χωρίς νόημα, απ’ ότι η προσπάθεια να πειστεί ο Μουσταφά Κεμάλ.
Στις 24 Οκτωβρίου 1920, η Τουρκία κηρύσσει επίσημα τον πόλεμο στην Αρμενία και ο στρατηγός Καραμπεκίρ Καζίμ Πασάς συντρίβει σε λίγες μέρες τον αρμενικό στρατό. Καταλαμβάνει το Καρς, το Αρνταχάν, την Αρτβίν, την Σαρικασμίς, το Ιγκντίρ και το Ντογουμπαγιαζήτ. Αρχίζει η εθνοκάθαρση και οι σφαγές των Αρμενίων στα κατεχόμενα εδάφη. Ο άμαχος πληθυσμός φεύγει μαζικά. Στις 7 Νοεμβρίου, ο Καζίμ Πασάς εισέρχεται στην Αλεξανδροπόλ, δηλαδή το σημερινό Γκιουμρί. Ο αρμενικός στρατός έπαψε να υφίσταται και το έδαφος της Αρμενίας περιορίστηκε στην πόλη του Ερεβάν και τα περίχωρά της, καθώς και στην ορεινή περιοχή κοντά στη λίμνη Σεβάν. Οι Τούρκοι πλησίαζαν την Ετσμιατζίν [στμ. γνωστή και ως Βαγαρσαπάτ, πνευματικό κέντρο των Αρμενίων, έδρα του Καθολικού, του επικεφαλής δηλαδή της Αρμενικής Αποστολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας]. Εμφανίστηκε ορατή η απειλή πλήρους καταστροφής του αρμενικού κράτους αλλά και των Αρμενίων ως έθνος, καθώς ο στρατός του Καραμπεκίρ, και των Κούρδων που προσχώρησαν σε αυτόν, άφηναν πίσω τους μόνο στάχτες και πτώματα.
Η 11η στρατιά του Κόκκινου Στρατού υπό τη διοίκηση του Μιχαήλ Λεβαντόφσκι καταλαμβάνει το Ορντουμπάντ και το Ναχιτσεβάν, όπου συγκρούεται με τα στρατεύματα του Καραμπεκίρ.
Ο Λεβαντόφσκι, αν και εκρωσισμένος Πολωνός, ήταν ντόπιος – γεννήθηκε στην Τιφλίδα και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Γκρόζνι [Τσετσενία] και το Βλαδικαβκάζ [Β.Οσετία]. Γνώριζε την τοπική πραγματικότητα και ήξερε πώς να συνεννοηθεί με τους κατοίκους. Σταμάτησε την προέλαση των Τούρκων και έπεισε τους Αρμένιους να διαπραγματευτούν. Όπως πάντα, οι Γεωργιανοί χτύπησαν στην πλάτη των Αρμενίων την «κατάλληλη» στιγμή. Ο γεωργιανός στρατός κατέλαβε την περιοχή Λόρι, όπου πραγματοποιήθηκε ένα βιαστικό δημοψήφισμα μεταξύ εκείνων των ντόπιων που καταλάβαιναν τα γεωργιανά γράμματα και προσάρτησε αυτό το έδαφος στη Γεωργία.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1920, στο περικυκλωμένο Ερεβάν φθάνει μια σοβιετική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Μπορίς Λεγκράντ, επίσης καταγόμενο από την Τιφλίδα, παιδικό φίλο του ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ, και στη συνέχεια του Όσιπ Μαντελστάμ. Στη δεκαετία του 1930, ο Μπορίς Λεγκράντ έγινε διευθυντής του Ερμιτάζ και, σύμφωνα με μια εκδοχή, επέβλεπε προσωπικά την πώληση ανεκτίμητων έργων ζωγραφικής, όπως των Ρέμπραντ, Τιτσιάνο, Ραφαήλ και Μποτιτσέλι, στη Δύση, ενώ σύμφωνα με μια άλλη, τα διέσωσε. Ο Λεγκράντ επέδωσε ένα τελεσίγραφο στους Αρμένιους Ντασνάκ. «Αρνείστε να συμμετάσχετε στη Συνθήκη των Σεβρών για τη διαίρεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και αφήνετε να περάσουν τα σοβιετικά στρατεύματα από το υπόλοιπο έδαφός σας. Στο μέλλον, όλες οι διαφορές στα σύνορα θα επιλυθούν μόνο με τη συμμετοχή της Σοβιετικής Ρωσίας». Από τη πλευρά της η 11η στρατιά του Λεβαντόφσκι δεσμευόταν να ξεκαθαρίσει το Ζανγκεζούρ και το Καραμπάχ, να εκδιώξει τον Καραμπεκίρ από την Γκιουμρί και να εγγυηθεί την ακεραιότητα του εδάφους της Αρμενίας, όποιο κι αν ήταν αυτό.
