Του Paul Iddon
Ο γερασμένος στόλος των μαχητικών αεροσκαφών της, αλλά και η προοπτική αγοράς
ή ανάπτυξης μαχητικών πέμπτης γενιάς, που θα απαιτήσει τουλάχιστον μία
δεκαετία, αναγκάζουν την Τουρκία να αναζητήσει μια εμβαλωματική λύση.
Αφού η Τουρκία παρέλαβε το προηγμένο ρωσικό σύστημα πυραύλων αεράμυνας S-400
το 2019, οι Ηνωμένες Πολιτείες ακύρωσαν την παραγγελία της Άγκυρας για stealth
αεροσκάφη F-35 (Lightning II πέμπτης γενιάς).
Έχοντας αποβληθεί, λοιπόν, από το αμερικανικό πρόγραμμα, η Άγκυρα έχει πολύ
περιορισμένες επιλογές για να προμηθευτεί μαχητικά πέμπτης γενιάς. Η πέμπτη
γενιά ρωσικών Su-57 εισήλθε πρόσφατα στην παραγωγή, ενώ η Κίνα δεν έχει ακόμη
διαθέσιμο το J-20 για εξαγωγή. Το τουρκικό μαχητικό πέμπτης γενιάς TAI TF-X,
εάν πράγματι υλοποιηθεί, δεν θα είναι πλήρως επιχειρησιακό μέχρι τη δεκαετία
του 2030.
Εν τω μεταξύ, η πολεμική αεροπορία της Τουρκίας έχει ένα ακόμη πρόβλημα. Ο
μεγάλος στόλος των τέταρτης γενιάς F-16 θεωρείται ξεπερασμένος, δημιουργώντας
την αυξανόμενη ανάγκη της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας για μερικά αεροσκάφη
4.5 γενιάς έως ότου να μπορέσει να αποκτήσει μαχητικά πέμπτη γενιάς. Η έντονη
αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ για τους ρωσικούς S-400 σημαίνει ότι η Άγκυρα δεν
μπορεί να περιμένει τη βοήθεια της Ουάσινγκτον για να αναβαθμίσει πολλά από τα
F-16 της στην πιο πρόσφατη έκδοση Block 72 Viper.
Αναλυτές στην ανεξάρτητη ερευνητική ομάδα BlueMelange, που εδρεύει στην
Άγκυρα, υποστηρίζουν πως αν και η Τουρκία εξακολουθεί να πετάει πολλά F-16, ο
χρόνος δεν είναι με το μέρος της.
“Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, υπάρχουν περίπου 236 τουρκικά F-16, που
αποτελούνται από εκδόσεις Block 30, Block 40, Block 50 και Block 50+, με
μειωμένη όμως ετοιμότητα μάχης λόγω της ηλικίας τους”, είπαν στο Forbes. “Λόγω
λειτουργικών δυσκολιών, απομένουν μόνο 9 ενεργές μοίρες μετά το κλείσιμο και
τη συγχώνευση ορισμένων αεροπορικών βάσεων και μοιρών για επιχειρησιακούς
λόγους”.
Τα τούρκικα μαχητικά F-16 των εκδόσεων 40 και 50 έχουν υποβληθεί σε σημαντικές
διαρθρωτικές και ηλεκτρονικές αναβαθμίσεις στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος
CCIP που ολοκληρώθηκε το 2015. Πρόσθετες δομικές αναβαθμίσεις ξεκίνησαν φέτος
στην Τουρκία που επιδιώκουν την παράταση της διάρκειας ζωής αρκετών F-16 –
επεκτείνοντας τους αντίστοιχους χρόνους πτήσης από 8.000 έως 12.000 ώρες κατά
μέσο όρο.
Παρ’ όλα αυτά, τα συγκεκριμένα τουρκικά F-16 εξακολουθούν να “γερνούν και να
απαξιώνονται”, γεγονός που επαυξάνει την πίεση στην Τουρκία μετά και την
επιβολή των αμερικανικών κυρώσεων στο πλαίσιο του νόμου CAATSA στην τουρκική
βιομηχανία όπλων τον Δεκέμβριο 2020, ως απάντηση στην αγορά των S-400.
Εν τω μεταξύ, η ανάπτυξη είτε ενός πέμπτης γενιάς είτε μιας προηγμένης έκδοσης
(4.5 γενιάς) του TF-X (η οποία θα εξαρτηθεί τελικά από το είδος του κινητήρα
που η Τουρκία μπορεί να αναπτύξει για αυτό το φιλόδοξο αεροσκάφος) θα
“χρειαστεί πολύ χρόνο μέχρι να καταστεί επιχειρησιακά έτοιμο”. Οι αναλυτές
προβλέπουν ότι αυτό ίσως χρειαστεί έως και 15 χρόνια.
Μέχρι να γίνει αυτό, “η Τουρκία χρειάζεται διακαώς μια λύση για να
σταθεροποιήσει το κενό στην αποτελεσματικότητα της αεροπορικής δύναμής της
κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2020 και της δεκαετίας του 2030”.
