Το θωρηκτό «Σαλαμίς» όσο και το αδελφό του σκάφος «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» ήταν
δύο θωρηκτά που παράγγειλε η Ελλάδα από τα γερμανικά ναυπηγεία AG Vulcan το
1912. Πανίσχυρα από θωράκιση και με οπλισμό με πυροβόλα των 356 χλστ. εάν
εντάσσονταν στο Ελληνικό Ναυτικό το 1916 και 1916 αντίστοιχα τότε η κυριαρχία
του στο Αιγαίο απέναντι στο τουρκικό Ναυτικό θα ήταν απόλυτη και καταλυτική.
Δυστυχώς όμως δεν έμελλε να γίνει έτσι. Η Ελλάδα δαπάνησε 480.000 λίρες χωρίς
δει τα πλοία ούτε σε φωτογραφία.
Μετά το ένδοξο πέρας των Βαλκανικών Πολέμων το Ελληνικό Ναυτικό ήταν ο
κυρίαρχος του Αιγαίου. Ωστόσο οι Τούρκοι δεν είχαν σκοπό να αποδεχτούν την
ήττα τους και αποφάσισαν να αγοράσουν ένα πανίσχυρο θωρηκτό, το οποίο
κατασκευάζονταν στη Βρετανία, για λογαριασμό της Βραζιλίας, με την οποία είχαν
έρθει σε συμφωνία οι Τούρκοι για να το αγοράσουν.
Προ του ενδεχομένου αυτού το Ελληνικό Ναυτικό αποφάσισε να προχωρήσει στην
παραγγελία δύο νέων θωρηκτών τύπου dreadnought. Στον διαγωνισμό
προτάσεις κατέθεσαν δέκα βρετανικά ναυπηγεία, τέσσερα γαλλικά, τρία γερμανικά,
τρία αμερικανικά, ένα αυστριακό και δυο ιταλικά.
Οι Βρετανοί ήλπιζαν να πάρουν τη δουλειά με ένα από τα ναυπηγεία τους,
εξαιτίας των καλών σχέσεων μεταξύ του Ελληνικού και του Βρετανικού Ναυτικού,
πλην όμως ούτε η τιμή ούτε τα όπλα εντυπωσίασαν την ελληνικά πλευρά.
Αν και το πόρισμα της επιτροπής ανέφερε πως το σχέδιο της Vickers ήταν το
καλύτερο η πρόταση για τον οπλισμό ήταν κατώτερη ενώ το σχέδιο των ναυπηγείων
της Armstrong-Whitworth ήταν το ακριβότερο από όλες τις προτάσεις.
Τελικά τη δουλειά την πήραν οι Γερμανοί που προσέφεραν μια αν όχι την πλέον
οικονομική πρόταση και η παραγγελία ανατέθηκε στα ναυπηγεία AG Vulcanτου
Αμβούργου το 1912.
Η σχεδίαση του νέου πλοίου το οποίο αποφασίστηκε να ονομαστεί «Σαλαμίς», ενώ
το δεύτερο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» υπέστη πολλές αλλαγές εξαιτίας αντίστοιχων
αλλαγών στο τουρκικό εξοπλιστικό πρόγραμμα. Τα πρώτα σχέδια μιλούσαν για ένα
σκάφος εκτοπίσματος 13.500 τόνων και με οπλισμό 6 πυροβόλων των 14 ιντσών (356
χλστ.) σε τρείς δίδυμους πύργους.
Τελικά η τελική διαμόρφωση του σκάφους ήταν στους 19.500 τόνους, μήκος 173
μέτρων και κύριο οπλισμό 8 πυροβόλων των 14 ιντσών σε 4 δίδυμους πύργους.
Ο δευτερεύον οπλισμός θα αποτελείτο από 12 πυροβόλα των 6in, τοποθετημένα κατά
μήκος της υπερκατασκευής, 12 ταχυβόλα των 75χλστ. και 5 τορπιλοβλητικούς
σωλήνες των 500 χλστ. Το σκάφος θα κινούσαν ατμοστρόβιλοι AEG, συνολικής
ιπποδύναμης 40.000 Ίππων.