Οι Αρμένιοι αρνήθηκαν για μερικές μέρες. Δεν τους άρεσε το πρώτο σημείο – η απόρριψη της Συνθήκης των Σεβρών. Ας επαναλάβουμε: ο αρμενικός στρατός δεν υπήρχε, η αρμενική έκταση συρρικνώθηκε στην περιοχή του Ερεβάν και σε μερικά χωριά στα βουνά, οι Τούρκοι σκότωσαν χιλιάδες ανθρώπους και έδιωξαν δεκάδες χιλιάδες από τα εδάφη τους. Και οι Ντασνάκ παρέμεναν προσκολλημένοι στις υποσχέσεις του Γούντροου Γουίλσον να οικοδομήσουν την Αρμενία από θάλασσα σε θάλασσα. Συμπεριλαμβανομένου του Λιβάνου.
Στις 15 Δεκεμβρίου, μια αντιπροσωπεία των Ντασνάκ έφτασε στην Αλεξανδροπόλ (Γκιουμρί), στην έδρα του Καραμπεκίρ, για να υπογράψει ειρηνευτική συμφωνία, η οποία έμεινε στην ιστορία ως Συνθήκη της Αλεξανδροπόλ. Ακόμα νωρίτερα, στις 4 Δεκεμβρίου, ο Κόκκινος Στρατός εισήλθε στο Ερεβάν, και έγινε δεκτός ως σωτήρας.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το πρώτο πράγμα που έκανε η νέα, σοβιετική κυβέρνηση της Αρμενίας, ήταν να αρνηθεί την αναγνώριση αυτής της συνθήκης. Έπρεπε να εξηγηθεί εκ νέου η πολιτική του κόμματος και της κυβέρνησης, καθώς και τι θα συνέβαινε σε όλους τους, εάν η 11η Στρατιά είχε καθυστερήσει τουλάχιστον μία εβδομάδα. Επομένως, από πολλές απόψεις, απαιτήθηκε η “διπλή” Συνθήκη του Καρς, βάσει της οποίας απαιτούνται και οι υπογραφές της αρμενικής πλευράς. Οι Τούρκοι στέλνουν τον υπουργό Εξωτερικών τους, Μπεκίρ Σάμι-μπέη, στη Μόσχα για να συνάψουν «συνθήκη αιώνιας φιλίας και αδελφοσύνης» με τη Σοβιετική Ρωσία.
Ο Μπεκίρ Μουσάεβιτς Κουντούχοφ γεννήθηκε στο οσέτικο χωριό Σανίμπα. Ήταν γιος του Ρώσου Ταγματάρχη Μουσά Κουντούχοφ, μουσουλμάνου Οσετού που υπηρέτησε στο ρωσικό στρατό, και ηγήθηκε του κινήματος των ΜΟχατζίρ – της εγκατάστασης μουσουλμάνων Οσετών στην Τουρκία. Ο Μπεκίρ Σάμι-μπέης ήταν ένα εξαιρετικά μορφωμένο άτομο, μιλούσε επτά γλώσσες, και πέρασε όλη του τη ζωή στην Ευρώπη. Ένα όμως ήταν το πρόβλημα: ήταν σφόδρα αντιρώσος. Στη συνέχεια, ακόμη και τουρκικές πηγές ανέφεραν ότι ο Σάμι Μπέης παραπλάνησε τον Κεμάλ σχετικά με την πορεία των διαπραγματεύσεων στη Μόσχα και, γενικά, τις προοπτικές των τουρκορωσικών σχέσεων. Απολάμβανε την υποστήριξη των Βρετανών. Οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών τον είχαν στρατολογήσει στο τέλος του Α ‘Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Μπεκίρ Σάμι Μπέης υπηρετούσε ως κυβερνήτης της Βηρυτού. Πιθανότατα, ο Σάμι Μπέης επρόκειτο να οργανώσει ένα αντιμπολσεβίκικο μέτωπο των λαών του Καυκάσου υπό την αιγίδα των Βρετανών. Η καταπολέμηση του μπολσεβικισμού είναι ένα πράγμα. Αλλά η επιθυμία να προσαρτηθεί ολόκληρος ο Καύκασος «απαλλαγμένος από μπολσεβίκους» στην Τουρκία ήταν ένα εντελώς διαφορετικό θέμα.
