Η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων και οι ευρύτερες επιπτώσεις σε ΗΠΑ-Τουρκία
Του Marc pierini
Πολύ πριν από τις 3 Νοεμβρίου 2020, ήταν ξεκάθαρο ότι η προεδρία Biden-Harris θα ήταν μία βασισμένη στις αρχές, σταθερά εδραιωμένη στη δημοκρατία και στη δικαιοσύνη, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο κράτος δικαίου.
Από την ημέρα της ορκωμοσίας του προέδρου Biden, αυτές οι αρχές έχουν εφαρμοστεί από τον Λευκό Οίκο, από τον θάνατο του George Floyd μέχρι την περίπτωση του ηγέτη της αντιπολίτευσης στη Ρωσία Alexei Navalny, από τη Λευκορωσία μέχρι τους Ουιγούρους, από την πρόσβαση σε εμβόλια κατά του κορονοϊού μέχρι το σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης. Σε αυτά τα θέματα, η σελίδα έχει γυρίσει από την προεδρία του Donald Trump.
Η τελευταία αποτύπωση των αρχών της τρέχουσας κυβέρνησης είναι η δήλωση του Biden στις 24 Απριλίου, Ημέρα Μνήμης των Αρμενίων: η δολοφονία και απέλαση 1,5 εκατ. Αρμενίων που ξεκίνησε το 1915, ισοδυναμεί με γενοκτονία.
Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο ανακοινωθέν είναι προσεκτική και ακριβής. Αναφέρεται στις ωμότητες που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη στη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια στρέφεται στο μέλλον, στέλνοντας το μήνυμα ότι οι ΗΠΑ δεν απευθύνουν κατηγορίες στη σημερινή Τουρκία, αλλά προσπαθούν “να διασφαλίσουν ότι αυτό που έγινε δεν θα επαναληφθεί ποτέ”.
Η γενική αίσθηση του να τιμηθεί η μνήμη των θυμάτων προκειμένου να “παραμείνει πάντα σε εγρήγορση ενάντια στη διαβρωτική επίδραση του μίσους σε όλες τις μορφές του”, επαναλαμβάνεται περίπου πέντε φορές στην ανακοίνωση του Biden.
Από την πλευρά των Βρυξελλών, το ανακοινωθέν του Biden δείχνει μια ξεχωριστή σύγκλιση με την ΕΕ, όπου το σύνθημα “ποτέ ξανά” υπήρξε η θεμελιώδης αρχή από τη διακήρυξη του Schuman στις 9 Μαιου 1950.
Στα μάτια των παλαιότερων Ευρωπαίων, η ανακοίνωση επίσης στέλνει ένα έγκαιρο μήνυμα στους νεότερους πολίτες της Αμερικής και της Ευρώπης οι οποίοι θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να ξεχάσουν τις φρικαλεότητες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ξυπνάει τις ιστορικές χειρονομίες των διαδοχικών Γάλλων και Γερμανών ηγετών: ο Konrad Adenauer επισκέφθηκε τον Charles de Gaulle το 1958, ο Willy Brand γονάτισε στη Βαρσοβία το 1970, ο Helmut Kohl έδωσε τα χέρια με τον Francois Mitterrand στο Douaumont το 1984. Και ταιριάζει με τη συνεχή εστίαση του Emmanuel Macron στην ιστορική μνήμη.
Οι περισσότεροι πολίτες και πολιτικοί της Τουρκίας δεν είναι πιθανό να εντυπωσιαστούν από την ανακοίνωση του Joe Biden. Αντιθέτως, μια συντριπτική πλειοψηφία την απέρριψε αμέσως και ο πρόεδρος της Τουρκίας την έχει χαρακτηρίσει “αβάσιμη, άδικη και αναληθή”.
Αυτή η οργή δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Τα γεγονότα μεταξύ 1915-1923 -από την πτώση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, την χάραξη των συνόρων στη Συνθήκη των Σεβρών που δεν επικυρώθηκε ποτέ, τον πόλεμο ανεξαρτησίας του Μουσταφά κεμάλ, τη Συνθήκη της Λωζάννη, έως την ανακήρυξη της Δημοκρατίας το 1923- είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι της σημερινής Τουρκίας.