Σε ότι αφορά τις επιδόσεις του το «Σαλαμίς» θα είχε μέγιστη ταχύτητα 23 κόμβων
την υψηλότερη από κάθε άλλο πλοίο της κατηγορίας του.
Για να γίνει αντιληπτή η διαφορά αυτού του θηριώδους σκάφους (ακόμη και για τα
σημερινά δεδομένα) το θωρηκτό Αβέρωφ το οποίο είχε ενταχθεί σε υπηρεσία
το 1911 είχε εκτόπισμα 10.118 τόνων, μήκος 140 μέτρων και κύριο οπλισμό 4
πυροβόλα των 9,2 ιντσών (234 χλστ.).
Οι συνεχείς όμως αυτές αλλαγές στις προδιαγραφές του σκάφους θα κόστιζαν
αργότερα στο ίδιο το σκάφος. Έτσι η ναυπήγησή του ξεκίνησε καθυστερημένα στις
23 Ιουλίου του 1913 και η καθέλκυση του πραγματοποιήθηκε στις 11 Νοεμβρίου του
1914 με χρονοδιάγραμμα παράδοσης στο Ελληνικό Ναυτικό το Μάρτιο του 1915 και
κόστος 1.693.000 £.
Η παύση της ναυπήγησης
Δυστυχώς όμως η έκρηξη του Α΄ΠΠ (τον Ιούλιο του 1914) είχε ως αποτέλεσμα τη
διακοπή των εργασιών τον Δεκέμβριο του 1914. Βασικός λόγος για την παύση των
εργασιών ήταν και η αδυναμία τοποθέτησης του οπλισμού, και της θωράκισης καθώς
αυτά είχαν παραγγελθεί από την εταιρεία Bethlehem Steel των ΗΠΑ και δεν
μπορούσαν να παραδοθούν εξαιτίας του ναυτικού αποκλεισμού των Βρετανών στη
Γερμανία. Ταυτόχρονα ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό και πρώτες ύλες
καθώς υπήρχαν πλέον άλλες προτεραιότητες για τη Γερμανία αποτέλεσαν ένα
ακόμη παράγοντα για την παύση των εργασιών αποπεράτωσης της ναυπήγησης.
Μέχρι και εκείνη τη στιγμή η Ελλάδα είχε καταβάλει στην AG Vulcan 450.000 από
το 1,7 περίπου εκατ. £. Η αμερικανική εταιρεία Bethlehem είχε αρνηθεί να
προχωρήσει σε παράδοση του οπλισμού και επί ελληνικού εδάφους, πιθανότατα
γιατί θα πληρωνόταν από τα γερμανικά ναυπηγεία τα οποία δεν είχαν εξοφληθεί,
(και δικαίως) αφού αδυνατούσαν να παραδώσουν το τελικό προϊόν.
Η Γερμανία χρησιμοποίησε το σκαρί του «Σαλαμίς» ως πλωτό φράγμα στο Κίελο
μέχρι το τέλος του πολέμου, χωρίς να υποστεί κάποια ζημιά, αν και άλλοι
ιστορικοί αναφέρουν ότι το ημιτελές πλοίο δεν έφυγε ποτέ από το Αμβούργο.
Επίσης αναφορές ότι το πλοίο ήταν έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το γερμανικό
Ναυτικό το 1916, επίσης δεν ευσταθούν καθώς οι Γερμανοί δεν χρησιμοποιούσαν το
συγκεκριμένο διαμέτρημα που είχε επιλεγεί για το «Σαλαμίς», ούτε και τις
διαστάσεις των πύργων. Οι βρετανικές ανησυχίες έτσι καθησυχάστηκαν αφού το…
γερμανικό «Σαλαμίς» δεν θα εμφανιζόταν ποτέ στη ναυμαχία της
Γιουτλάνδης (31 Μαίου-1 Ιουνίου 1916).
