Ο Υπαλληλικός Κώδικας θεωρεί ιδιαίτερα σημαντική την άσκηση του δικαιώματος απολογίας του υπαλλήλου στη διάρκεια της πειθαρχικής δίκης, αφού θεσπίζει την κλήση του υπαλλήλου προς απολογία ως υποχρεωτική προκειμένου να ολοκληρωθεί η δημοσιοϋπαλληλική πειθαρχική δίκη και να επιβληθεί η πειθαρχική ποινή.
Συγκεκριμένα το άρθρο 134 παρ. 1 ΥΚ προβλέπει «Πειθαρχική ποινή δεν επιβάλλεται, εάν ο υπάλληλος δεν κληθεί προηγουμένως σε απολογία. Η εξέταση του διωκομένου κατά το στάδιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης ή της πειθαρχικής ανάκρισης δεν αναπληρώνει την κλήση σε απολογία». Το δικαίωμα της απολογίας συνιστά τη βασική έκφανση του δικαιώματος άμυνας και του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης , αφού κατά την απολογία μπορεί ο υπάλληλος να προσκομίσει υπερασπιστικό αποδεικτικό υλικό και να αμφισβητήσει και να βάλλει κατά του αποδεικτικού υλικού που έχει προσκομιστεί εναντίον του.
Η κλήση πρέπει να είναι έγγραφη και να επιδίδεται εγκαίρως ούτως ώστε να είναι πραγματικά εφικτή η απολογία του πειθαρχικώς διωκόμενου. Προκειμένου να ασκηθεί το δικαίωμα της απολογίας, πρέπει ο υπάλληλος να έχει λάβει προηγουμένως γνώση των στοιχείων της υπόθεσης, λαμβάνοντας, εφόσον το επιθυμεί, αντίγραφα από το φάκελο της υπόθεσης (άρ. 135 παρ. 3 ΥΚ). Ο υπάλληλος στην απολογία του δύναται να παρίσταται με δικηγόρο. Η απολογία είναι πάντοτε έγγραφη, ενώ επιτρέπεται και η προφορική συμπληρωματική απολογία ενώπιον του αρμοδίου οργάνου (άρ. 135 παρ. 1 ΥΚ).
Ωστόσο τι συμβαίνει στην περίπτωση που η Διοίκηση παρακάμπτει την υποχρέωση της για κλήση σε απολογία; Σε αυτή την περίπτωση η παράλειψή της συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, με συνέπεια η σχετική απόφαση να πάσχει από ακυρότητα. Κατά συνέπεια ο υπάλληλος δύναται να καταφύγει στα διοικητικά δικαστήρια και να προσβάλει την απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου. Ουσιώδης τύπος της πειθαρχικής διαδικασίας δεν είναι καθαυτή η άσκηση του δικαιώματος της απολογίας, αλλά η νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήση του υπαλλήλου σε απολογία. Αυτό σημαίνει πως αν ο υπάλληλος προβεί σε υποβολή έγγραφης απολογίας, η παράλειψη της κλήσης σε απολογία θεραπεύεται.
Το δημοσιοϋπαλληλικό πειθαρχικό δίκαιο αποσκοπεί στην προάσπιση και την αποκατάσταση της πειθαρχίας μέσα στη δημόσια υπηρεσία προς το σκοπό της καλύτερης λειτουργίας της. Οι πειθαρχικές διατάξεις έχουν ταυτόχρονα και ένα ρόλο διασφάλισης, προάσπισης και σεβασμού των δικαιωμάτων των υπαλλήλων του δημοσίου. Συγκεκριμένα, αποσκοπούν στην κρίση των πειθαρχικών παραπτωμάτων υπό τις εγγυήσεις της πειθαρχικής διαδικασίας με απώτερο στόχο να διαφυλαχθεί όχι μόνον το υπαλληλικό καθεστώς, αλλά και η προσωπικότητα του υπαλλήλου.
Παρ’ όλο που δεν υφίσταται μια ρητή διάταξη που να επιτάσσει ρητά την υποχρέωση σεβασμού της προσωπικότητας του πειθαρχικά διωκόμενου υπαλλήλου, η εν λόγω υποχρέωση συνάγεται από μία σειρά διατάξεων, που αποδεικνύουν ότι το πειθαρχικό δίκαιο δεν περιορίζεται και δεν εξαντλείται στην τιμωρητική του διάσταση, αλλά εξετάζει την ενδεχομένη ενοχή του πειθαρχικά διωκομένου, σεβόμενο τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις για το σεβασμό της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας καθενός, επομένως και του υπαλλήλου που διώκεται πειθαρχικά. Στις διατάξεις αυτές συγκαταλέγονται οι εγγυήσεις κατά την πειθαρχική ανάκριση και η απολογία του υπαλλήλου.
Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου, στο dikigorosergatologos.gr