Αναφέρεται στό Γεροντικό, ότι ήταν κάποιος μοναχός, πού γόγγυζε, επειδή έμενε σέ μέρος απόμερο, καί έπρεπε να κουβαλεί γιά τίς ανάγκες του νερό από πολύ μακριά.
Μιά μέρα, ενώ περπατούσε, μεταφέροντας τό νερό, συνάντησε κάποιο στό δρόμο του.
«Ποιός είσαι;» τόν ερωτά.
«Είμαι άγγελος Κυρίου», τού αποκρίνεται, «καί μέ έστειλε o Θεός νά μετρώ τά βήματά σου, γιά νά πάρης τήν ανταμοιβή σου, ανάλογα μέ τήν υπομονή σου».
Κι’ αμέσως o Άγγελος εξαφανίστηκε. Σκέφτηκε o μοναχός καί είπε: «Άν μέ τό νά διανύω αυτή τήν απόσταση, o Θεός έστειλε Άγγελο νά μετρά τά βήματά μου, καί μού επιφυλάσσει μισθό, συμφέρει όχι μόνο νά μήν γογγύζω, αλλά μετά χαράς νά υπομείνω κι’ άλλους κόπους, ακόμα μεγαλύτερους».
Γι’ αυτό καί εγκατέλειψε τό κελλί του, καί έκτισε άλλο πολύ πιό μακριά από τήν πηγή τού νερού!