Οι θετικοί ρυθµοί ανάπτυξης αναµένεται να ευνοήσουν ιδιαίτερα το ελαιόλαδο, τα γαλακτοκοµικά και το κρασί. Η ΠΑΓΚΟΣµΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, σύµφωνα µε την έκθεση της Κοµισιόν, θα ανακάµψει από το 2021, σηµειώνοντας µέχρι το 2030 ετήσιο µέσο ρυθµό ανάπτυξης κοντά στο 3%. Σε αυτό το µετριοπαθές σενάριο αναζητείται η στήριξη των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων της ΕΕ και ειδικά εκείνων µε υψηλή προστιθέµενη αξία, όπως ελαιόλαδο, γαλακτοκοµικά προϊόντα και κρασί. Η οικονοµία της ΕΕ αναµένεται ότι θα ανακάµψει στα επίπεδα πριν από το COVID-19 έως το 2023. Η τιµή του πετρελαίου, µετά την πτώση στα 41 δολάρια το βαρέλι, αναµένεται να φθάσει τα 83 δολάρια το 2030, µε την ισοτιµία στο ευρωδολάριο, στα 1,16 ευρώ.
ΣΤΑ ΣΙΤΗΡΑ οι εκτάσεις που θα καλλιεργηθούν βαίνουν µειούµενες µέχρι το 2030, µε το σιτάρι στο τέλος της δεκαετίας να καλύπτει λιγότερα κατά 1,6% στρέµµατα. Όσον αφορά το καλαµπόκι, η συνολική έκταση θα πρέπει να επεκταθεί σε ολόκληρη την ΕΕ και θα µπορούσε να φτάσει τα 8,8 εκατ. εκτάρια για να καλύψει την αυξανόµενη ζήτηση ζωοτροφών και βιοµηχανίας. Λόγω της αύξησης των αποδόσεων, η παραγωγή δηµητριακών αναµένεται να παραµείνει σταθερή στους 278,1 εκατ. τόνους. Η εγχώρια κατανάλωση δηµητριακών στην ΕΕ αναµένεται να σταθεροποιηθεί έως το 2030 και να φθάσει τους 260,4 εκατ. τόνους.
Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ της ΕΕ µέχρι το 2030 αναµένεται να αυξηθεί κατά 1,3% ετησίως, λόγω της αύξησης των αποδόσεων (+ 0,5% ετησίως). Αναµένεται περαιτέρω επένδυση σε εντατικά και υπερεντατικά συστήµατα. ∆ιαµορφώνεται ετήσια αύξηση της κατανάλωσης στην ΕΕ σταθερή στο + 0,2% έως το 2030 (σε σύγκριση µε το -2% το 2009-2019). Μέχρι το 2030, οι χώρες που δεν παράγουν την ΕΕ θα µπορούσαν να αντιπροσωπεύουν το 26% της συνολικής κατανάλωσης. Οι καθαρές εξαγωγές της ΕΕ θα µπορούσαν να αυξηθούν 5% ετησίως έως το 2030.
ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΑΛΑΚΤΟΣ στην ΕΕ αναµένεται να σηµειώσουν ετήσιο ρυθµό αύξησης 0,6%, µε τα 30% των επιπλέον ποσοτήτων να κατευθύνονται στην παραγωγή γαλακτοκοµικών. Σύµφωνα µε την έκθεση, στις αγορές προϊόντων προστιθέµενης αξίας θα κυριαρχήσουν τα ευρωπαϊκά τυριά και τα γαλακτοκοµικά προϊόντα. Μέχρι το 2030, η τάση που διαµορφώνεται γύρω από το τυρί, οδηγεί σε υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση (21,8 κιλά, + 1 κιλό από το 2020). Η ΕΕ παραµένει ο µεγαλύτερος εξαγωγέας τυριού (49% των παγκόσµιων εξαγωγών το 2030).
ΟΙ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΠΡΩΤΕΪΝΟΥΧΩΝ καλλιεργειών µεταξύ του 2020 και του 2030, προβλέπεται να αυξηθούν κατά 37% και να φτάσουν τα 2,9 εκατ. εκτάρια. Η εγχώρια αγορά αναµένεται να επεκταθεί κατά 31% την προσεχή δεκαετία και να φθάσει τα 6,7 εκατ. τόνους το 2030. Το µεγαλύτερο µέρος της ενίσχυσης αναµένεται ότι θα προκύψει από την σηµαντική αύξηση της ανθρώπινης κατανάλωσης (+ 3,9% ετησίως), µε την κατά κεφαλή κατανάλωση να φτάσει πιθανά τα 6,7 κιλά (+ 50%).
ΣΤΟΝ ΗΛΙΑΝΘΟ σε σύγκριση µε το 2020, οι καλλιεργούµενες εκτάσεις θα σηµειώσουν µικρή αύξηση 1% περίπου. Με δεδοµένο ότι η συνολική χρήση καυσίµων θα µειωθεί κατά 10% το 2020 µε την ανάκαµψη να είναι µερική την επόµενη δεκαετία, οι εξελίξεις στον τοµέα του βιοντίζελ µετριάζουν τις επιπτώσεις στα ενεργειακά φυτά. Έως το 2030, η ζήτηση συµβατικών καυσίµων θα µειωθεί 19% από το 2020, ενώ η ζήτηση για βιοντίζελ θα µειωθεί 10% και για βιοαιθανόλη θα ενισχυθεί 8%.
Αναδιάρθρωση και αυξημένα μερίδια εξαγωγής κομπόστας
Η συνολική παραγωγή ροδάκινων και νεκταρινιών στην ΕΕ αναµένεται να παραµείνει σταθερή µεταξύ 2019 και 2030 σε 3,6 εκατ. τόνους, αν και µε υψηλές ετήσιες διακυµάνσεις λόγω των καιρικών συνθηκών. Τέσσερα κράτη µέλη (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα και Γαλλία) αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 95% της παραγωγής της ΕΕ το 2019 και αυτό αναµένεται να παραµείνει το ίδιο στο µέλλον. Νέοι οπωρώνες αναµένεται να γίνουν παραγωγικοί ιδίως στην Καταλονία και την Αραγονία, ενώ οπωρώνες σε άλλες ισπανικές περιοχές, τη βόρεια Ιταλία και τη Γαλλία µειώνονται.
Οµοίως, η παραγωγή συµπύρηνων ροδάκινων στην ΕΕ, η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 20% της συνολικής παραγωγής, αναµένεται να παραµείνει σταθερή. Σε χρόνια υψηλής παραγωγής, το µερίδιο των ροδάκινων που χρησιµοποιούνται στη µεταποίηση θα αυξάνεται λέει η έκθεση της Κοµισιόν, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι ο µεγαλύτερος παραγωγός κονσερβοποιηµένων ροδάκινων στην ΕΕ, µε µερίδιο 60% στην αγορά, και έχει επίσης την ικανότητα να επεξεργάζεται πρόσθετη προσφορά.
Η κατανάλωση µεταποιηµένων ροδάκινων αναµένεται να µειωθεί κατά 2,2% ετησίως έως το 2030 στην ΕΕ, όµως µέχρι το 2030, το µερίδιο της ελληνικής βιοµηχανίας συµπύρηνου στις Τρίτες Χώρες αναµένεται να αυξηθεί λόγω της αυξανόµενης παγκόσµιας ζήτησης και της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ στην παγκόσµια αγορά. Αυτή η ανταγωνιστικότητα οφείλεται σε πολύ αποδοτικά συστήµατα επεξεργασίας, ιδίως στην Ελλάδα.
Κοινοποιήστε το:
Διαβάστε Επίσης