Του Κώστα Ράπτη
Κατά την πρόσφατη ανάφλεξη στη Λωρίδα της Γάζας ο Τούρκος ηγέτης Ταγίπ Ερντογάν σε μία ακόμη ρητορική έκρηξή του κατηγόρησε τον Αμερικανό πρόεδρο ότι “έχει αίμα στα χέρια του”. Την ίδια στιγμή, πάντως, δεν βλέπει την ώρα για να σφίξει από κοντά αυτά τα χέρια…
Η προετοιμασία της συνάντησης Μπάιντεν-Ερντογάν στις 14 Ιουνίου στις Βρυξέλλες, στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ, προχωρά απρόσκοπτα, όπως έδειξαν και οι συνομιλίες που είχε με Τούρκους ιθύνοντες η Αμερικανίδα υφυπουργός Εσωτερικών Ουέντι Σέρμαν, πρώτο μέλος της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ το οποίο επισκέφθηκε την γείτονα.
Η Σέρμαν, που διορίστηκε τον Απρίλιο, κατέφθασε χθες στην Άγκυρα προερχόμενη από επαφές με αξιωματούχους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες και είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον Τούρκο ομόλογό της Σεντάτ Ονάλ, αλλά και εκπροσώπους της τουρκικής κοινωνίας των πολιτών.
Μία ημέρα νωρίτερα, ο Ταγίπ Ερντογάν έδινε τις πραγματικές του “εξετάσεις” ενώπιον ακροατηρίου αποτελούμενου από στελέχη των αμερικανικών εταιρειών Boeing, Amazon, Microsoft, Kellogg, PepsiCo, Cisco, Procter & Gamble και Johnson & Johnson. Μιλώντας σε διαδικτυακή στρογγυλή τράπεζα ενόψει της συνάντησής του με τον Μπάιντεν, ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας έκανε λόγο για “μια νέα εποχή” στις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις, για μια “μακρά, βαθιά ριζωμένη και πολυδιάστατη συμμαχία”, που δεν κλονίζεται από τις “διαφορές απόψεων κατά καιρούς”.
“Από τη Συρία στη Λιβύη, από τη μάχη κατά της τρομοκρατίας στην ενέργεια και από το εμπόριο στις επενδύσεις, έχουμε σημαντικό δυναμικό συνεργασίας με τις ΗΠΑ” τόνισε ο Τούρκος ηγέτης. Και είχε δίκιο.
Και μόνο την επιχείρηση αλλαγής καθεστώτος στη Συρία να αναλογισθεί κανείς, στην οποία συνέπραξαν οι δύο πλευρές, αντιλαμβάνεται τους ακατάλυτους γεωπολιτικούς δεσμούς τους. Πόσω μάλλον τον ρόλο που διεκδικεί η Τουρκία ως οδός απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, για να μην μιλήσουμε για τα εντεινόμενα το τελευταίο διάστημα ανοίγματά της προς την Ουκρανία.
Όμως η συριακή κρίση υπήρξε και η κατεξοχήν πηγή των τωρινών προβλημάτων της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον, καθώς ανέδειξε το υπαρξιακό άγχος της Τουρκίας σχετικά με το κουρδικό πρόβλημα. Οτιδήποτε άλλο αποτελεί παράπλευρη τριβή που εντέλει ανάγεται στο βασικό αυτό ζήτημα.
Ο Τζο Μπάιντεν είναι σαφές ότι, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τους Κούρδους του PYD στη βορειοανατολική Συρία. Σκοπεύει μάλιστα να τους ρυμουλκήσει σε μια στενότερη σχέση με την αυτόνομη κουρδική διοίκηση του βόρειου Ιράκ, που μέχρι πρότινος αποτελούσε προνομιακό συνομιλητή της Άγκυρας και ανάχωμα απέναντι στο αριστερό αντάρτικο του ΡΚΚ και των παραφυάδων του.
Η δημιουργία ενός κουρδικού “βατήρα” που θα πλαγιοκοπεί τις γειτονικές χώρες του “άξονα της αντίστασης” αποτελεί άλλωστε βασική επιδίωξη και του Ισραήλ – πράγμα που εξηγεί, περισσότερο και από τους ανταγωνισμούς στην ανατολική Μεσόγειο, την τουρκο-ισραηλινή ψυχρότητα των τελευταίων ετών.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν προσεκτικά βαραίνει το “καλάθι” των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων με κάθε είδους παρενοχλήσεις, μικρές ή μεγάλες, προς τον Ερντογάν, ώστε να εξασφαλίσει την πειθάρχησή του: από την αναγνώριση της Αμερική μέχρι τις νέες έρευνες της αμερικανικής Δίωξης Ναρκωτικών για τα κυκλώματα κοκαϊνης, τα οποία αποκαλύπτει ο εξόριστος μαφιόζος Σεντάτ Πεκέρ και φέρονται να εμπλέκουν κυβερνητικούς παράγοντες της Τουρκίας. Και βέβαια, η οικονομική πίεση καθιστά τον Τούρκο ηγέτη περισσότερο δεκτικό στις βουλές των δυτικών επενδυτών και τις πολιτικές απαιτήσεις που είθισται να τις συνοδεύουν.
Βέβαια ο Ερντογάν εξακολουθεί πάντα να ελίσσεται, διεκδικώντας την περιπόθητη αυτονομία κινήσεών του στο διεθνές σκηνικό. Η υιοθέτηση, κατόπιν ενεργειών της Τουρκίας, ηπιότερης του αναμενόμενου αντίδρασης από το ΝΑΤΟ έναντι του Λευκορώσου προέδρου Λουκασένκο, αποτελεί δείκτη των γεφυρών που αισθάνεται πάντα την ανάγκη να διατηρεί η Άγκυρα όχι με το Μινσκ, αλλά με τη Μόσχα.
Ωστόσο το γεγονός ότι οι “δύο μεγάλοι” αποκαθιστούν κανάλι επικοινωνίας, καθώς η περιοδεία που θα φέρει τον Μπάιντεν στις Βρυξέλλες περιλαμβάνει και συνάντησή του με τον Πούτιν στη Γενεύη, περιορίζει τον ελεύθερο χώρο εντός του οποίου ακροβατεί ο Ερντογάν. Το ίδιο ισχύει και στη Μέση Ανατολή, όπου οι γείτονες, με την ευρεία έννοια, της Τουρκίας δοκιμάζουν να εκτονώσουν τις εντάσεις του (λ.χ. η Σαουδική Αραβία με το Ιράν) περιορίζοντας αντικειμενικά τη δυνατότητα παρεμβολής των τουρκικών φιλοδοξιών.
Εντέλει, η “νέα εποχή” την οποία οραματίζεται ο Ερντογάν θα κριθεί από το κατά πόσον θα δεχθεί να πιεί το πικρόν ποτήριον της ακύρωσης της παραγγελίας των ρωσικών S-400 που για λόγους συμβολικούς και ουσιαστικούς απαιτεί η Ουάσιγκτον. Αλλά το “υπαρξιακό πρόβλημα” που καραδοκεί στα νότια σύνορα της Τουρκίας δεν θα έχει επιλυθεί ούτε και τότε.
ΠΗΓΗ: capital.gr