Πρώτη καταχώρηση: Παρασκευή, 2 Οκτωβρίου 2020, 21:23
Σύσταση προς την ελληνική κυβέρνηση να προσέξει ιδιαίτερα τις κρατικές εγγυήσεις που παρέχει για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις, να διατηρήσει σταθερές τις τράπεζες, καθώς και να έχει δημοσιονομικό μαξιλάρι για κάθε ενδεχόμενο, απευθύνει το ΔΝΤ στη Δήλωση Συμπερασμάτων, μετά τον καθιερωμένο έλεγχο της ελληνικής οικονομίας ως δανειστής.
Το ΔΝΤ επιμένει σε μακροχρόνια ανάπτυξη μόλις κατά 1% και σε πρωτογενές έλλειμμα φέτος περίπου στο 6,7%. Επικροτεί το σχέδιο της ΤτΕ για τα κόκκινα δάνεια και βλέπει κινδύνους λόγω κρατικών εγγυήσεων, πιθανής πρόσθετης στήριξης στις τράπεζες και νέου κύματος NPLs.
Εκτιμά ότι το χρέος είναι βιώσιμο, ωστόσο ζητεί από την κυβέρνηση να έχει δημοσιονομικό “μαξιλάρι” για το ενδεχόμενο ένα κακό σενάριο πανδημίας να λάβει χώρα. Ζητά μέτρα στήριξης και το 2021 αλλά και επιτάχυνση μεταρρυθμίσεων.
Για το πακέτο οικονομικής στήριξης της Κυβέρνησης το ΔΝΤ λέει ότι «είναι μεγάλο, έγκαιρο, και κατάλληλα αποτελούμενο από κυρίως προσωρινά μέτρα εντός του προϋπολογισμού που στοχεύουν σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις που επλήγησαν σφοδρά. Η έκτακτη αντίδραση εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) επέτρεψε στην Ελλάδα να υιοθετήσει τα απαραίτητα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης, ενώ οι διευκολύνσεις του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) απαλύνουν την άμεση επίδραση της πανδημίας στις τράπεζες».
Το Ταμείο εκτιμά ότι η οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 9,5% το 2020, προτού να ανακάμψει σταδιακά στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Η μεγάλη στήριξη της ελληνικής οικονομίας από τον τουρισμό την κάνει ιδιαίτερα ευάλωτη εκτιμά το Ταμείο.
Αναμένει η ανάκαμψη το 2021-22 να οδηγήσει σε μια μέση μεγέθυνση 5% ετησίως, υποστηριζόμενη από τους πόρους του Σχεδίου Ανάκαμψης και από «μια ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης».
Ωστόσο, παραμένει στη δυσοίωνη πρόβλεψή του για μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης μόλις 1%. Επισημαίνει ότι «καθώς το πρόγραμμα NGEU (Ταμείο Ανάκαμψης) θα φθίνει σταδιακά, «η ανάπτυξη προβλέπεται να επιστρέψει στο μακροχρόνιο δυνητικό ποσοστό του 1%».
Πηγές του Ταμείου τόνιζαν εξάλλου ότι το ποσοστό της ανεργίας στα τέλη του έτους εκτιμάται περί το 20%
Αναλυτικά, στη Δήλωση Συμπερασμάτων του Προσωπικού του ΔΝΤ στο πλαίσιο της Δεύτερης Αποστολής Μετα-Προγραμματικής Παρακολούθησης επισημαίνει πως:
* Το σοκ του COVID-19 διέκοψε τη μέτρια οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας. To ΑΕΠ συστάλθηκε κατά 7,9% στο πρώτο εξάμηνο του 2020, μια απότομη πτώση από την ανάπτυξη κατά 1,9% το 2019, καθώς το lockdown είχε βαριά αρνητική επίπτωση στην εγχώρια ζήτηση και τον τουρισμό.
* To ποσοστό της ανεργίας αυξήθηκε αξιοσημείωτα από τον Μάρτιο και μετά, πάρα τα σημαντικά μέτρα για τη στήριξη της απασχόλησης.
* Το πρωτογενές έλλειμμα προβλέπεται στο 6,75% ως συνέπεια της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των μέτρων τόνωσης που υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση.
Κίνδυνοι λόγω κρατικών εγγυήσεων, πιθανής πρόσθετης στήριξης στις τράπεζες και νέο κύμα NPLs
Το ΔΝΤ αναφέρει ότι «σημαντικές αβεβαιότητες και αρνητικοί κίνδυνοι συνεχίζουν να πλανώνται πάνω από τις προοπτικές της οικονομίας. Μια παρατεταμένη πανδημία συνοδευόμενη από μια μόνιμη πτώση του παγκόσμιου τουρισμού θα οδηγούσε σε σημαντική επιδείνωση των προοπτικών της οικονομίας, ενώ αντίθετα μια ταχεία ανακάλυψη και μαζική διανομή του εμβολίου θα βοηθούσαν στην τόνωση της ανάκαμψης».
Δυνητικές υποχρεώσεις της κυβέρνησης θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν από «νέες και υφιστάμενες κρατικές εγγυήσεις, από την πιθανή πρόσθετη στήριξη σε τράπεζες και επιχειρήσεις στα πλαίσια ενός δυσμενούς σεναρίου, αλλά και από συνεχιζόμενες δικαστικές υποθέσεις ενάντια σε βασικές μεταρρυθμίσεις του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής», τονίζει το ΔΝΤ.
Μιλά δε και για ένα νέο κύμα Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (MEA) που «θα μπορούσε να αναδυθεί στον τραπεζικό τομέα μετά την υποχώρηση των κυβερνητικών μέτρων στήριξης και των εποπτικών διευκολύνσεων».
Το χρέος είναι βιώσιμο αλλά πρέπει να υπάρξει δημοσιονομική πρόβλεψη για πιθανό κακό σενάριο πανδημίας
«Η μεσοπρόθεσμη δυνατότητα αποπληρωμής του δημοσίου χρέους της Ελλάδας παραμένει επαρκής. Αυτό αντανακλά τις διαχειρίσιμες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες υπό το βασικό σενάριο, που οφείλονται μερικώς στην αυξημένη στήριξη από την ΕΕ και την ΕΚΤ, καθώς και από το σημαντικό μαξιλάρι ρευστότητας», εκτιμά το Ταμείο.
Αναφέρει ότι, μετά από μια αύξηση το 2020, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας προβλέπεται να μειωθεί σταδιακά στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αν και παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με προηγούμενες προβλέψεις.
Εξηγεί ότι η αξιολόγηση του προσωπικού αναφορικά με τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας παραμένει αμετάβλητη και θα αναθεωρηθεί στο πλαίσιο της επόμενης Διαβούλευσης του Άρθρου IV.
Επισημαίνει ότι η δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους «θα υπονομευόταν στην περίπτωση πραγματοποίησης σημαντικών αρνητικών κινδύνων, γεγονός που θα απαιτούσε μια ισχυρή προκυκλική δημοσιονομική προσαρμογή και/ή περαιτέρω ενίσχυση από τους Ευρωπαίους εταίρους». Γι΄αυτό τον λόγο «η διατήρηση των διευκολύνσεων και η καλή χρήση του δημοσιονομικού χώρου θα πρέπει να είναι η βραχυπρόθεσμη προτεραιότητα».
Ανάγκη μέτρων στήριξης
«Με δεδομένο το μεγάλο παραγωγικό κενό και προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος πρόκλησης μόνιμης οικονομικής ζημιάς από την πανδημία, οι αρχές θα πρέπει να αποφύγουν μια απότομη δημοσιονομική συστολή το 2021 και να στοχεύσουν σε ένα πρωτογενές έλλειμμα τουλάχιστον 2 τοις εκατό του ΑΕΠ. Η δημοσιονομική στήριξη θα πρέπει να είναι εμπροσθοβαρής εν όψει της εκταμίευσης των πόρων του NGEU (αναμένεται περίπου στα μέσα του 2021), και το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να βελτιωθεί δίνοντας προτεραιότητα στις δαπάνες υγείας, στην αντιμετώπιση των κενών κάλυψης στο Κοινωνικό Επίδομα Αλληλεγγύης, και στην επέκταση των ευκαιριών για την επανακατάρτιση του εργατικού δυναμικού» αναφέρει.
Επισημαίνει δε ότι «η εκτέλεση των δημοσίων επενδύσεων θα πρέπει να ενισχυθεί ώστε να τονώσει την αποτελεσματικότητα της χρηματοδότησης του NGEU, ενώ καθώς η επίδραση του COVID-19 θα υποχωρεί μεσοπρόθεσμα, τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης προς τις επιχειρήσεις θα πρέπει να βασίζονται όλο και περισσότερο σε αξιολογήσεις βιωσιμότητας».
Ανάγκη για συνολική στρατηγική για τις τράπεζες
«Μια ευρεία γκάμα μέτρων στήριξης θα απαλύνουν και θα καθυστερήσουν την αρνητική επίδραση της πανδημίας στις τράπεζες, αλλά μια συνολική στρατηγική για την αντιμετώπιση μακροχρόνιων αδυναμιών παραμένει προτεραιότητα” αναφέρει. “Επιπλέον των νομισματικών και εποπτικών ενισχύσεων της ΕΚΤ, οι επιδοτήσεις για τα επιτόκια και την πληρωμή ενυπόθηκων δανείων που υιοθετήθηκαν από τις ελληνικές αρχές θα βοηθήσουν την στήριξη τόσο των δανειοληπτών όσο και των τραπεζών κατά την περίοδο 2020-21» επισημαίνει.
Ουσιαστικά επικροτεί την πρόταση της ΤτΕ για Bad Bank λέγοντας πως «ενώ η παροχή κρατικών εγγυήσεων στις τιτλοποιήσεις των τραπεζών (πρόγραμμα Ηρακλής) είναι ευπρόσδεκτη και προχωρά, δεν αποτελεί μια συνολική λύση καθώς αφήνει ένα σημαντικό όγκο ΜΕΑ στους ισολογισμούς των τραπεζών και δεν αντιμετωπίζει την χαμηλή ποιότητα του τραπεζικού κεφαλαίου. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη δημιουργία μιας Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων θα μπορούσε να αποτελέσει μια σημαντική προσθήκη στην εργαλειοθήκη.
Η πανδημία θα μπορούσε να προσθέσει περαιτέρω πίεση στον τραπεζικό τομέα και θα μπορούσε να υπονομεύσει τη βελτίωση στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων που σημειώθηκε κατά την τελευταία δεκαετία, απαιτώντας αποτελεσματικά εργαλεία για την επίλυση των δυσχερειών στα χρέη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Υπό αυτό το πρίσμα, το νέο προσχέδιο του πτωχευτικού κώδικα των αρχών είναι μια υποσχόμενη και έγκαιρη πρωτοβουλία, αν και η εφαρμογή του ως προς την διευκόλυνση των αναδιαρθρώσεων και την ελαχιστοποίηση του ηθικού κινδύνου θα είναι κρίσιμης σημασίας για την αποτελεσματικότητά του».