Ήδη, οι αντίπαλοι της Τουρκίας και άλλα περιφερειακά κράτη έχουν αποκτήσει ή
βρίσκονται στη διαδικασία απόκτησης πιο εξελιγμένων αεροσκαφών από τα F-16. Οι
ΗΠΑ αναβαθμίζουν επί του παρόντος τα περισσότερα F-16 της Ελλάδας στην έκδοση
Viper, κάνοντάς τα τα πιο προηγμένα F-16 στην Ευρώπη. Επιπλέον, η Αθήνα έχει
παραγγείλει έναν μικρό στόλο γαλλικών μαχητικών Rafale 4.5 γενιάς και είναι
επίσης πιθανό να αποκτήσει F-35A στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Η Αίγυπτος
απέκτησε γαλλικά Rafale και σύμφωνα με πληροφορίες έχει αρχίσει να δέχεται
Su-35 (4.5 γενιάς) από τη Ρωσία.
Λίγο πιο μακριά, ο κύριος αραβικός αντίπαλος της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια,
τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) διαθέτουν εξαιρετικά τρομερά αεροσκάφη F-16
(E/F Block 62), μερικά από τα οποία έχουν στείλει στην Ελλάδα για στρατιωτικές
ασκήσεις και για να δείξει το Αμπού Ντάμπι την υποστήριξή του στην Αθήνα,
μεσούσης της κρίσης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Αιγαίο. Έκτοτε, οι
δύο χώρες έχουν θεσπίσει σύμφωνο στραιωτικής συνεργασίας. Η Σαουδική Αραβία
διαθέτει επίσης έναν μεγάλο στόλο πολύ εξελιγμένων F-15SA (Saudi Advanced)
Strike Eagles. Το Ισραήλ παραμένει η μόνη χώρα στη Μέση Ανατολή που πετάει
F-35 μαζί με πολύ προηγμένες εκδόσεις των F-15 και F-16.
Οι αναλυτές της BlueMelange επισημαίνουν στη μελέτη τους τα πολλά αμφιλεγόμενα
ζητήματα που έχουν επηρεάσει τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας τα τελευταία χρόνια και
πώς θα μπορούσαν αυτά να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο μέλλον της τουρκικής
πολεμικής αεροπορίας. Πιστεύουν ότι μια ολοκληρωμένη λύση στο αδιέξοδο με τους
ρωσικούς S-400, η υπόθεση της τουρκικής κρατικής τράπεζας Halkbank που
παρέκαμψε τις κυρώσεις των ΗΠΑ στο Ιράν και το καθεστώς των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων στην Τουρκία θα μπορούσαν να επιφέρουν μια “φάση συμφιλίωσης” με
την Ουάσινγκτον.
Εάν συμβεί αυτό, ενδεχομένως να αρθούν οι αμερικανικές κυρώσεις, αλλά και η
Τουρκία να αποκτήσει μαχητικά 4.5 γενιάς (ως ενδιάμεση λύση), να κάνει
επιπλέον αναβαθμίσεις στον υπάρχοντα στόλο των F-16 με τη βοήθεια των ΗΠΑ,
ίσως να αγοράσει μερικά ολοκαίνουργια F-16V, ή και να προμηθευτεί τον κινητήρα
για τα TF-X από την Ουάσινγκτον.
Ωστόσο, εάν παραμείνουν αυτά τα εκκρεμή ζητήματα, οι επιλογές της Τουρκίας θα
είναι πολύ πιο περιορισμένες. Σε αυτό το σενάριο, οι αναλυτές προβλέπουν
παράταση των κυρώσεων CAATSA και επέκταση των τουρκικών σχέσεων με τη Ρωσία
και το Ιράν. Αυτό το σενάριο θα μπορούσε να περιορίσει σοβαρά τις επιλογές της
Τουρκίας για αγορά μαχητικών αεροσκαφών και όπλων από τη Δύση.
Αυτό θα οδηγούσε στη Ρωσία, η οποία θα μπορούσε να πουλήσει στην Άγκυρα Su-35
ως προσωρινή λύση, έως ότου το Su-57 είναι διαθέσιμο για εξαγωγή σε σημαντικό
αριθμό – κάτι που θα μπορούσε να διαρκέσει αρκετά χρόνια. Οι τελευταίες
εκδόσεις του πακιστανικού μχαητικού JF-17 τέταρτης γενιάς θα μπορούσε να είναι
μια άλλη εναλλακτική λύση. Η τουρκική πολεμική αεροπορία μπορεί, ακόμη, και να
ακολουθήσει το παράδειγμα του Ιράν, δηλαδή να βασιστεί στην κατασκευή
ανταλλακτικών στο έδαφός της για να παρατείνει τη διάρκεια ζωής των μαχητικών
της όσο το δυνατόν περισσότερο.
Οποιοδήποτε από αυτά τα τελευταία ενδεχόμενα θα απαιτούσε κάλλιστα
“δισεκατομμύρια δολάρια” και αρκετά χρόνια για να υλοποιηθεί.