Στη Μόσχα, ο Σάμι Μπέη έκανε διαπραγματεύσεις για κάθε κομμάτι γης, και ήταν έξαλλος για το γεγονός ότι ένας Αρμένιος (ο Λεβόν Καραχανιάν) εργαζόταν ως Αναπληρωτής Λαϊκός Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων της Σοβιετικής Ρωσίας και έπρεπε να ασχοληθεί μαζί του, και γι’ αυτό απαιτούσε συνάντηση με τον Λένιν. Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς δέχτηκε την τουρκική αντιπροσωπεία, μετά από επίμονα αιτήματα, και αμέσως μετά η υπόθεση προχώρησε. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν συμφωνούσαν όλοι στη σοβιετική κυβέρνηση να υπογράψουν αυτές τις συμφωνίες. Ως αποτέλεσμα, εκ μέρους της ΡΣΟΣΔ η Συνθήκη του Καρς υπογράφεται από τον Γιάκοβ Γκανέτσκι (Firstenberg). Ναι. Είναι αυτός – το δεξί χέρι του Πάρβους [στμ. Αλεξάντερ -μέλος του ΡΣΔΕΚ, συνεργάτης του Λένιν και του Τρότσκι, πράκτορας της Γερμανίας, επίσημος εκπρόσωπος της Krupp, οικονομικός σύμβουλος των Νεότουρκων, προμηθευτής όπλων στην Τουρκία κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων], του κύριου προσώπου που προωθούσε το ξέπλυμα χρήματος της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών στην ιστορία της χρηματοδότησης του Λένιν και της “σφραγισμένου βαγονιού” [που τον μετέφερε από την Ελβετία στην Πετρούπολη]. Το 1919, παρεμπιπτόντως, έγινε διευθυντής του ΓΚΟΧΡΑΝ [Κρατικό ίδρυμα για το σχηματισμό του Κρατικού Ταμείου πολύτιμων μετάλλων και πολύτιμων λίθων της Ρωσικής Ομοσπονδίας]. Υπάρχουν ακόμη πολλά κενά στην ιστορία.
Οι διαφωνούντες της σοβιετο-τουρκικής συμφωνίας
Οι φωνές εκείνων που επέμεναν να διατηρήσουν τουλάχιστον κάποια μορφή αναφοράς στα σύνορα του 1878 στη συνθήκη πνίγηκαν από την «επαναστατική σκοπιμότητα».Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι, παρατηρώντας την ρωσική αδυναμία, δεν βιάζονταν να εφαρμόσουν στην πράξη τις διατάξεις της Συνθήκης της Μόσχας, που αργότερα έγινε Συνθήκη του Καρς, οι οποίες δεν ήταν ευνοϊκές για αυτούς. Ο διοικητής Λεβαντόφσκι παραπονέθηκε στη Μόσχα ότι ο Καραμπεκίρ Καζίμ Πασάς αποχωρούσε από την Αλεξανδροπόλ με πολύ αργούς ρυθμούς. Τότε, ο Ορτζονικίντζε διέταξε να παραμείνει στο σταθμό το επίσημο τρένο, στο οποίο είχε επιβιβαστεί ήδη ο Μπεκίρ Σάμι-Μπέης με τις βαλίτσες γεμάτες με ράβδους χρυσού για να επιστρέψει στην Τουρκία. Και δεν το άφησε μέχρι που ο διοικητής της 11ης στρατιάς να επιβεβαιώσει ότι όλα τα τουρκικά στρατεύματα εγκατέλειψαν την πόλη Γκιουμρί και ολόκληρο το έδαφος της Αρμενίας.
Η «ομάδα των διαφωνούντων» με την εξέλιξη των πραγμάτων στην Υπερκαυκασία, σιώπησε, αλλά όχι για πολύ. Τον Μάρτιο του 1945, όταν τα σοβιετικά στρατεύματα είχαν ήδη εισβάλει στο Βερολίνο, ο Στάλιν κατήγγειλε τη Σοβιετοτουρκική Συνθήκη Φιλίας και Αδελφοσύνης του 1925, η οποία υποστήριζε νομικά τις διατάξεις της Συνθήκης της Μόσχας του 1921. Στον Τούρκο πρέσβη στη Μόσχα, Σελίμ Σαρπέρ, δίνουν να καταλάβει ότι έφθασε το τέρμα. Αργότερα, στη Διάσκεψη του Πότσδαμ, ο Στάλιν εξήγησε στον Βρετανό πρωθυπουργό Ήντεν ότι οι Τούρκοι διατηρούσαν έως και 23 μεραρχίες στην περιοχή των Στενών. Δηλαδή, το «μικρό κράτος», το οποίο κατέχει τα Στενά και υποστηρίζεται από την Αγγλία, «κρατά από το λαιμό το μεγάλο κράτος και δεν του δίνει κανένα πέρασμα».
