Πριν λίγες ημέρες, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία πραγματοποιούσαν κοινή άσκηση στην Ανατολική Μεσόγειο. Ένα 24ωρο αργότερα η Ουάσιγκτον κατήγγειλε δημόσια την Άγκυρα ότι υπονομεύει τη Δημοκρατία με την προσπάθεια της να θέσει εκτός νόμου το φιλοκουρδικό κόμμα HDP, με το πρόσχημα ότι διατηρεί σχέσεις με το PKK.
Αυτή η, εκ πρώτης όψεως, ανακόλουθη προσέγγιση εκ μέρους των ΗΠΑ, δεν θα έπρεπε να προκαλεί εντύπωση. Στην πρώτη περίπτωση, η διεξαγωγή κοινής άσκησης εντάσσεται στην πάγια πολιτική των Αμερικανών για τήρηση ίσων αποστάσεων μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ και στη δεύτερη, η καταγγελία, εντάσσεται στο πλαίσιο μιας επικοινωνιακής στρατηγικής για ικανοποίηση του κουρδικού αισθήματος, οι οποίοι άλλωστε πλήρωσαν μεγάλο φόρο αίματος στη μάχη κατά της τρομοκρατίας.
Επιχειρώντας, εντούτοις, μια πιο βαθιά ανάλυση στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία, με αφορμή και την αλλαγή ενοίκου στον Λευκό Οίκο, θα έλεγε κανείς πως ο πρόεδρος Biden ξεκίνησε την προεδρία του ακολουθώντας μια κυρίως πιο σκληρή γραμμή προς τη Τουρκία, τόσο σε σχέση με τον προκάτοχό του, όσο και σε σχέση με προηγούμενους Προέδρους, από τον χώρο των Δημοκρατικών.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα της προεδρίας του στις ΗΠΑ, ο Biden συνομίλησε με προέδρους και ηγέτες άλλων χωρών είτε στο πλαίσιο κλήσεων «ρουτίνας» και εθιμοτυπίας είτε για συγκεκριμένα ζητήματα. Από το πρωτόκολλο ωστόσο εξαιρέθηκε ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Δεν έλαβε ποτέ τέτοιο τηλεφώνημα. Σύμφωνα με αναλυτές η σιωπηρή αυτή τηλεφωνική γραμμή είναι αποτέλεσμα της αντιπαλότητας που δημιουργήθηκε μεταξύ των δύο χωρών, κυρίως, λόγω του γεγονότος πως η Τουρκία προχώρησε στην προμήθεια ρωσικού συστήματος αεράμυνας και επιπρόσθετα «πρόδωσε» τις Ηνωμένες Πολιτείες επί συριακού εδάφους συμμαχώντας με τη Ρωσία προκειμένου να αποκτήσει έλεγχο στη συνοριακή μεθόριο, προετοιμάζοντας παράλληλα και τις επόμενες κινήσεις στρατηγικής στην περιοχή.
Οι δεσμεύσεις Biden
Ο πρόεδρος Biden, ο οποίος, σύμφωνα με αναλυτές, το 2016 προσπάθησε να βελτιώσει τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας (οι οποίες είχαν κατέλθει σε ιδιαίτερα χαμηλό σημείο μετα την απόπειρα πραξικοπήματος) υποσχέθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της θητείας του θα δώσει προτεραιότητα στην προώθηση της Δημοκρατίας.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, πρόσφατα, εκατόν εβδομήντα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων, υπέγραψαν μια διακομματική επιστολή η οποία εστάλη στον Antony Blinken, τον Υπουργό Εξωτερικών, προτρέποντας την κυβέρνηση του προέδρου Joe Biden, να εξετάσει τα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, διαμορφώνοντας μια ανάλογα αυστηρή πολιτική απέναντι της. Οι αντιπρόσωποι χαρακτήρισαν τα θέματα αυτά ως προβληματικής φύσεως. Στην επιστολή τους ημερομηνίας 26 Φεβρουαρίου 2021, σημειώνουν ότι η Τουρκία υπήρξε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών, σημαντικός εταίρος των ΗΠΑ, αλλά η κυβέρνηση του Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν έχει ωθήσει τη σχέση των δύο πλευρών σε ένταση εξαιτίας της οπισθοδρόμησης σε θέματα δημοκρατίας και κατάφορης παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η επιστολή της Βουλής των Αντιπροσώπων ήρθε μετά από την έκκληση 54 γερουσιαστών των ΗΠΑ, προς τον Προέδρο Joe Biden να εστιάσει στην εχθρική συμπεριφορά του Τούρκου Προέδρου και στη δημοκρατική οπισθοδρόμηση της Άγκυρας. Στη δική τους επιστολή, οι γερουσιαστές κατηγορούν τον Πρόεδρο Ερντογάν, για φίμωση της ελευθεροτυπίας, περιθωριοποίηση της εγχώριας αντιπολίτευσης, παραμερισμό ανεξάρτητων δικαστών και φυλάκιση δημοσιογράφων. Προτρέπουν, επίσης, την κυβέρνηση του Προέδρου Joe Biden να πιέσει τον Ερντογάν και την κυβέρνησή του για την άμεση απελευθέρωση των κρατουμένων συνείδησης και των πολιτικών κρατουμένων, τον τερματισμό της καταστολής των αντιφρονούντων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, καθώς και προς την αντιστροφή της αυταρχικής πορείας. Είναι σαφές πως και οι δύο επιστολές εισηγούνται αυστηρότερη δράση κατά της Τουρκίας.
Στρατηγικοί εταίροι μεν, αλλά…
Στην τελετή διαβεβαίωσής του, ο Antony Blinken, Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, χαρακτήρισε μεν την Τουρκία ως ένα στρατηγικό εταίρο των ΗΠΑ αλλά επέκρινε την Άγκυρα για την ευθυγράμμισή της με έναν από τους μεγαλύτερους στρατηγικούς ανταγωνιστές μέσω της αγοράς του ρωσικού πυραυλικού συστήματος επιφάνειας-αέρος S-400. Κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου, τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, ο Blinken επανέλαβε τις ανησυχίες του έναντι των S-400, προτρέποντας την Τουρκία να εγκαταλείψει το ρωσικό σύστημα. Τόνισε επίσης τη σημασία του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της διακυβέρνησης χωρίς αποκλεισμούς αλλά με δημοκρατικούς θεσμούς. Το υπουργείο Εξωτερικών ακολουθώντας τη γραμμή του Blinken καταδίκασε μέσω του εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών, Ned Price, τη ρητορική του Suleyman Soylu κατά της κοινότητας LGBTI/ΛΟΑΤΚΙ.
Ο Ερντογάν στην πάροδο των ετών, έχει επιρρίψει ευθύνες στις ΗΠΑ για την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Θεωρεί επίσης πως, οι ΗΠΑ έχουν περισσότερο ανάγκη την Τουρκία, παρά η Τουρκία τις ΗΠΑ, και έχει δώσει σαφείς ενδείξεις για την πρόθεσή της να αξιοποιήσει γενικά τη γεωστρατηγικής της θέση αλλά και πιο συγκεκριμένα τη βάση στο Ιντζιρλίκ ως μέσο άσκησης πίεσης. Ωστόσο, σύμφωνα με την τουρκική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον, η Άγκυρα αποδίδει χαρακτηρισμό «ύψιστης σημασίας» στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και είναι πρόθυμη να εργαστεί για την ενίσχυση των δεσμών με τη κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάντεν. Ο Τούρκος Πρόεδρος, σε τηλεοπτική του εμφάνιση, εξέφρασε την πεποίθεση ότι τα κοινά συμφέροντα με τις Ηνωμένες Πολιτείες ξεπερνούν κατά πολύ τις διαφορές απόψεων που υπάρχουν και ότι η Άγκυρα θέλει να ενισχύσει τη σχέση μεταξύ τους με «μακροπρόθεσμη προοπτική στη βάση αμοιβαίου κέρδους (win-win)».
Ο Ερντογάν παραδέχθηκε ότι οι σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ δοκιμάστηκαν πρόσφατα σε σοβαρό βαθμό αλλά η κυβέρνησή του θα συνεχίσει να διαδραματίζει τον ρόλο της με τρόπο αντάξιο των στρατηγικών και συμμαχικών δεσμών συνεργασίας που υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών. Μπορεί η Τουρκία να επιθυμεί να βελτιώσει τους δεσμούς της με τη διακυβέρνηση του προέδρου Biden, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε πρόσφατα να καλέσει τις ΗΠΑ να τερματίσουν την υποστήριξή τους προς το κουρδικό YPG στη Συρία. Κατηγόρησαν δε τις ΗΠΑ ότι πήραν το μέρος μαχητών που πιστεύεται ότι εκτέλεσαν δεκατρείς Τούρκους στο Βόρειο Ιράκ.
Ο επικίνδυνος τουρκικός επεκτατισμός
Εκτός από τη σχέση της με τις ΗΠΑ, η Τουρκία έχει μια προκλητική, απειλητική και επικίνδυνα επεκτατική πολιτική εναντίον όλων των γειτόνων της. Η Τουρκία, υπό την προεδρία του Ερντογάν, παρενέβη στρατιωτικά στη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη και τον Καύκασο, ενώ ίδρυσε στρατιωτικές βάσεις στο Κατάρ και τη Σομαλία και προσπαθεί να επεκτείνει την επιρροή της στην Ερυθρά θάλασσα. Η Τουρκία βοήθησε επίσης τον στενό σύμμαχο της το Αζερμπαϊτζάν εναντίον της Αρμενίας. Με την Ελλάδα, διατηρεί μια σχέση που χαρακτηρίζεται από εναλλασσόμενες περιόδους φιλικής (επιθετικής φιλίας) και εχθρικής προσέγγισης (μεγάλης διάρκειας). Πρόσφατα, σημειώθηκε αύξηση της στρατιωτικής έντασης ως αποτέλεσμα της στάσης που τηρεί σε σχέση με τις θαλάσσιες ζώνες του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Ακόμη ένα παράδειγμα είναι η Κύπρος. Η συνεχιζόμενη εισβολή στο νησί από το 1974, η πρόσφατη παραβίαση του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τα Βαρώσια, η παράνομη δραστηριοποίηση στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου και οι παρεμβάσεις της που εξακολουθούν να εμποδίζουν την πρόοδο προς την επίτευξη λύσης. Στη σταθερή αντιπαράθεση με την Ελλάδα και Κύπρο έχουν προστεθεί και οι ενεργειακές διαφορές και οι γεωπολιτικές εντάσεις με άλλες χώρες όπως η Αίγυπτος, η Γαλλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ο Μπομπ Μενέντεζ, Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, κάλεσε πολλές φορές τις ΗΠΑ να επιδείξουν σθεναρή στάση έναντι της τουρκικής επιθετικότητας στην Κύπρο. Τις προέτρεψε να υπερασπιστούν το δικαίωμα της Κύπρου για εκμετάλλευση των ενεργειακών της πόρων. Κατηγόρησε επίσης την Τουρκία ότι παρεμποδίζει την πρόοδο για την ειρήνη και υποστήριξε ότι εάν δεν υπήρχε η παρέμβαση της, θα μπορούσε να υπάρξει ειρήνη μεταξύ των δύο κοινοτήτων και ένα καλύτερο μέλλον. Δήλωσε επίσης ότι η Τουρκία αποτελεί πηγή αστάθειας στο νησί με κινήσεις, όπως το άνοιγμα των Βαρωσίων για οικονομική εκμετάλλευση, η παράνομη δραστηριότητα στην Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομικής Ζώνης, η αποστολή Τούρκων υπηκόων στον βορρα με σκοπό την αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα της Κύπρου και μια συμπεριφορά που γενικά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επαίσχυντη.
Αυτή η συμπεριφορά έχει τεράστιες επιπτώσεις και στην Ευρώπη
Η απόφαση της Τουρκίας για τους S-400 και η αντίδραση των ΗΠΑ με την εφαρμογή του ομοσπονδιακού νόμου CAATSA και τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στις 14 Δεκεμβρίου 2020, έχουν αντίκτυπο στη συνοχή του ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή άμυνα. Η θέση της Ουάσιγκτον ενάντια στη δεύτερη γραμμή του Turk Stream και η διαμάχη για τον Nord Stream 2 έχει αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στις ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας αλλά και στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Η στάση στη Συρία, στη Λιβύη και στην Ανατολική Μεσόγειο θα διαμορφώσει το ζήτημα της μετανάστευσης και την εσωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι πολύπλοκες αυτές κρίσεις δεν μπορούν να διαχωριστούν και ο συντονισμός των δράσεων ΗΠΑ-ΕΕ είναι ιδιαίτερα σημαντικός.
Η κυβέρνηση Biden υποστηρίζει ότι μπορεί να καταστήσει υπόλογη την Τουρκία σε θέματα υπονόμευσης των δημοκρατικών αξιών ως επίσης και στη διατήρηση της ευθυγράμμισής της με τις αρχές και θέσεις του ΝΑΤΟ σε κρίσιμα ζητήματα. Ωστόσο, εάν η Τουρκία δεν αλλάξει τη προσέγγισή της, οι ΗΠΑ θα πρέπει να ενισχύσουν την κριτική και τη σκλήρη τους στάση έναντι στο καθεστώς του Ερντογάν. Για παράδειγμα, εκτός από τις κυρώσεις υπό τον CAATSA, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον νόμο Global Magnitsky Human Rights Accountability Act και να επιβάλουν κυρώσεις σε Τούρκους αξιωματούχους που εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς, κατάχρησης εξουσιών και καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπρόσθετα, οι ΗΠΑ θα πρέπει να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις για να αντισταθμίσουν τον γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας, καθώς η χώρα αυτή έχει καταστεί λιγότερο σταθερή και λιγότερο φιλική απέναντί τους. Πιθανές εναλλακτικές λύσεις θα μπορούσαν να εξεταστούν και για το Incirlik. Κτίζοντας πάνω στον νόμο Eastern Mediterranean Security and Partnership του 2019, οι ΗΠΑ θα πρέπει επίσης να εξετάσουν τα πλεονεκτήματα που θα προκύψουν από μια ενεργή συνεισφορά της σε ένα νέο εναλλακτικό σύστημα ασφάλειας που θα δημιουργηθεί με δημοκρατικά κράτη στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ, βασικοί σύμμαχοι και εταίροι στην περιοχή.
*Ο Ηλίας Γ. Χατζηκουμής είναι μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Σπουδών, ειδικός σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας και ασφάλειας