Της Ναντίν Χαρδαλιά
Απολύτως ψευδείς χαρακτηρίζει ο Γιάνης Βαρουφάκης τις σε βάρος του κατηγορίες για απείθεια έναντι στελεχών του Λιμενικού Σώματος στην Αίγινα κατά τον έλεγχό του στη διάρκεια της καραντίνας τον περασμένο Απρίλιο, αποδίδοντας τη δικογραφία που εξετάζει η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής, σε πολιτική του δίωξη, που εγείρει όπως αναφέρει υποψίες συμμετοχής αξιωματικών του Λιμενικού και ζητά την απόρριψη της δικογραφίας με το αίτημα άρσης ασυλίας του ως «συνταγματικά και ηθικά απαράδεκτης».
Στο υπόμνημα που απέστειλε ο επικεφαλής του ΜέΡΑ25 στην αρμόδια Επιτροπή, προς παροχή εξηγήσεων, αναφορικά με το περιστατικό που είχε προκαλέσει σωρεία αντιδράσεων, υποστηρίζει πως την πρώτη φορά που δέχτηκε έλεγχο απέδειξε ότι δεν παραβίαζε τα περιοριστικά μέτρα για τον κορωνοϊό καθώς εξαιρούνταν ως βουλευτής αυτών, προκειμένου να μετακινηθεί από την Αίγινα στην Αθήνα και τη Βουλή, ώστε να ασκήσει απρόσκοπτα τα κοινοβουλευτικά του καθήκοντα, ενώ για τη δεύτερη επίμαχη φορά διαψεύδει κατηγορηματικά ότι αρνήθηκε τον έλεγχο και τον ψεκασμό του αυτοκινήτου του, ισχυριζόμενος πως σταμάτησε κανονικά, του ζητήθηκε η επίδειξη Ε1 κι αφού ο ίδιος εξήγησε πως δεν απαιτείται για τους βουλευτές, επέδειξε τη βουλευτική ταυτότητα και προχώρησε με ελάχιστη ταχύτητα αναμένοντας στην ουρά για τον ψεκασμό του Ι.Χ του στο πλαίσιο των υγειονομικών μέτρων έναντι του κορωνοϊού.
«Συμπερασματικά, η κατάθεση της εναντίον μου δικογραφίας που έρχεται σε σύγκρουση με βασικές Συνταγματικές επιταγές αποτελεί μια ιδιαίτερα κακή στιγμή για το Λιμενικό Σώμα που, έτσι, ελκύει πάνω του εύλογες υποψίες για συμμετοχή αξιωματικών του σε πολιτική δίωξη Προέδρου Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Η προστασία τόσο των ανδρών και γυναικών του Λιμενικού Σώματος όσο και του Συντάγματος απαιτεί την απόρριψη της εν λόγω δικογραφίας με συνοπτικές διαδικασίες», καταλήγει χαρακτηριστικά ο κ. Βαρουφάκης, ζητώντας από τα μέλη της Επιτροπής Δεοντολογίας, που συνεδριάζουν αυτή την ώρα, να μην άρουν τη βουλευτική του ασυλία.
Αναλυτικά το υπόμνημα του κ. Βαρουφάκη έχει ως εξής:
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
Προς την Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας
Αθήνα, 7η Οκτωβρίου 2020
Αξιότιμα μέλη της Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας,
Αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι,
Το παρόν υπόμνημα αφορά τη δικογραφία που σήμερα καλείστε να αξιολογήσετε υπ. αριθ. ΑΒΜ Γ20/198, διαβιβασθείσα στη Βουλή των Ελλήνων με το αριθ. πρωτ. 29054/15-7-1010 έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, αλλά και νέα, αντίστοιχη, δικογραφία υπ. αριθ. Γ20/418 για το ίδιο ζήτημα που διαβιβάστηκε στη Βουλή με το αριθ. πρωτ. 46564/1-10-2020 έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Προτού υπεισέλθω στις λεπτομέρειες της υπόθεσης, επιτρέψτε μου να σας μεταφέρω τη γνώμη μου πως οι εν λόγω δικογραφίες, εφόσον δεν απορριφθούν ως συνταγματικά και ηθικά απαράδεκτες, θα πλήξουν τον Κοινοβουλευτισμό, θα υπονομεύσουν το Σύνταγμα, και θα δηλητηριάσουν τον πολιτικό μας πολιτισμό.
Όπως είμαι σίγουρος ότι έχετε αντιληφθεί, η μετάβασή μου από την οικία μου στην Αίγινα (όπου βρήκαν την σύζυγό μου κι εμένα τα περιοριστικά μέτρα) προς τη Βουλή, που αποκλειστικό σκοπό είχε να λάβω τον λόγο σε σημαντικές συνεδριάσεις της Ολομέλειας της Βουλής, έγινε αντικείμενο πολιτικής σκευωρίας και, με τις εν λόγω δικογραφίες, πολιτικής δίωξης εναντίον μου.
Η δικογραφία που κατατέθηκε και την οποία συζητείτε σήμερα, καθώς και η δεύτερη αντίστοιχη που κατατέθηκε πιο πρόσφατα, αμφισβητεί το αδιαμφισβήτητο συνταγματικό και ηθικό μου δικαίωμα, καθώς και την πολιτική μου υποχρέωση, να έρθω στο Μέγαρο της Βουλής (και, βέβαια, να επιστρέψω στον τόπο που κατοικούσα πριν την επιβολή περιοριστικών μέτρων) ώστε να απευθύνω τον λόγο σε εσάς και τους υπόλοιπους συναδέλφους ως βουλευτής και Πρόεδρος Κ.Ο.. Συνεπώς, κρίνω πως η Επιτροπή σας θα θέσει την εν λόγω δικογραφία στο αρχείο ως απαράδεκτη.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΝΙΟΝ ΣΑΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ
Πριν την επιβολή των περιοριστικών μέτρων μέσω της ΥΑ Δ1α/22.3.2020 (ΦΕΚ τ. Β’ 986), η σύζυγός μου κι εγώ είχαμε μετακομίσει στην οικία μας στην Αίγινα – όπου βεβαίως κατοικούσαμε την 22α Μαρτίου – ημέρα έναρξης των περιοριστικών μέσων. Σκοπός μου ήταν να παραμείνω σταθερά εκεί, σεβόμενος την απαγόρευση μετακινήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο μάλιστα, αιτήθηκα δημοσίως από τον Πρόεδρο της Βουλής με το αριθ. πρωτ. 1158/2-4-2020, εκ μέρους όλης της Κ.Ο. του ΜέΡΑ25, να δοθεί η δυνατότητα στους βουλευτές να συμμετέχουν στην Ολομέλεια μέσω τηλεδιάσκεψης. Καθώς το αίτημα αυτό απορρίφθηκε, αναγκάστηκα να μεταβώ στην Αθήνα, ακτοπλοϊκώς (μέσω Πειραιά), αρκετές φορές εν μέσω «καραντίνας» αποκλειστικά για να λάβω τον λόγο στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων.
Το δικαίωμά μου αυτής της μετακίνησης ήταν αδιαμφισβήτητο και συνταγματικά κατοχυρωμένο. Αν και δεν χρειάζεται να το αιτιολογήσω στα μέλη της Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας, καθώς όλες κι όλοι γνωρίζετε καλά το Σύνταγμα, η κατάθεση δικογραφίας εναντίον μου με αναγκάζει, για τυπικούς λόγους να το κάνω στο ακόλουθο πλαίσιο:
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΡΟΣΚΟΠΤΩΝ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ
Το Σύνταγμα εξασφαλίζει στους βουλευτές το δικαίωμα της άσκησης των καθηκόντων τους με τρόπο που να μην δύναται να περιορίζει η εκτελεστική εξουσία μέσω των οργάνων που ελέγχει και εποπτεύει – συμπεριλαμβανομένων των οργάνων τήρησης της τάξης (Αστυνομία, Λιμενικό κλπ). Αυτή η εξασφάλιση του δικαιώματος να μετακινούνται και να ασκούν τα καθήκοντα τους κατά το δοκούν, ανεπηρέαστοι από την εκτελεστική εξουσία, παρέχεται στους βουλευτές ως θεσμικά κι όχι ως φυσικά πρόσωπα που προστατεύονται από κάθε είδους σκοπιμότητες και από οποιονδήποτε περισπασμό όπως σαφώς ορίζουν τα άρθρα 51 παρ. 2 και 60 παρ. 1 του Συντάγματος.
Συγκεκριμένα το Άρθρο 62 του Συντάγματος ορίζει ότι «όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος…» Από τη διατύπωση και τη συστηματική ερμηνεία της συνταγματικής ρήτρας προκύπτει με σαφήνεια ότι οι βουλευτές εξαιρούνται ρητώς από οποιονδήποτε περιοριστικό όρο έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο, για την άσκηση των καθηκόντων τους. Για αυτό το λόγο, το Άρθρο 1 της ΥΑ Δ1α/22.3.2020 (ΦΕΚ τ. Β’ 986), που επιβλήθηκε για λόγους διασφάλισης της δημοσίας υγείας εν καιρώ της τρέχουσας πανδημίας, ρητώς αναφέρει ότι, συμφώνα με την συνταγματική επιταγή, ο εν λόγω περιορισμός δεν καταλαμβάνει μέλη της Κυβέρνησης, Υφυπουργούς, Βουλευτές κ.λπ., «για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους».
Συγκεκριμένα το άρθρο 1 της ΥΑ Δ1α/22.3.2020 (ΦΕΚ τ. Β’ 986) ορίζει ότι:
«1. Για επιτακτικούς λόγους αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας που συνίστανται στη μείωση του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, επιβάλλεται ως μέτρο πρόληψης και για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, περιορισμός της κυκλοφορίας των πολιτών εν όλω στην Επικράτεια. Ο περιορισμός ισχύει για το χρονικό διάστημα από 23.03.2020 ώρα 06:00 έως και 06.04.2020 και ώρα 06:00. Ο περιορισμός δεν καταλαμβάνει μέλη της Κυβέρνησης, Υφυπουργούς, Γενικούς Γραμματείς, Ειδικούς Γραμματείς και Υπηρεσιακούς Γραμματείς, Βουλευτές, Δημάρχους, Αντιδημάρχους, Περιφερειάρχες, Αντιπεριφερειάρχες και Συντονιστές Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, για μετακινήσεις που αφορούν στην άσκηση των καθηκόντων τους, όσους υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις, καθώς και το ιατρικό, νοσηλευτικό και παραϊατρικό προσωπικό, το διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό του Υπουργείου Υγείας και των αρμόδιων φορέων προστασίας και παροχής υπηρεσιών υγείας και το εξουσιοδοτημένο προσωπικό της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους».
ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΑ: Μετά την απλή επίδειξη της βουλευτικής ταυτότητας, κανένα όργανο της Αστυνομίας ή του Λιμενικού δεν έχει το δικαίωμα να εμποδίσει την μετακίνηση βουλευτή είτε κατά την περίοδο ισχύος των περιοριστικών μέτρων είτε σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή.
Δυστυχώς, κατά την περίοδο της ισχύος των περιοριστικών μέτρων, αξιωματικοί του Λιμενικού υπέπεσαν, κατ’ εξακολούθηση, σε υπέρβαση καθήκοντος αμφισβητώντας το γεγονός ότι αρκούσε η απλή επίδειξη της βουλευτικής μου ταυτότητας κατά την επιστροφή μου από το Μέγαρο της Βουλής, μέσω Πειραιά, ακτοπλοϊκώς προς την Αίγινα.
