Σε απάντηση της σχετικής Ερώτησης, που κατέθεσε ο Βουλευτής κ. Κωνσταντίνος
Μπούμπας με θέμα «Σύστημα Ανταμοιβών Πτυχιούχων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και
Μετατάξεις στα στελέχη “ΕΜΘ” & “ΕΠΟΠ”», σας γνωρίζω τα ακόλουθα:
Κατ’ αρχάς η Στρατιωτική Υπηρεσία ενθαρρύνει και προτρέπει όλα ανεξαιρέτως τα
στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων να διευρύνουν τις ακαδημαϊκές τους γνώσεις
διευκολύνοντάς τα μάλιστα, στο μέτρο του εφικτού, κατά την διάρκεια των
σπουδών τους.
Αναφορικά με τους ΕΠOΠ, σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο, αυτοί
εξελίσσονται βαθμολογικά μέχρι το βαθμό του Αρχιλοχία και αντιστοίχων των
λοιπών Κλάδων, χωρίς να υφίσταται κάποια διάκριση μεταξύ πτυχιούχων ΑΕΙ και
μη, ενώ δύναται να προαχθούν σε Ανθυπασπιστές μόνο επ’ ανδραγαθία.
Η εκπαίδευση και η επιμόρφωσή των ΕΠΟΠ ρυθμίζονται με αποφάσεις των Αρχηγών
των οικείων Γενικών Επιτελείων και στοχεύουν στη βελτίωση των πρακτικών τους
γνώσεων και την ενημέρωσή τους επί των εκάστοτε τεχνολογικών εξελίξεων, καθότι
αυτοί προσλαμβάνονται για την αντιμετώπιση των αναγκών των ΕΔ σε κατώτερα
στελέχη, προκειμένου να καλυφθούν θέσεις επιχειρησιακών και τεχνικών
ειδικοτήτων, οι οποίες απαιτούν σημαντική εξειδίκευση.
Συγχρόνως, οι ΕΜΘ εξελίσσονται βαθμολογικά μέχρι το βαθμό του Ανθυπολοχαγού
και αντιστοίχων, ανεξαρτήτως με το επίπεδο των γραμματικών τους γνώσεων, ενώ
καθίσταται δυνατή η απονομή του αποστρατευτικού βαθμού του Υπολοχαγού και
αντιστοίχων των λοιπών κλάδων, χωρίς να υφίσταται σχετική αναφορά περί κτήσης
ή μη πτυχίου ΑΕΙ.
Διευκρινίζεται ότι, κατά την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 4 του ν.2936/2001
(Α΄ 166), η απονομή του αποστρατευτικού βαθμού του Υπολοχαγού στους ΕΜΘ
εισήχθη για λόγους αποκατάστασης της ίσης μεταχείρισης στελεχών όμοιας
προέλευσης, και ειδικότερα για την άμβλυνση της διαφορετικής μεταχείρισης με
τις εθελόντριες που κατετάγησαν βάσει του ν.705/1977 (Α΄ 279) και διέπονται
από το άρθρο 13 του ν.3257/2004 (Α΄ 143).
Συναφώς, οι ανωτέρω διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις ορθώς υφίστανται,
καθόσον οι εν λόγω κατηγορίες στρατιωτικού προσωπικού είναι εκ προελεύσεως και
υπηρεσιακής αξιοποίησης διακριτές από τους αποφοίτους ΑΣΣΥ και ο σκοπός
σύστασης τους, όπως απορρέει από το θεσμικό πλαίσιο που τους διέπει, είναι η
κάλυψη συγκεκριμένων υπηρεσιακών αναγκών στελέχωσης με αξιόμαχο προσωπικό, οι
οποίες αποτέλεσαν και τον άξονα για τη χάραξη του σταδιοδρομικού τους
ορίζοντα.
Παρά ταύτα, κρίνεται σκόπιμο όπως συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι, δυνάμει του
άρθρου 9 παρ. 2 του ν.3883/2010 (Α΄ 167), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, οι
ΕΜΘ και οι ΕΠΟΠ κάτοχοι πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, πανεπιστημιακού ή
τεχνολογικού τομέα, δύναται να μεταταχθούν στο Σώμα Μονίμων Υπαξιωματικών,
προς κάλυψη κενών οργανικών θέσεων του βαθμού, τον οποίο φέρουν, και με
ειδικότητα που προσιδιάζει στον τίτλο σπουδών τους. Στην προκειμένη περίπτωση,
έπειτα από προκήρυξη και θεσμοθετημένη επιλογική διαδικασία, οι μεταταγέντες
εγγράφονται στην επετηρίδα της νέας ειδικότητας τους μετά τους υπηρετούντες
ομοιόβαθμους τους και εξομοιώνονται πλήρως με τους τελευταίους ως προς τις
υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους, πλην αυτών της μετάταξης.
Εν κατακλείδι, ευχερώς συνάγεται ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο εξασφαλίζει την
έμπρακτη επιβράβευση των στελεχών με επιπρόσθετες σπουδές και γνώσεις, χωρίς
διακρίσεις και ανεξάρτητα από το θεσμό προέλευσής τους, γεγονός που παρέχει
πραγματικές δυνατότητες αναβάθμισης της επιχειρησιακής και διοικητικής τους
εξέλιξης, ενώ παράλληλα η αντιμετώπιση των σταδιοδρομικώ ν τους θεμάτων κατά
τρόπο διαφορετικό, δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας.