Η μεγάλη στροφή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η απροβλεψιμότητα που
έχουν επιφέρει οι «αιφνιδιασμοί» της Ουάσιγκτον σε Αφγανιστάν και στον
Ειρηνικό, έχουν σημάνει συναγερμό στην Αθήνα και βάρυναν στην απόφαση να
επισπευσθεί με κάθε τρόπο η υπογραφή του τροποποιητικού Πρωτοκόλλου της
Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA).
Στην επιλογή αυτή βαρύνοντα ρόλο έπαιξε και η διαφαινόμενη αλλαγή κλίματος
στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, καθώς εκτιμήθηκε ότι δεν πρέπει να χαθεί το
θετικό μομέντουμ που έχει διαμορφωθεί στην Ουάσιγκτον για τις ελληνικές θέσεις
και για την ανάγκη αποφυγής προκλήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η νέα ανανέωση η οποία θα υπογραφεί από τον Υπουργό Εξωτερικών Ν. Δένδια στις
14 Οκτωβρίου στην Ουάσιγκτον, όπου θα έχει και συνάντηση και με τον Αμερικανό
ομόλογο του Α. Μπλίνκεν, θα έχει πενταετή διάρκεια, καθώς η ελληνική κυβέρνηση
επέλεξε να ικανοποιήσει το πάγιο αίτημα των Αμερικανών για αλλαγή της πάγιας,
ετήσιας ανανέωσης της MDCA. Με το επιχείρημα βεβαίως ότι η ετήσια ανανέωση δεν
επέτρεπε την προώθηση και έγκριση επενδυτικών σχεδίων, για επέκταση και
εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων των αμερικανικών Βάσεων στην Ελλάδα.
Η ετήσια ανανέωση είχε επιλεγεί από της ελληνικές κυβερνήσεις και για λόγους
κυρίως ψυχολογικούς, ώστε να μη δίνεται η εντύπωση «μόνιμης παράδοσης» των
διευκολύνσεων στους Αμερικανούς χωρίς να είναι ξεκάθαρος ο προσανατολισμός της
αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής… Βεβαίως, είναι προφανές ότι ακόμη και όταν
οι επιλογές των Αμερικανών δεν ήταν συμβατοί με την ελληνική εξωτερική
πολιτική, ούτε η λειτουργία των Βάσεων εμποδίστηκε ούτε η MDCA έμεινε χωρίς να
ανανεωθεί.
Η χρονική επέκταση της Συμφωνίας είχε διασυνδεθεί με την επιδίωξη της Ελλάδας
να αποσπάσει πρόσθετα ανταλλάγματα από τους Αμερικανούς τόσο σε ό,τι αφορά τη
συνδρομή σε αμυντικό υλικό, αλλά κυρίως σε πολιτικό επίπεδο.
Από μόνη της η ανανέωση της MDCA και με δεδομένο το όλο πλαίσιο το οποίο έχει
διαμορφωθεί τα τελευταία δυο χρόνια με το East Med Act και το νομοσχέδιο
Μενέντεζ, αλλά και με την πρόσφατη επιστολή Πομπέο, προσφέρουν μια πολύ ισχυρή
στήριξη στην Αθήνα σε μια περίοδο που οι απειλές ασφαλείας πυκνώνουν, οι
ισορροπίες ανατρέπονται και οι συμμαχίες αμφισβητούνται.
Η Αθήνα επεδίωκε να υπάρξει γεωγραφική διεύρυνση της Συμφωνίας ώστε εκτός από
τη Σούδα, Λάρισα, Βόλο, Αλεξανδρούπολη να καλύψει και άλλες περιοχές μεταξύ
αυτών και «ευαίσθητων» για την Ελλάδα, όπως η Καβάλα και η Ξάνθη και κυρίως η
Σκύρος.
