Η Επανάσταση του 1821 γεννήθηκε από τις δραστηριότητες της Φιλικής Εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε στην Οδησσό (τωρινή Ουκρανία) το 1814.
Μέχρι εκείνη την εποχή, η επιθυμία για κάποια μορφή ανεξαρτησίας ήταν κοινή μεταξύ των Ελλήνων όλων των τάξεων, όμως σε αντίθεση με τις πολλές εξεγέρσεις που είχαν λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στον κατακτημένο ελληνικό χώρο, οι οποίες συνδέονταν με πολιτικά σχέδια μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, η επανάσταση που σχεδίαζαν οι Φιλικοί επρόκειτο να είναι αυτοδύναμη επανάσταση των Ελλήνων.
Ο ελληνισμός, ή η αίσθηση της ελληνικής εθνικότητας, είχε μάλιστα από καιρό καλλιεργηθεί από την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσα από την επιβίωση της ελληνικής γλώσσας και από τις διοικητικές ρυθμίσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πήρε την απόφαση να ξεκινήσει την επανάσταση από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας, οι οποίες αποτελούσαν μεν επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πλην όμως διέπονταν από ένα ιδιότυπο καθεστώς που, μεταξύ άλλων, απαγόρευε την παραμονή του οθωμανικού στρατού σε αυτές.
Την 22η Φεβρουαρίου του 1821, με μια μικρή δύναμη αντρών, πέρασε τον διαβατηριακό έλεγχο στον Προύθο ποταμό, δηλαδή τα σύνορα δηλαδή Ρωσικής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κατέφθασε στο κοντινό Ιάσιο
Μια μέρα νωρίτερα, μια μικρή ομάδα με επικεφαλής τον Βασίλειο Καραβία, έχοντας έμμισθους Αλβανούς και Επτανήσιους ναύτες, είχαν επιτεθεί στην Οθωμανική φρουρά στο Γαλάτσι και τους λίγους μουσουλμάνους του χωριού.
Δυο ημέρες αργότερα, ο Υψηλάντης εξέδωσε την προκήρυξη Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος στις 24 Φεβρουαρίου, στην οποία καλούσε για επανάσταση τους Έλληνες της Μολδοβλαχίας.
Ο Υψηλάντης ηττήθηκε από τους Τούρκους, αλλά, στο μεταξύ, στις 25 Μαρτίου 1821, σποραδικές εξεγέρσεις κατά της τουρκικής κυριαρχίας είχαν ήδη ξεσπάσει στην Πελοπόννησο, στην Ελλάδα βόρεια του Κορινθιακού Κόλπου, και σε αρκετά νησιά. Μέσα σε ένα χρόνο οι επαναστάτες είχαν αποκτήσει τον έλεγχο της Πελοποννήσου και τον Ιανουάριο του 1822 κήρυξαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Οι Τούρκοι επιχείρησαν τρεις φορές (1822–24) να εισβάλουν στην Πελοπόννησο, αλλά δεν κατάφεραν να ανακτήσουν τον έλεγχο της περιοχής.
Οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί παρ’ όλα αυτά, εμπόδισαν τους Έλληνες να επεκτείνουν τον έλεγχό τους και να εδραιώσουν σταθερά τη θέση τους στην Πελοπόννησο.
Οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί, παρ’ όλα αυτά, εμπόδισαν τους Έλληνες να επεκτείνουν τον έλεγχό τους και να εδραιώσουν σταθερά τη θέση τους στην Πελοπόννησο.
Το 1823 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Πελοποννήσιων με αρχηγό τον, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και των νησιωτών με την οικογένεια του Γεώργιου Κουντουριώτη. Ο τελευταίος ήταν επικεφαλής της κυβέρνησης που είχε σχηματιστεί τον Ιανουάριο του 1822, αλλά που αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ύδρα, τον Δεκέμβριο του 1822.
Μετά από έναν δεύτερο εμφύλιο (1824), ο Κουντουριώτης καθιερώθηκε σταθερά ως ηγέτης, αλλά η κυβέρνησή του και ολόκληρη η επανάσταση απειλήθηκαν σοβαρά από την άφιξη των αιγυπτιακών δυνάμεων, με επικεφαλής τον Ιμπραήμ Πασά, που είχαν σταλεί για να βοηθήσουν τους Τούρκους (1825).
Με την υποστήριξη της αιγυπτιακής θαλάσσιας δύναμης, οι οθωμανικές δυνάμεις εισέβαλαν με επιτυχία στην Πελοπόννησο. Κατέλαβαν επίσης το Μεσολόγγι τον Απρίλιο του 1826, την Αθήνα τον Αύγουστο του 1826 και την Ακρόπολη τον Ιούνιο του 1827.
Η ελληνική υπόθεση παρ’ όλα αυτά, σώθηκε με την παρέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, οι οποίες ευνοώντας τη συγκρότηση αυτόνομου ελληνικού κράτους, προσφέρθηκαν να μεσολαβήσουν μεταξύ των Τούρκων και των Ελλήνων (1826 και 1827).
Όταν οι Τούρκοι αρνήθηκαν, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία έστειλαν τους ναυτικούς τους στόλους στο Ναβαρίνο, όπου, μετά από μια σειρά γεγονότων κατέστρεψαν τον αιγυπτιακό στόλο, στις 20 Οκτωβρίου 1827.
Αν και αυτό ακρωτηρίασε σοβαρά τις οθωμανικές δυνάμεις, ο πόλεμος συνεχίστηκε, αν και η κατάσταση έγινε ακόμα πιο περίπλοκη χάρη στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1828–29).
Μια ελληνοτουρκική διευθέτηση καθορίστηκε τελικά από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις σε μια διάσκεψη στο Λονδίνο, όπου υιοθετήθηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830), που κήρυξε την Ελλάδα ανεξάρτητο μοναρχικό κράτος υπό την προστασία τους.
Από τα μέσα του 1832 τα βόρεια σύνορα του νέου κράτους είχαν καθοριστεί κατά μήκος της γραμμής που εκτεινόταν από νότια του Βόλου, έως νότια της Άρτας. Ο πρίγκιπας Όθωνας της Βαυαρίας είχε αποδεχθεί το στέμμα και ο Τούρκος σουλτάνος είχε αναγνωρίσει την ελληνική ανεξαρτησία (Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, Ιούλιος 1832).
Ο εορτασμός «εἰς τὸ διηνεκὲς» της Επανάστασης την 25η Μαρτίου καθιερώθηκε το 1838 με το Βασιλικό Διάταγμα 980 / 15(27)-3-1838 της Κυβέρνησης Όθωνος και συγκεκριμένα του Γεώργιου Γλαράκη, γραμματέα της Επικρατείας (υπουργού) επί των Εκκλησιαστικών, Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Εσωτερικών.
Ο πρώτος εορτασμός έγινε στον Ιερό Ναό της Αγίας Ειρήνης στην Αθήνα, όπου συμμετείχαν ο Βασιλιάς Όθωνας και η Βασίλισσα Αμαλία, πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και πλήθος λαού.
Με πληροφορίες από Brittanica, Wikipedia