Η σοβιετική Ρωσία και η κεμαλική Τουρκία, αν και ιδεολογικά δεν ταυτίζονταν, ένωσαν τις δυνάμεις τους αγωνιζόμενες εναντίον του κοινού εχθρού
Το τέλος του Ά Παγκοσμίου Πολέμου έληξε με την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έχασε τα περισσότερα εδάφη της, ο στρατός της αφοπλίστηκε και η Κωνσταντινούπολη είχε απελευθερωθεί από τα στρατεύματα των Συμμάχων.
Από τότε που η κυβέρνηση του σουλτάνου Μεχμέτ του ‘Στ ήταν έτοιμη να κάνει παραχωρήσεις στους Γάλλους και τους Βρετανούς και ουσιαστικά να γίνει μαριονέτα τους, ένα εναλλακτικό κέντρο δύναμης αναδύθηκε από την παλιά αυτοκρατορία. Ηγέτης αυτού του εθνικού απελευθερωτικού κινήματος, που ενήργησε για να αποτινάξει την κυριαρχία των δυτικών δυνάμεων και να αποτρέψει την τελική κατάρρευση, ήταν ο Στρατηγός Μουσταφά Κεμάλ (ο οποίος έγινε αργότερα γνωστός ως Ατατούρκ-«Πατέρας των Τούρκων»).
Στις 23 Απριλίου του έτους 1920, οι Κεμαλιστές δημιούργησαν το δικό τους κοινοβούλιο, τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας στην Άγκυρα.
Τη στιγμή που δεν έχαιρε αναγνωρίσεως από κανέναν και περιτριγυριζόταν εχθρικά από κάθε μεριά, ο Ατατούρκ χρειαζόταν διακαώς έναν σύμμαχο. Από το πουθενά, βρήκε έναν ο οποίος ήταν ο απόκληρος των Εθνών, τη Σοβιετική Ρωσία.
Προσωρινοί Σύμμαχοι
Στις 26 Απριλίου του έτους 1920, ο Μουσταφά Κεμάλ προσέγγισε επισήμως τον Βλαδίμηρο Λένιν με μια πρόταση κοινής αναγνώρισης και αιτήματος στρατιωτικής βοήθειας. Οι Μπολσεβίκοι ανταποκρίθηκαν θετικά.
Στην Σοβιετική Ρωσία, η οποία ήταν επίσης διεθνώς απομονωμένη, ο εμφύλιος πόλεμος και οι παρεμβάσεις των ξένων δυνάμεων συνεχίζονταν ακόμη. Τασσόμενοι υπέρ του αυξανόμενου κινήματος των Τούρκων εθνικιστών, οι Μπολσελβίκοι απέκτησαν έναν σύμμαχο στον αγώνα τους εναντίον των Δυτικών και ενίσχυσαν τα νότια σύνορά τους.
Η στρατιωτική ενίσχυση των κεμαλιστών άρχισε σχεδόν από την πρώτη επαφή τους με τη Σοβιετική Ρωσία. Στην περίοδο από το 1920 έως το 1922 οι Μπολσεβίκοι έστειλαν στον Ατατούρκ περίπου 80 εκατομμύρια λίρες (δύο φορές οι δαπάνες του υπουργείου εθνικής αμύνης της χώρας) και εφοδίασαν την Τουρκία με 39000 τυφέκια, 327 πολυβόλα, 147000 βλήματα, μηχανήματα και πρώτες ύλες για την παραγωγή φυσιγγίων συν δύο αντιτορπιλικά, το Zhivoy (Ζωντανός) και το Zhutky (Τρομερός). Υπό την εποπτεία Σοβιετικών ειδικών, δύο εργοστάσια που παρασκεύαζαν πυρίτιδα χτίστηκαν στην Τουρκία. Προς τα τέλη του 1921, ο Λένιν είπε στον απεσταλμένο του στην Τουρκία, Σεμιόν Αράλοφ: «Μπορούμε να βοηθήσουμε την Τουρκία οικονομικά, αν και εμείς είμαστε φτωχοί».
Στις 16 Μαρτίου του έτους 1921, η κυβέρνηση του Λένιν και οι αντιπρόσωποι της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας υπέγραψαν, στη Μόσχα, τη «Συνθήκη Φιλίας και Αδελφότητας» με την οποία επιλύονταν οι εδαφικές διαφορές μεταξύ των Κεμαλιστών και των Μπολσεβίκων. Τα βορειοανατολικά σύνορα της Τουρκίας που ορίστηκαν τότε παραμένουν απαράλλακτα ως και σήμερα.