Σημειώνοντας άλλη μια φορά πως, σε κάθε μια από εκείνες τις περιπτώσεις επέστρεφα στην οικία μου στην Αίγινα μετά από μετάβαση στην Αθήνα για να λάβω τον λόγο στην Ολομέλεια της Βουλής, καταστώ γνωστό στην Επιτροπή σας την επιμονή κάποιων αξιωματικών του Λιμενικού ότι δεν είχα το δικαίωμα να επιστρέφω στην Αίγινα χωρίς την επίδειξη Ε1 που να αναφέρει την οικία μου στην Αίγινα. Πρόκειται (βλ. πλαίσιο πιο πάνω) για τον ορισμό της υπέρβασης καθήκοντος και της παραβίασης των συνταγματικών μου δικαιωμάτων ως βουλευτή και Πρόεδρου Κ.Ο.
Σας καθιστώ ακόμα ενήμερους πως, μετά την «διαρροή» περί σύνταξης δικογραφίας εναντίον μου από το Λιμενικό για «παραβίαση των περιοριστικών μέτρων» στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (που στο μεταξύ δεν έχασαν την ευκαιρία να ρίξουν λάσπη μέσω πηχυαίων τίτλων περί «Διακοπών στην Αίγινα» και περί «Παραβίασης της Καραντίνας»), και αφού πλέον κάποιοι έγκριτοι δημοσιογράφοι, νομικοί και συνάδελφοι βουλευτές παρενέβησαν για να θυμίσουν το συνταγματικό και ηθικό μου δίκαιο, τότε η κατηγορία «μεταλλάχθηκε». Για την ακρίβεια, από «παραβίαση των περιοριστικών μέτρων» η εναντίον μου κατηγορία «μετατράπηκε» σε «απείθεια», στη βάση του ισχυρισμού ότι, κατά την αποβίβασή μου στην Αίγινα την 8η Απριλίου (μία από τις περιπτώσεις της πιο πάνω αναφερόμενης υπέρβασης καθήκοντος αξιωματικού του Λιμενικού), δεν δέχθηκα τον έλεγχο, δεν σταμάτησα το αυτοκίνητό μου, και δεν επέτρεψα τον ψεκασμό του. Δηλώνω ενώπιον της Επιτροπής σας πως ο ισχυρισμός αυτός είναι απολύτως ψευδής. Για την ακρίβεια:
Την 8η Απριλίου, κατά την έξοδο από το πλοίο της γραμμής στο λιμάνι της Αίγινας με το αυτοκίνητό μου, σταμάτησα κανονικά όταν μου ζητήθηκε από αξιωματικό του Λιμενικού το Ε1. Του επέδειξα τη βουλευτική μου ταυτότητα λέγοντας επακριβώς τα εξής: «Σας την επιδεικνύω για να επιβεβαιώσω πως είμαι βουλευτής σε περίπτωση που δεν με αναγνωρίσατε». Επέμεινε ότι απαιτείται Ε1. Του εξήγησα ότι το Ε1 δεν απαιτείται για μετακίνηση βουλευτών, τον συμβούλευσα να προβεί σε όποιες κινήσεις κρίνει, και με ελάχιστη ταχύτητα προχώρησα προς την ουρά πίσω από άλλα αυτοκίνητα όπου γινόταν ο ψεκασμός οχημάτων. Μόνον αφού, περίπου δέκα λεπτά αργότερα ολοκληρώθηκε ο ψεκασμός, συνέχισα προς την οικία μου.
Συμπερασματικά, η κατάθεση της εναντίον μου δικογραφίας που έρχεται σε σύγκρουση με βασικές Συνταγματικές επιταγές αποτελεί μια ιδιαίτερα κακή στιγμή για το Λιμενικό Σώμα που, έτσι, ελκύει πάνω του εύλογες υποψίες για συμμετοχή αξιωματικών του σε πολιτική δίωξη Προέδρου Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Η προστασία τόσο των ανδρών και γυναικών του Λιμενικού Σώματος όσο και του Συντάγματος απαιτεί την απόρριψη της εν λόγω δικογραφίας με συνοπτικές διαδικασίες.
Με εκτίμηση,
Γιάνης Βαρουφάκης
Πηγή: skai.gr