Κατά συνέπεια, οι αναλυτές πιστεύουν ότι η επίλυση αυτών των εκκρεμών διαφορών
με την Ουάσιγκτον είναι η πιο εφικτή επιλογή για την τουρκική πολεμική
αεροπορία δεδομένου ότι, στην καλύτερη περίπτωση, θα της επέτρεπε να αποκτήσει
έναν μικρό αριθμό F-35 που θα μπορούσαν να παραδοθούν περίπου το 2025-26.
Οι αναλυτές εμμένουν στην ανάγκη επίλυσης του ζητήματος των S-400 για την
αποκατάσταση των στενών δεσμών και συνεργασίας μεταξύ της Τουρκίας και της
ευρύτερης συμμαχίας του ΝΑΤΟ. Ακόμα κι αν το Κογκρέσο των ΗΠΑ δεν άρει τις
πωλήσεις οπλικών συστημάτων στην Τουρκία, μια ολοκληρωμένη επίλυση του
ζητήματος S-400 θα μπορούσε τουλάχιστον να δώσει στην Άγκυρα περισσότερες
επιλογές στην ευρωπαϊκή αγορά. “Αυτό το σενάριο θα ανοίξει χώρο για το Ηνωμένο
Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πολωνία, την
Ολλανδία και τη Σουηδία, οι οποίες θα μπορούν να παράγουν, να πωλούν, να
δανείζουν, να χορηγούν και να παραδίδουν μαχητικά αεροσκάφη 4 ή και 4.5
γενιάς”, όπως εξηγούν.
Ωστόσο, η μόνη ρεαλιστική επιλογή που βλέπουν σε ένα τέτοιο σενάριο είναι το
βρετανικό μαχητικό Eurofighter Typhoon. Και αυτό επειδή το Ηνωμένο Βασίλειο
διατηρεί πολύ στενές σχέσεις με την Τουρκία από τις αρχές της δεκαετίας του
2000 και υποστήριξε την κυβέρνησή της, ιδίως μετά την αποτυχημένη απόπειρα
πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 2016.
Και εδώ, ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά. Η Βρετανία έχει μόνο έναν
μικρό αριθμό από μαχητικά Tranche 1 Typhoons, που χρησιμοποιεί για την
αεροπορική της άμυνα και για ασκήσεις.
Η εκμίσθωση Tranche 1 Typhoons από το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα ήταν εφικτή για
την Τουρκία, καθώς είναι ξεπερασμένα και σίγουρα δεν πληρούν τα πρότυπα γενιάς
4.5. Ενώ τα Tranche 2 Centurions (παράλληλα με τα γαλλικά Rafale F4) θα
παραμείνει μεταξύ των καλύτερων αεροσκαφών 4.5 γενιάς στην Ευρώπη κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του 2020, η μίσθωση μόλις 20-24 από αυτά στην Τουρκία
θα μπορούσε να ασκήσει μια αφόρητη πίεση στις περιορισμένες δυνατότητες της
Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας. Ταυτόχρονα, η Τουρκία δεν μπορεί να “επενδύσει
δισεκατομμύρια για εξελιγμένα αεροσκάφη πριν από το TF-X”.
Συνεπώς, η μόνη “λογική λύση” που προτείνουν οι αναλυτές της BlueMelange σε
αυτό το σενάριο είναι μια “συμφωνία-πακέτο” στην οποία η Τουρκία θα εκμισθώσει
για πρώτη φορά μια μοίρα με Tranche 2 Typhoon με πρόσβαση στο ραντάρ AESA και
δυνατότητα βολής με πυραύλους Meteor. Στη συνέχεια, η Άγκυρα θα παραγγείλει
περισσότερες μοίρες του Tranche 4 Typhoon, θα κλείσει το έργο TF-X, πιθανώς
μόνιμα, και θα ενταχθεί στο πρόγραμμα του Ηνωμένου Βασιλείου για την ανάπτυξη
του μαχητικού Tempest “έκτης γενιάς”.
“Μπορεί να λειτουργήσει αλλά θα δημιουργήσει τεράστια πολιτικά προβλήματα στην
Τουρκία”, δήλωσαν. “Επομένως, η Τουρκία πρέπει να επιλέξει και να επιμείνει
στη συμφιλίωση με τις ΗΠΑ και να αποκτήσει μαχητικά από αυτήν, αντί
οποιασδήποτε συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο”.
Η Τουρκία θα μπορούσε τελικά να αποφασίσει ότι η μόνη της επιλογή είναι να
αποχωρήσει από την αγορά είτε τη μίσθωση μαχητικών 4.5 γενιάς, και αντ’ αυτού
να αναζητήσει “κάποια μακροχρόνια ανάπτυξη δυτικών μαχητικών αεροσκαφών για
την υποστήριξη των τουρκικών F-16 υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο
αποστολών”.
“Για παράδειγμα, 24 αεροσκάφη του ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να προστατεύουν τη λεκάνη
της Μαύρης Θάλασσας ως μέρος μιας αποστολής του ΝΑΤΟ, ενώ άλλα 24 θα μπορούσαν
να αναπτυχθούν στις αεροπορικές βάσεις στο Ντιγιάρμπακιρ και στο Μπατμάν, με
επιπλέον 24 στη νοτιοανατολική βάση Ιντσιρλίκ”, ανέφεραν.