Η πρώτη αντίδραση της Άγκυρας ήταν σχεδόν ένας πανικός. Την άνοιξη του 1945 πραγματοποιήθηκαν μόνο άτυπες «διαβουλεύσεις για τη σύναψη νέας συνθήκης φιλίας». Ο Σελίμ Σαρπέρ παρουσίασε την πρώτη τουρκική πρόταση στον Μολότοφ τον Μάιο του 1945. Η Τουρκία συμφωνεί «σε περίπτωση πολέμου» να παρέχει απρόσκοπτη διέλευση στα σοβιετικά στρατεύματα και το ναυτικό μέσω του εδάφους της. Αυτό σκέφτηκαν ως πρόταση.
Μέχρι τώρα, κατά μήκος των πρώην σοβιετικοτουρκικών συνόρων στην Υπερκαυκασία, υπάρχει μόνο ένας «καθαρός» δρόμος – κατά μήκος της ακτής από το Μπατούμι στην Τραπεζούντα. Δεν υπάρχουν καθόλου δρόμοι στη Μεσχετία [στμ. συνοριακή περιοχή της Γεωργίας] και στο αρμενικό τμήμα και, προφανώς, δεν θα υπάρξουν. Στο σημερινό σύνορο Γεωργίας-Τουρκίας στο Σαρπί, το πέρασμα, από την άκρη της θάλασσας στο κάθετα ανερχόμενο βουνό, δεν υπερβαίνει τα εκατό μέτρα και όλο καταλαμβάνεται από ένα κατάστημα αφορολόγητων ειδών. Πώς θα έπρεπε, λοιπόν, να περάσουν τα στρατεύματα από εκεί «σε περίπτωση πολέμου»; Από το φθινόπωρο του 1944 (θυμίζουμε ότι εξακολουθούσε ο πόλεμος στην Ευρώπη και κάθε πόρος ήταν πολύτιμος), στην Ατζαρία [στμ. ηπεριοχή της Γεωργίας δίπλα στην Τουρκία] εκτυλίσσονται οδικά έργα μεγάλης κλίμακας. Χτίζονται τσιμεντένιες γέφυρες στον ποταμό Τσόροχ. Παραμένουν όρθιες μέχρι σήμερα, γιατί έπρεπε αρχικά να αντέξουν το βάρος των βαρέων αρμάτων μάχης IS-2 στην σχεδιαζόμενη απελευθερωτική εκστρατεία ενάντια στην Άγκυρα.
Ο Μολότοφ ενημερώνει ανεπίσημα τον πρέσβη Σαρπέρ ότι η τουρκική πρόταση δεν είναι λειτουργική. Τα σοβιετικά στρατεύματα πρέπει να εγκατασταθούν μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη σε στρατιωτική βάση για τον πλήρη έλεγχο των Στενών. Λαμβάνεται ως πρότυπο συνθήκη Hünkâr İskelesi του 1833. Τότε, θυμίζουμε ότι ρωσικό στρατιωτικό σώμα των 30.000 ατόμων, μετά μια δακρύβρεχτη παράκληση του Σουλτάνου Μαχμούντ Β, αποβιβάστηκε μέσα και γύρω από την Κωνσταντινούπολη, παίρνοντας την οθωμανική πρωτεύουσα υπό προστασία ενάντια στα στρατεύματα του επαναστατημένου Αιγύπτιου ηγεμόνα Μωχάμετ Άλι. Αυτή την ιστορία σπάνια την θυμούνται τώρα, αλλά ήταν πρακτικά ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα: τα ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη χωρίς μάχη, στρατοπέδευσαν εκεί (στην πραγματικότητα, δημιούργησαν μια “στρατιωτική βάση”), η Ρωσία απέκτησε τον πλήρη έλεγχο των Στενών και μόνο η στρατιωτική της δύναμη διατήρησε την ύπαρξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία διαλυόταν τότε μπροστά στα μάτια όλων. Η σύμβαση υπογράφηκε από τον ναύαρχο Λαζάρεφ (αυτό ήταν μια μορφή ταπείνωσης για τους Τούρκους) και ο Ρώσος πρέσβης, ο πρίγκιπας Αλεξέι Ορλόφ (ο μελλοντικός αρχηγός της χωροφυλακής) απλώς κυβερνούσε την αυλή του Σουλτάνου. Στους ευρωπαϊκούς διπλωματικούς κύκλους έλεγαν ότι δεν έμεινε ούτε ένας Τούρκος αξιωματούχος και πολιτικός στην Κωνσταντινούπολη που να μην