Αυτή η οργή για τη δήλωση του Βiden μπορεί να είναι σύντομη ή να έχει διάρκεια, αλλά η Τουρκία δεν θα αλλάξει τη στάση της, ιδιαίτερα καθώς πλησιάζουν οι εορτασμοί για τα 100 χρόνια δημοκρατίας της. Η αντιμετώπιση του παρελθόντος είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία, η οποία μπορεί να γίνει μόνο από τους ηγέτες και τους πολίτες μιας δεδομένης χώρας. Οι ξένοι γενικά έχουν πολύ μικρή επιρροή σε αυτό.
Η ισχυρή αντίδραση της Τουρκίας δεν θα κάνει τις ΗΠΑ, πολλά ευρωπαϊκά κράτη ή τη Ρωσία, να αλλάξουν την άποψη τους για τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Στις 26 Απριλίου, ο Τούρκος πρόεδρος διακήρυξε ότι “τώρα, πρέπει να βάλουμε στην άκρη τις διαφωνίες μας και να κοιτάξουμε ποια μέτρα μπορούμε να λάβουμε από τώρα και στο εξής”, σηματοδοτώντας μια προθυμία να προχωρήσει.
Ως εκ τούτου, βραχυπρόθεσμα, μια σιωπηρή αναγνώριση ότι “συμφωνούμε ότι διαφωνούμε”, είναι πιθανώς η καλύτερη τακτική. Ο πολιτικός διάλογος μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας θα στραφεί σε άλλα κρίσιμα θέματα.
Πραγματικά, οι σχέσεις ηπα-τουρκίας πιθανώς θα διαμορφωθούν από τον τομέα της ασφάλειας, όχι από ανακοινώσεις για το παρελθόν. Το κεντρικό ζήτημα είναι η νέα κατάσταση που δημιουργείται για τις ΗΠΑ, για την Ευρώπη και για το ΝΑΤΟ στο σύνολο της, από την ανάπτυξη των ρωσικών S-400 από την Τουρκία.
Παρόλη τη συζήτηση για την ελευθερία της Άγκυρας να πετύχει ισορροπία μεταξύ Ανατολής και Δύσης -που σημαίνει να μην “κλειδωθεί” στην διατλαντική συμμαχία και να είναι ελεύθερη να προμηθεύεται όπλα από όπου αποφασίσει- η πραγματικότητα είναι πως η εξαγορά των S400 έχει δώσει στη Ρωσία τρία μεγάλα στρατηγικά οφέλη.
Πρώτον, αποτρέπει τη μόνιμη ανάπτυξη των αμερικανικών Patriot στα νότια σύνορά της.
Δεύτερον, εξαλείφει την προοπτική του να δει έως και 120 αμερικανικά F35 stealth αεροσκάφη να αναπτύσσονται στην Τουρκία -100 σε επίγειες βάσεις, 20 στο αεροπλανοφόρο Anadolu- κάτι που θα συνιστούσε μια δυσοίωνη πρόκληση στα νότια σύνορά της.
Και τρίτον, υποχρεώνει το ΝΑΤΟ να επανεξετάσει την πυραυλική αμυντική του αρχιτεκτονική, με την αεροπορία της Τουρκίας να είναι χωρισμένη μεταξύ συμβατικών μονάδων που συνδέονται με το ΝΑΤΟ και πυραυλικών αμυντικών μονάδων που συνδέονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με τη Ρωσία.
Από την πλευρά της Ρωσίας, η οποία συχνά επικαλείται τον κίνδυνο του να “περικυκλωθεί από το ΝΑΤΟ”, αυτά είναι σημαντικά επιτεύγματα.
Για την Τουρκία, το να δει την αεροπορική της δύναμη να στερείται τόσο προηγμένων μαχητικών stealth και την αμυντική της βιομηχανία να χάνει τόσο πολλά δισ. δολάρια, είναι τεράστια αποτυχία. Επηρεάζει τη θέση της χώρας ως στρατιωτική δύναμη και ως κέντρο υψηλής τεχνολογίας.
Από την πλευρά της Δυτικής Ευρώπης και της αμερικανικής προοπτικής ασφάλειας, η νέα αυτή κατάσταση αναπόφευκτα δημιουργεί μια μεγάλη απώλεια εμπιστοσύνης στην Τουρκία, η οποία είναι μεγάλος εταίρος του ΝΑΤΟ.
Με το ιστορικό της αφήγημα να αμφισβητείται τόσο πολύ όσο και η στρατηγική της σχέση με το ΝΑΤΟ, η Άγκυρα θα χρειαστεί να βρει κάποια νέα προσέγγιση με μια αμερικανική κυβέρνηση που θέτει τις αρχές και τα στρατηγικά ζητήματα τόσο υψηλά στην ατζέντα.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο ΕΔΩ