Η ρωσική στρατιωτική βοήθεια έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ήττα των δύο βασικών αντιπάλων του Ατατούρκ που ήταν η Δημοκρατία της Αρμενίας στα ανατολικά της Τουρκίας και στα δυτικά αυτής ο ελληνικός στρατός ο οποίος με την έγκριση των μεγάλων δυνάμεων είχε ελευθερώσει το δυτικό μέρος της Μικράς Ασίας. Μια ομάδα Σοβιετικών στρατιωτικών, υπό την ηγεσία του πιο επιφανή διοικητή του Κόκκινου Στρατού, Μιχαήλ Φρούνζε, είχε συμμετάσχει στην νικηφόρο επίθεση εναντίον των Ελλήνων. Ο Αράλοφ, ο οποίος είχε επίσης μεγάλη πολεμική εμπειρία δίδαξε στους αξιωματικούς του Ατατούρκ την τέχνη του ανταρτοπολέμου. Σε κάποιο σημείο, μέχρι και ο μελλοντικός αρχιστράτηγος της Σοβιετικής Ένωσης, Κλίμεντ Βοροσίλοφ, είχε υπηρετήσει ως σύμβουλος του Κεμάλ. Τη νίκη στο πεδίο της μάχης ακολούθησε η επιτυχία στη δύσκολη πολιτική αρένα, που οδήγησε στην διακήρυξη της Δημοκρατίας της Τουρκίας με πρώτο της πρόεδρο τον Κεμάλ Ατατούρκ.
Από την φιλία στην έχθρα
Και η Μόσχα αλλά και η Άγκυρα είχαν καταλάβει πως η συνεργασία μεταξύ των Τούρκων εθνικιστών και των Ρώσων Κομμουνιστών θα ήταν προσωρινή. Ο Κεμάλ είχε δει καθαρά τη διαφορά μεταξύ του να είσαι Μπολσεβίκος και του να είσαι σύμμαχος των Μπολσεβίκων. Με τη σειρά τους οι πραγματιστές του Κρεμλίνου, αφού είχαν επιτύχει τους στόχους τους, δεν έβλεπαν να έχει προοπτική ο σοβιετισμός της Τουρκίας. «Αυτοί που πιστεύουν πως η φιλία μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας σημαίνει και απαραίτητα την υιοθέτηση του μπολσεβικισμού έχουν περιορισμένη αντίληψη των πολιτικών θεμάτων. Η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε ακούσει κάτι τέτοιο από τους Ρώσους φίλους μας»: είχε γράψει ο αρχισυντάκτης της κεμαλικής εφημερίδας Hâkimiyet-i Milliye (Εθνική Κυριαρχία), Mahmut Soydan, στις 25 Απριλίου του έτους 1921. ((Rasim Dirsehan Ors. Russians, Atatürk and the Birth of the Turkish Republic. In the Mirror of the Soviet Press of the 1920s. Moscow, 2012).
Λίγο μετά, η Τουρκία εγκατέλειψε το στρατόπεδο της Μόσχας εις όφελος των πολιτικών αντιπάλων της τελευταίας. Το 1923 απαγορεύτηκε το κομμουνιστικό κόμμα στη χώρα και κατά τη διάρκεια της εισβολής των Ναζί στην Σοβιετική Ένωση, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν ισχυρές δυνάμεις στα σύνορά τους, έτοιμοι να αναπτυχθούν στον Σοβιετικό Καύκασο σε περίπτωση κατάρρευσης του Κόκκινου στρατού.
Παρόλα αυτά, ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ ποτέ δεν ξέχασε την βοήθεια που η Σοβιετική Ρωσία του προσέφερε όταν την είχε περισσότερο ανάγκη. Για αυτό το λόγο στο «μνημείο της Δημοκρατίας» που ανεγέρθη στην Κωνσταντινούπολη το 1928, δίπλα στον «Πατέρα των Τούρκων» στέκονται οι φιγούρες του Κλίμεντ Βοροσίλοφ και του Σεμιόν Αράλοφ (στη φωτογραφία σε κύκλο).
Μετάφραση: Γιάννης Λιναρδάτος
Πηγή: https://www.rbth.com/history/333503-how-bolsheviks-helped-shape-turkey