είχε δωροδοκηθεί από τον Ορλόφ, εκτός ίσως από τον ίδιο τον Σουλτάνο Μαχμούντ. Και αυτό γιατί ο Ορλόφ το θεωρούσε περιττή δαπάνη. Αυτό το ειδύλλιο κράτησε οκτώ χρόνια, όσα είχαν υπολογιστεί στο συμβόλαιο. Υπό την πίεση του Λονδίνου και του Παρισιού το 1841, τα ρωσικά στρατεύματα εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη και σύμφωνα με τη νέα σύμβαση, απαγορεύτηκε ρητά στη Ρωσία ο έλεγχος των Στενών με στρατιωτικά μέσα. Στη συνέχεια έγινε ο πόλεμος της Κριμαίας …
Ο Μολότοφ εξέφρασε επίσης στους Τούρκους το καλοκαίρι του 1945 μια σχεδόν τελεσιγραφική απαίτηση: να επιστρέψουν τα πάντα όπως ήταν πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε συνομιλίες με τον πρέσβη Σαρπέρ και άλλους Τούρκους, ο Μολότοφ αποκαλεί τις συνθήκες της Μόσχας και του Καρς «λανθασμένες» και προτείνει να «διορθωθούνι». Στη Διάσκεψη του Πότσδαμ, ο Στάλιν το διατυπώνει με αυτόν τον τρόπο: η Σοβιετική Ένωση πρέπει να λάβει πίσω όλα τα εδάφη που ανήκαν στη Ρωσική Αυτοκρατορία στην Υπερκαυκασία από το 1878. Δηλαδή, ολόκληρη την περιοχή του Καρς, την περιοχή Σουρμαλί, την πρώην επαρχία Εριβάν, νότια της περιοχής Μπατούμι έως και την Τραπεζούντα, συμπεριλαμβανομένης. Όλα αυτά συμπεριλαμβανομένου του όρους Αραράτ και να λένε ευχαριστώ που το Ερζερούμ και το Βαν δεν απαιτούνται από κανέναν. Επιπλέον, ο Μολότοφ είπε στην Ήντεν ότι οι Τούρκοι πρέπει να «επιστρέψουν» ένα εκατομμύριο Αρμένιους στη Σοβιετική Αρμενία.
Ο Στάλιν και ο Μόλοτοφ στην επίσημη ρητορική τους θα αποκαλούν όλα αυτά τα εδάφη “παρανόμως αφαιρεθέντα”. Οι συνθήκες του 1921 (Μόσχα και Κάρσκ) με κάποιο τρόπο εξαφανίζονται από τη σοβιετική ιστοριογραφία, αν και ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν συμμετείχε προσωπικά, άμεσα ή έμμεσα, στην υπογραφή τους.
Ταυτόχρονα, το 1945, ξεκίνησε μια άτυπη «κούρσα για έδαφος» στο Ερεβάν και την Τιφλίδα. Οι πρώτοι γραμματείς της Γεωργίας και της Αρμενίας (ειδικά ο Καντίντε Τσαρκβιάνι) γράφουν επιστολές στην Κεντρική Επιτροπή, επιμένοντας ότι ορισμένα εδάφη πρέπει να μεταβιβαστούν στις δημοκρατίες τους. Ο Τσαρκβιάνι και ο Κικνάτζε μάλιστα κάνουν ένα ειδικό ταξίδι στη Μόσχα για να επισκεφτούν τον προστάτη τους Λαβρέντι Μπέρια, φέρνοντας μαζί τους «έργα Γεωργιανών επιστημόνων» που τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς τους για την περιοχή του «Λαζιστάν» (ανατολικός Πόντος). Παραστάσεις, ακόμη και όπερες για τον ηρωικό αγώνα των Γεωργιανών ενάντια στους Τούρκους καταπιεστές ανεβαίνουν στην Τιφλίδα. Ένα μεθύσι ελπίδας λαμβάνει χώρα και στο Ερεβάν, πολλαπλασιασμένο από τον μαζικό επαναπατρισμό Αρμενίων της Διασποράς στη Σοβιετική Αρμενία που έχει ήδη ξεκινήσει. Ο Καθολικός Γκεβόργκ ΣΤ΄ γράφει μια επιστολή στον Στάλιν (υποστηρίζεται από τον πρώτο γραμματέα Γκριγκόρι Αρουτίνοφ), στην οποία λέει στον «πατέρα των λαών» ότι όλα αυτά ήταν αρχικά αρμενικά εδάφη, αλλά «μετά έπεσαν κάτω από τον τουρκικό ζυγό».
