O Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς φαίνεται σαν να έχει όλον τον χρόνο του κόσμου στη διάθεσή του, πράγμα ασυνήθιστο λίγες μόνο ημέρες πριν από τις πιο αμφίρροπες βουλευτικές εκλογές των τελευταίων δεκαετιών στη Γερμανία. Συμμετέχει σε εκδηλώσεις που δεν έχουν καμιά σχέση με τον προεκλογικό αγώνα. Οι κακές γλώσσες υποστηρίζουν ότι πρόκειται για δική του επιλογή για να μην γίνει κάποιο λάθος που θα μπορούσε να κοστίσει στον υποψήφιο καγκελάριο του SPD, Όλαφ Σολτς. Συμπρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος από τον Δεκέμβριο του 2019 το τριπλό όνομά του δεν είναι καθόλου άγνωστο στα ελληνικά αυτιά. Αποτυπώθηκε στη λεγόμενη «λίστα Μπόργιανς», όταν ο νυν επικεφαλής του SPD επί επτά χρόνια ήταν υπουργός Οικονομικών στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας.Στη λίστα περιλαμβάνονταν δεδομένα ελληνικών επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων από ένα cd, το οποίο ο Μπόργιανς είχε εξασφαλίσει το 2012 από ελβετική τράπεζα αναζητώντας Γερμανούς καταθέτες με φορολογικές εκκρεμότητες.
«Εγιναν πολλά λάθη με την Ελλάδα»
Η λίστα δεν έτυχε θερμής υποδοχής από την τότε ελληνική κυβέρνηση Σαμαρά, σε αντίθεση με την κυβέρνηση Τσίπρα, με την οποία ο Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς ανέπτυξε στενότατη συνεργασία ανεξαρτήτως του ότι τελικά η λίστα με τα ελληνικά στοιχεία αποδείχθηκε ελάχιστα αποδοτική. Μάλιστα επιστέγασμα αυτής της συνεργασίας ήταν μεταξύ άλλων η μετεκπαίδευση Ελλήνων εφοριακών σε φορολογικές υπηρεσίες του κρατιδίου. Σε περίπτωση που από τις βουλευτικές εκλογές προκύψει προοδευτική κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς, θα επιδιωχθεί το ίδιο επίπεδο στενής συνεργασίας με τη σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη; «Πάντα όταν στην εξουσία ήταν Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος, Βίλι Μπραντ, Χέλμουτ Σμιτ ή Γκέρχαρντ Σρέντερ, σεβαστήκαμε το εκλογικό αποτέλεσμα, δεν κάνει κανείς κακή πολιτική επειδή δεν του αρέσει η πλειοψηφία που βρίσκεται στην εξουσία στην άλλη χώρα. Φυσικά διατηρούμε δεσμούς με σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ελλάδα συμπεριλαμβανομένου και του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι πάντα παρών στον κύκλο των προέδρων Σοσιαλδημοκρατικών Κομμάτων. Έχουμε κυρίαρχα κράτη. Και όταν ο λαός εκλέγει την κυβέρνησή του η ετυμηγορία του ισχύει».
Αλλά τι γίνεται με το αίτημα ευρωπαϊκών χωρών με μεγάλα ελλείμματα για δημοσιονομική χαλάρωση; Σε πρόσφατη συνέντευξη στην Handelsblatt ο Όλαφ Σολτς αναφέρθηκε στο Σύμφωνο Σταθερότητας, σημειώνοντας ότι είναι κατάλληλο για να διασφαλίσει το μέλλον της Ευρώπης και να ενισχύσει την εμπιστοσύνη στην ΕΕ. «Η κατάσταση στις χώρες με μεγάλα ελλείμματα», υποστήριξε ο Σολτς, «θα βελτιωθεί μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης που θα στηρίξει επενδύσεις τα επόμενα χρόνια». Ο Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς θεωρεί πολύ σημαντική αυτήν την αλλαγή, αλλά από την απάντησή του αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.«Καταρχήν φροντίσαμε με την παρούσα κυβέρνηση να θέσουμε μια άλλη βάση, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, που δεν προήλθε από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα αλλά από εμάς τους Σοσιαλδημοκράτες. Αλλάξαμε τη Σοϊμπλικής έμπνευσης πολιτική λιτότητας με τον Σολτς στο υπουργείο Οικονομικών μέσα στον μεγάλο συνασπισμό, κι αυτό θα παραμείνει. Η Ελλάδα είναι ένας σημαντικός και ισότιμος εταίρος στην ΕΕ και δεν είναι δυνατόν να τη δείχνει κανείς με το δάχτυλο και να της λέει ότι θα πρέπει να κάνεις οικονομίες μέχρι εξοντώσεως για να πάρεις δάνεια ή να παραμείνεις στον πυρήνα της ΕΕ. Στο παρελθόν έγιναν πολλά λάθος, στο μεταξύ όμως πολλά διορθώθηκαν. Βέβαια πληγώθηκαν αισθήματα με τον τρόπο που ο υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε συμπεριφέρθηκε στην Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τελείωσαν, αλλά και δεν σημαίνει ότι όλα πρέπει να αλλάξουν από τη μια μέρα στην άλλη. Νομίζω ότι ο δρόμος στον οποίο κινούμαστε είναι σημαντικός και πρέπει να τον συνεχίσουμε.»
«Χρειάζεται πολιτική ανανέωση»
Ο Μπόργιανς θεωρεί πολύπλοκο πρόβλημα τη μεταναστευτική πολιτική. Υπενθυμίζει ότι πάνω από 100 γερμανικές κοινότητες έδειξαν προθυμία να φιλοξενήσουν πρόσφυγες από την Ελλάδα και το κόμμα του σκοπεύει να ενισχύσει αυτή τη διάθεση περισσότερο από ότι έκανε ο υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ. «Δεν είναι δυνατόν χώρες που βρίσκονται στα σύνορα της ΕΕ να μείνουν μόνες τους. Αλλά δεν είναι δυνατόν επίσης η Γερμανία να λύνει όλα τα προβλήματα. Θα πρέπει να ασκηθούν πιέσεις από την ΕΕ, ώστε όλες οι χώρες να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Προς το παρόν σε αυτό το σημείο έχουμε σαφή προβλήματα, ιδιαίτερα με χώρες της Αν. Ευρώπης. Θα ασκήσουμε πιέσεις στους άλλους για να βρούμε μια κοινή ευρωπαϊκή λύση». Για τις βουλευτικές εκλογές ο συμπρόεδρος του SPD θεωρεί ότι το κόμμα του πρέπει να κρατήσει το προβάδισμα, να γίνει ισχυρότερη παράταξη στη Βουλή και στη συνέχεια από θέση ισχύος να ξεκινήσει διάλογο για κυβέρνηση τρικομματικού πιθανότατα συνασπισμού. Διάλογο και με την Αριστερά; «Καταρχήν, πρόκειται για δημοκρατικό κόμμα χωρίς να σημαίνει ότι οι διεκδικήσεις του είναι αποδεκτές» παρατηρεί. «Τα σημεία της Αριστεράς, στα οποία θα μπορούσαμε πιθανώς να συγκλίνουμε, δίκαιες αποδοχές, προσιτά ενοίκια, καλές συντάξεις, τα εφαρμόζει το SPD με πιο ρεαλιστικό και υλοποιήσιμο τρόπο. Υπάρχει και η διεθνής πολιτική, η Αριστερά είναι δύσκολα προβλέψιμη. Αλλά διάλογο φυσικά και θα έκανα, δεν επιτρέπω στους Χριστιανοδημοκράτες και τους Φιλελεύθερους να μου υποδείξουν με ποιον θα συνομιλήσω για να μπορέσουν να επιβάλουν καλύτερα τα συμφέροντά τους».
Τελικά, γιατί πρέπει ένας Γερμανός ψηφοφόρος να ρίξει στην κάλπη της Κυριακής ψήφο στο SPD; «Διότι η κατάσταση στα Χριστιανικά Κόμματα είναι τέτοια που χρειάζεται επειγόντως να περάσουν στην αντιπολίτευση. Χρειάζεται ανανέωση στην πολιτική. Υπάρχουν προβλήματα διεθνώς και στο εσωτερικό, για τα οποία οι άνθρωποι νιώθουν ότι χρειάζονται ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης που να ξέρει τι να κάνει. Κι αυτή την αίσθηση την βρίσκουν στον Όλαφ Σολτς σε πολλαπλάσιο βαθμό από ό,τι στον ασταθή χριστιανοδημοκράτη υποψήφιο Άρμιν Λάσετ. Πεποίθησή μου είναι ότι αυτή η καμπάνια φόβου που κάνει δεν αποδίδει καρπούς γιατί δεν κάνει τον υποψήφιο του SPD ευάλωτο». Ο Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς προφέρει με ιδιαίτερη έμφαση την τελευταία απάντηση. «Υπουργικό κουστούμι έχετε ράψει κύριε Μπόργιανς»; Γελάει. «Είναι το τελευταίο. Προέχει νίκη για να ξεκινήσουμε από ισχυρή θέση τις διαπραγματεύσεις».
Πηγή: DW – Ειρήνη Αναστασοπούλου