Η δικαστική διελκυστίνδα και το άδοξο τέλος
Μετά τη λήξη του πολέμου το Ελληνικό Ναυτικό αρνήθηκε την παραλαβή του πλοίου
και η AG Vulcan μήνυσε την ελληνική κυβέρνηση το 1923. Η Ελλάδα επέμενε ότι το
1922-23 δέκα χρόνια μετά τη αρχή της σχεδίασής του το σκάφος ήταν ήδη
παρωχημένο, ενώ και βάση της Συνθήκης των Βερσαλλιών τα γερμανικά ναυπηγεία δε
θα μπορούσαν ποτέ να τοποθετήσουν οπλισμό επάνω στο σκάφος, ενώ παράλληλα
ζήτησε την επιστροφή της προκαταβολής των 450.000 λιρών.
Η διαφωνία κατέληξε στο κοινό ελληνο-γερμανικό διαιτητικό δικαστήριο. Το 1924
ένας Ολλανδός ναύαρχος στον οποίο ανατέθηκε από το δικαστήριο να εξετάσει τους
ελληνικούς ισχυρισμού τάχθηκε υπέρ της θέσης της AG Vulcan, κυριότερα για το
λόγο ότι το Ελληνικό Ναυτικό είχε ζητήσει στο μεταξύ από τα γερμανικά
ναυπηγεία σχέδια εκσυγχρονισμού του σκάφους.
Αυτά παρουσιάστηκαν αλλά δεν ικανοποίησαν την ελληνική πλευρά. Το 1928 με την
επικείμενη εισαγωγή σε υπηρεσία του τουρκικού θωρηκτού Yavuz, το Ελληνικό
Ναυτικό φάνηκε προς στιγμή να εξετάζει πρόταση της AG Vulcan, αφού πρώτα το
πλοίο θα υποβάλλετο σε πρόγραμμα εκσυγχρονισμού. Το κόστος θα καλυπτόταν από
τις πολεμικές επανορθώσεις της Γερμανίας προς την Ελλάδα για τα έτη 1928,
μέχρι το 1930 και μέρος του 1931.
Ο υπουργός Ναυτικών Περικλής Αργυρόπουλος ήταν υπέρ της λύσης, επικαλούμενος
σχετικές μελέτες ότι το «Σαλαμίς» υπερτερούσε έναντι του Yavouz σε αρκετές
κρίσιμες παραμέτρους.
Την ίδια περίοδο όμως ο πλοίαρχος Ανδρέας Κολιαλέξης ο οποίος αντιτίθετο στην
απόκτηση του Σαλαμίς έγραψε μια μελέτη με αποδέκτη τον πρωθυπουργό Ελευθέριο
Βενιζέλο στην οποία ανέφερε ότι η αποπεράτωση του «Σαλαμίς» θα έπαιρνε
ιδιαίτερα πολύ χρόνο και πως αντίθετα θα ήταν καλύτερο η απόκτηση ενός
στολίσκου τορπιλοβόλων και υποβρυχίων.
Ο Ε.Βενιζέλος αποφάσισε ότι η ολοκλήρωση του «Σαλαμίς» θα κόστιζε πολύ
περισσότερο, ενώ θα απέκλειε την απόκτηση αριθμού αντιτορπιλικών και της
δημιουργίας Ναυτικής Αεροπορίας. Σε ότι αφορά την αντιμετώπιση του Yavouz αυτή
θα την αναλάμβαναν τα δύο παλαιά θωρηκτά Κιλκίς και Λήμνος, σε ότι αφορά την
άμυνα ακτών.
Τελικά στις 23 Απριλίου 1932 συμφωνήθηκε η καταβολή από την ελληνική κυβέρνηση
30.000 επιπλέον λιρών, με το πλοίο να περιέχεται στην ιδιοκτησία της AG
Vulcan και το πλοίο να διαλύεται για λίγο αργότερα στη Βρέμη.
Εάν στις 30.000 λίρες προστεθεί και το ποσό των 450.000 λιρών που είχε ήδη
καταβληθεί (εάν ισχύει η πληροφορία) τότε η Ελλάδα πλήρωσε 480.000 λίρες, για
ένα λοίο που δεν παρέλαβε ποτέ ούτε καν είδε από… μακριά. Την ίδια τύχη
είχε και το δεύτερο θωρηκτό της ίδιας κλάσης το «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» η
ναυπήγηση του οποίου είχε και αυτή ξεκινήσει αν και βρισκόταν σε πιο πρώιμο
στάδιο.