Οι κεντρικές εφημερίδες, Πράβντα και Ιζβέστια, δημοσιεύουν άρθρα Σοβιετικών ακαδημαϊκών που απαξιώνουν τις συνθήκες της Μόσχας και του Καρς. Η επίσημη δικαιολογία είναι το γεγονός ότι η αρχική Συνθήκη της Αλεξανδροπόλ υπογράφηκε από την αρμενική κυβέρνηση των Ντασνάκ. Από την άποψη του σοβιετικού καθεστώτος, η κυβέρνηση των Ντασνάκ δεν υπήρχε πλέον και ο στρατηγός Ντρο και η ομάδα του απλώς δεν είχαν δικαίωμα να υπογράψουν τίποτα. Κανείς δεν ρώτησε τον ίδιο τον Ντρο – το 1945 βρισκόταν σε αμερικανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου ως άτομο που συνεργάστηκε με τη ναζιστική Γερμανία. Αν εκδιδόταν στην ΕΣΣΔ, θα είχε εκτελεστεί.
Ένας αριθμός ιστορικών πιστεύει ότι ήταν ακριβώς η πίεση που άσκησε ο Στάλιν στην Τουρκία την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1945 που έγινε ο επίσημος λόγος για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου και μάλιστα αποτέλεσε την αφορμή της ομιλίας του Τσώρτσιλ στο Φούλτον. Υπάρχει βέβαια μια υπεραπλούστευση σε αυτό. Υπήρχαν περισσότεροι από ένας λόγοι για τον Ψυχρό Πόλεμο. Αλλά σε γενικές γραμμές, όλες αυτές οι συμφωνίες του 1920-1921, όπως και τα ίδια τα δραματικά γεγονότα εκείνης της περιόδου της ιστορίας, δεν θα μπορούσαν να περάσουν χωρίς συνέπειες.
Υπήρξαν, ωστόσο, περίεργες συνέπειες. Για παράδειγμα, ο Χρουστσόφ στο 20ο Συνέδριο συμπεριέλαβε τα γεγονότα του 1945 στο κατηγορητήριο εναντίον του Στάλιν. Ότι ήθελε να πυροδοτήσει έναν πόλεμο ενάντια στην Τουρκία. Τελικά, η ανεπίλυτη διαφωνία για τα σύνορα κράτησε την περιοχή υπό ένταση σχεδόν μέχρι την ύφεση που σημειώθηκε από το καθεστώς Μπρέζνιεφ, όταν ο σοβιετικός πρωθυπουργός Κοσίγκιν υπέγραψε μια νέα συμφωνία με τους Τούρκους για τη φιλία και την επίλυση των συνοριακών διαφορών.
Τώρα, ολόκληρη αυτή η δομή έχει καταρρεύσει, αφού δεν υπάρχει οντότητα που υπέγραψε αυτές τις συνθήκες – η σοβιετική εξουσία, η μεγαλύτερη Ρωσία, ακόμη και αν αποτελεί εικόνα της ΕΣΣΔ. Και το Ερεβάν αποστασιοποιείται από τις συνθήκες της Αλεξανδροπόλ και του Καρς, γιατί δεν του είναι επωφελές. Κανείς δεν θυμάται τις ιδιαιτερότητες της ιστορίας, και ότι, στην πραγματικότητα, καμία Αρμενία και κανένα αρμενικό έθνος δεν θα υπήρχε σήμερα αν η 11η στρατιά δεν έφτανε εγκαίρως πριν από εκατό χρόνια. Είναι άλλο, βεβαίως, ζήτημα ότι το Καρς, το Αρνταχάν και το Μπαγιαζέτ είναι εδάφη ποτισμένα με άφθονο ρωσικό αίμα και κατακτήθηκαν στην εποχή τους για κάποιο λόγο. Αυτό πρέπει επίσης να το θυμόμαστε.
Πηγή: https://vz.ru/society/2021/10/13/1123722.html