Οι πρώτοι υπαινιγμοί για το ενδεχόμενο κάλυψης και άλλων νησιών του Αιγαίου
απορρίφθηκαν από την πρώτη στιγμή, ενώ και για την Σκύρο αποδείχθηκε ότι δεν
ήταν καθόλου εύκολο να πεισθούν οι Αμερικανοί, καθώς διαφάνηκε η γνωστή
πρόθεση να αποφύγουν την οποιαδήποτε εμπλοκή στα ελληνοτουρκικά…
Όμως και το αρχικό αίτημα της Αθήνας να υπάρξει στο προοίμιο ειδική αναφορά
που θα συμπεριλάμβανε τις εγγυήσεις ασφαλείας που ζητά η χώρα μας δεν έγινε
αποδεκτό. Και ακόμη μέχρι την τελευταία στιγμή υπάρχει διαπραγμάτευση για να
υπάρξει υπό μορφή ANNEX αναφορά στα θέματα αυτά ή για μια νέα επιστολή, αυτή
τη φορά του Α. Μπλίνκεν στο πρότυπο της επιστολής Πομπέο του 2019.
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές όλα εξαρτώνται από το πόσο ισχυρή θα είναι η
αμερικανική δήλωση σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο οπότε θα υπάρξει επιστολή, σε
διαφορετική περίπτωση θα υπάρχει παράρτημα στη Συμφωνία που θα είναι
περισσότερο τεχνοκρατικού χαρακτήρα.
Πάντως, κάποιες υπεραισιόδοξες αρχικά επιδιώξεις της Αθήνας προσέκρουσαν και
στο ιδιαίτερο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις συμφωνίες αυτές, που απαιτούν
πρόσθετες αποφάσεις των αμερικανικών νομοθετικών σωμάτων αλλά και έγκριση από
το πολυδαίδαλο και δυσκίνητο γραφειοκρατικό σύστημα των Διευθύνσεων του
Αμερικανικού Πενταγώνου.
Στην Ουάσιγκτον θα πραγματοποιηθεί στις 14 Οκτωβρίου και ο Στρατηγικός
Διάλογος μεταξύ των δυο χωρών, που περιλαμβάνει μια ευρεία γκάμα θεμάτων όπως
η Περιφερειακή Συνεργασία, η Άμυνα και Ασφάλεια, η αντιμετώπιση της
τρομοκρατίας, το εμπόριο και οι Επενδύσεις, η Ενέργεια, η Πολιτιστική
Συνεργασία, αλλά και το Περιβάλλον. Μια διαδικασία που επιβεβαιώνει το ισχυρό
πλαίσιο και το υψηλό επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδει η Αθήνα και στη διατήρηση του σχήματος της
συνεργασίας 3+1 (Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ + ΗΠΑ), που έχει σημαντικό γεωπολιτικό
αποτύπωμα.
Η συνάντηση έχει προγραμματισθεί για την επόμενη Παρασκευή στη Νέα Υόρκη και
ενδέχεται να γίνει μέσω τηλεδιάσκεψης με τη συμμετοχή της Αμερικανίδας
υφυπουργού Εξωτερικών Β. Νούλαντ. Για τη συνάντηση αυτή είχαν εκφρασθεί
ορισμένες επιφυλάξεις από την ισραηλινή πλευρά τόσο για το επίπεδο
εκπροσώπησης της αμερικανικής πλευράς αλλά και λόγω των ισορροπιών που ακόμη
αναζητούνται στις σχέσεις του Τελ Αβίβ με την Ουάσιγκτον, μετά την αλλαγή
κυβερνήσεων και στις δυο πρωτεύουσες.
Στις συναντήσεις και συνομιλίες που θα έχουν στη Νέα Υόρκη ο πρωθυπουργός Κ.
Μητσοτάκης και ο Υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας, πάντως θα έχουν πάντως ένα
πρόσθετο επιχείρημα σε ό,τι αφορά την Τουρκία. Καθώς ενώ και η Ε.Ε. και η
Ουάσιγκτον το προηγούμενο διάστημα έκαναν ειδική αναφορά στη «αποκλιμάκωση»
που έχει υπάρξει τους τελευταίους μήνες στην Ανατολική Μεσόγειο, η ρητορική
των τελευταίων εβδομάδων και η νέα πειρατική κίνηση της Άγκυρας με την
παρενόχληση του ερευνητικού σκάφους Nautical Geo, επιβεβαιώνουν την ελληνική
θέση ότι η αποκλιμάκωση πρέπει να είναι ειλικρινής και μόνιμη. Και ότι η
απειλή ασφαλείας δεν θα εξαλειφθεί, εάν η Τουρκία δεν εγκαταλείψει πλήρως την
αναθεωρητική πολιτική της και δεν δεχθεί την επίλυση των διαφορών στη βάση του
Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας.