Γράφει ο Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης
Εξ αφορμής της σύγκρουσης Ισραηλινών και της παλαιστινιακής Χαμάς, η Τουρκία προσδοκώντας να κατακτήσει ηγετικό ρόλο στον μουσουλμανικό και αραβικό κόσμο, κινείται λόγοις επιθετικά απέναντι στο κράτος του Ισραήλ, προσβλέποντας εκ παραλλήλως να θεωρηθεί προστάτιδα δύναμη των Παλαιστινίων. Η διεργασία αυτή βρίσκεται εν εξελίξει από την εποχή του επεισοδίου Μαβί Μαρμαρά (2010) και σαφώς δεν είναι ανεξάρτητη της εν γένει στρατηγικής πρόθεσης του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να εμφανιστεί ως επικεφαλής ενός ευρύτερου μουσουλμανικού και αντισημιτικού κατά ταύτα μετώπου.
Των ανωτέρω δεδομένων, η στρατηγική σύλληψη του Ερντογάν παραπέμπει στη στόχευση της αναγέννησης του οθωμανικού ιμπέριουμ σε μια σύγχρονη μορφή, πράγμα που θα σήμαινε τη μετεξέλιξη του χώρου της Μέσης Ανατολής, αλλά και της Ανατολικής Μεσογείου σε dominium ενός πλέγματος μουσουλμανικής επικυριαρχίας.
Η συγκρουσιακή διάσταση που λαμβάνει χώραν μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών παλαιόθεν, αλλά και σήμερα όλως ιδιαιτέρως, εκδηλώνεται στην πολιτική αντίληψη του Ερντογάν ως ευκαιρία ενίσχυσης και πραγμάτωσης της κατά τα ανωτέρω στρατηγικής του, επιδιώκοντας ταυτόχρονα την ενεργό συσπείρωση του εσωτερικού και ευρύτερου τουρκομουσουλμανικού του ακροατηρίου.
Εντούτοις και παρά τις πρόσφατες βερμπαλιστικές καταγγελίες του Τούρκου Προέδρου εναντίον του Ισραήλ, όπου σε μια τραγική αντίφαση σε σχέση με την ιστορική πραγματικότητα, χαρακτήρισε γενοκτόνο το ισραηλινό κράτος, όταν είναι γνωστό τοις πάσι το γεγονός ότι η πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα διεπράχθη από τους Νεότουρκους εις βάρος των Αρμενίων και των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, η Τουρκία δεν προτίθεται να προχωρήσει σε ένα βήμα υπέρβασης των διατυπωθεισών καταγγελιών, δεδομένου ότι η Άγκυρα διαχρονικά ουδέποτε παίρνει ρίσκα στην εξωτερική της πολιτική. Το ιστορικό πλαίσιο μαρτυρεί πως, o φόβος ενός πλήγματος, που θα οδηγούσε σε εσωτερική αστάθεια και συναφώς ανακατατάξεις στην Τουρκία, λειτουργεί πάντοτε ανασταλτικά στις στρατηγικές της επιλογές.
Το ζήτημα που αναδεικνύεται από τις συγκρουσιακές σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ εν συναρτήσει προς τις υφιστάμενες προβληματικές σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ, παραπέμπει στη δυνατότητα ή αναγκαιότητα αξιοποίησης τού κατά τα ανωτέρω ρήγματος και τού κατά ταύτα διεθνοπολιτικού μομέντουμ εκ μέρους των Αθηνών για ενδυνάμωση του άξονα Ελλάδος – Κύπρου – Ισραήλ, με στόχευση την επίτευξη στρατηγικής σημασίας απτών και καθοριστικών αποτελεσμάτων για τον Ελληνισμό.
Στην οπτική του Ισραήλ, η Κύπρος υπήρξε παλαιόθεν ένας γεωπολιτικός χώρος υψίστης σημασίας, ενώ παραλλήλως η Ελλάδα προέβαλλε πάντοτε ως ένας εταίρος με εμφανή χαρακτηριστικά «γέφυρας» προς την Ευρώπη και όχι μόνο, ενώ ταυτοχρόνως το πολιτικό σύστημα του Ισραήλ συνυπολόγιζε ανέκαθεν, όπως και σήμερα, στις εκτιμήσεις του, την ιστορική διαδρομή ενός έθνους όπως το ελληνικό, θεωρώντας το ως προς την πολιτιστική διαδρομή και τη συνεισφορά στην πνευματική ανθρωπότητα, παράλληλης κατά ταύτα πορείας με το εβραϊκό τοιούτο.
Σε ό,τι αφορά δε τη σημερινή Τουρκία και τις εσωτερικές της πολιτικές διεργασίες, όπως τούτες παράγονται από το σύστημα Ερντογάν, διαπιστώνει κανείς υφιστάμενη κριτική της τουρκικής αντιπολίτευσης, που παραπέμπει στην πολιτική απομάκρυνσης της Άγκυρας από τη Δύση και τη σύγκρουσή με το Ισραήλ, θεωρώντας τις κατά τα ανωτέρω κινήσεις ως στρατηγικής σημασίας πολιτικά λάθη, ενώ αντιθέτως ως προς τις διεκδικήσεις και την αναθεωρητική στάση του έναντι Ελλάδος και Κύπρου ομονοούν, κατά τα αναμενόμενα, όλοι.
Επανερχόμενοι στο κύριο ζήτημα των σχέσεων Τουρκίας – Ισραήλ, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς πως στο παρελθόν η Τουρκία σε τακτικό επίπεδο υπήρξε μια σταθερή επιλογή του Ισραήλ σε διάσταση ευρύτερης εταιρικής συναντίληψης, συνθήκη που σήμερα με την ηγεσία του Ερντογάν έχει διαρραγεί άρδην, καθώς η Άγκυρα με τις πολιτικές επιλογές και τη ρητορική της αγγίζει ζητήματα υπαρξιακής υφής για την κρατική υπόσταση του Ισραήλ.
Οφείλει κανείς εν κατακλείδι να υπογραμμίσει πως στη διαδρομή της διεθνούς πολιτικής, ευκαιρίες εμπεριέχουσες κέρδος για τον πολιτικό δρώντα και εν προκειμένω για την Ελλάδα και την Κύπρο, εκδηλώνονται σπανίως, εναπόκειται δε στις πολιτικές ηγεσίες του Ελληνισμού να αξιοποιήσουν τις εκδηλούμενες κατά τα ανωτέρω ευκαιρίες κατά τρόπο που να εμπεδώνει τη διάσταση του εθνικού οφέλους απτά και ρεαλιστικά εμφανώς, αφήνοντας κατά ταύτα κληρονομιά αξιοπιστίας και εθνικής ισχύος στις επερχόμενες γενεές.
Σημερινή