Πρώτη καταχώρηση: Δευτέρα, 5 Οκτωβρίου 2020, 15:33
Χαμηλή είναι η συνολική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με ένα σημαντικό εύρος κρίσιμων δεικτών. Ωστόσο, παρά τα προσωρινά προβλήματα λόγω της πανδημίας, εντοπίζονται θετικές εξελίξεις στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε ένα εύρος θεσμών και λειτουργιών του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, όπως για την προσέλκυση επενδύσεων και τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και των συνθηκών απασχόλησης.
Αυτά αναφέρονται στην ετήσια έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας για το έτος 2020, που δημοσιοποίησε σήμερα το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).
Στην έκθεση παρουσιάζεται μια αποτίμηση των επιδράσεων της πρόσφατης κρίσης λόγω της πανδημίας του COVID-19 καθώς και των αντίμετρων με σκοπό τον περιορισμό της ύφεσης. Η ανάλυση δείχνει ότι οι μακροοικονομικές διαταραχές που επιφέρει η πανδημία συνδέονται άμεσα με προϋπάρχουσες συνθήκες που διέπουν τη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας.
Στην επιτελική σύνοψη αναφέρεται ότι οι συνθήκες αυτές κρατούν την παραγωγικότητα της χώρας σε σημαντική απόσταση από το όριο παραγωγικότητας των πλέον προηγμένων χωρών της Ευρώπης και παγκοσμίως και την οδηγούν σε απόκλιση από τις οικονομίες των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
Μεταξύ άλλων παραγόντων, ορισμένοι από τους οποίους είναι κοινοί και επιβραδύνουν την παραγωγικότητα των προηγμένων οικονομιών, η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει επηρεαστεί σημαντικά αρνητικά από τη μείωση της έντασης κεφαλαίου (αποεπένδυση), τις χαμηλές επιδόσεις στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, και τη σχετικά υψηλή συνεισφορά στο ΑΕΠ κλάδων χαμηλής παραγωγικότητας.
Η κατάσταση της πανδημίας συμβάλλει περαιτέρω στη μείωση των επενδύσεων, την αύξηση της ανεργίας, και την επιδείνωση του ισοζυγίου του προϋπολογισμού, του δημόσιου χρέους και των διασυνδέσεων στο διεθνές εμπόριο.
Ωστόσο, οι επείγουσες συνθήκες που δημιουργούνται δύνανται να προσφέρουν και ευκαιρίες για τον ανασχεδιασμό της αναπτυξιακής στρατηγικής της χώρας προς την κατεύθυνση της αύξησης της παραγωγικότητας, προσελκύοντας και (ανα)κατανέμοντας πόρους σε πιο αποδοτικούς τομείς, βελτιώνοντας το ανθρώπινο και το φυσικό κεφάλαιο ως προς τον βαθμό έντασης και διαφοροποίησης, αξιοποιώντας τις τεχνολογικές καινοτομίες και αυξάνοντας την ανθεκτικότητα σε τέτοιες παγκόσμιας κλίμακας (υγειονομικές, οικονομικές, περιβαλλοντικές) απειλές.
Όσον αφορά στη συνολική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η επίδοσή της παραμένει αρκετά χαμηλή, σύμφωνα με ένα σημαντικό εύρος κρίσιμων δεικτών. Σε εθνικό επίπεδο, ορισμένοι από τους δείκτες που επιδέχονται σημαντική βελτίωση είναι αυτοί που αναφέρονται στα συστήματα απονομής δικαιοσύνης, διαχείρισης γης και διαχείρισης του δημόσιου τομέα, τόσο στο κεντρικό επίπεδο όσο και στα τοπικά επίπεδα διακυβέρνησης.
Ιδιαίτερα σε σχέση με την κλαδική διάσταση της ανταγωνιστικότητας, παρουσιάζονται προτάσεις για τη βελτίωση των επιδόσεων της ελληνικής βιομηχανίας, μέσω της μείωσης του ενεργειακού και του μεταφορικού κόστους, για παράδειγμα, με την υιοθέτηση ενεργειακά αποδοτικών τεχνολογιών και αποτελεσματικών πρακτικών εφοδιαστικής μέριμνας, της διευκόλυνσης πρόσβασης σε πηγές χρηματοδότησης και της μείωσης του κόστους δανεισμού, των επενδύσεων σε ανθρώπινους πόρους, κεφαλαιουχικά αγαθά και έρευνα και ανάπτυξη, και της αύξησης του μεριδίου της παραγωγής και των εξαγωγών σε υψηλής τεχνολογίας προϊόντα.
Επιπροσθέτως, εξετάζονται δύο βασικές θεματικές προτεραιότητες για την ενίσχυση της παραγωγικότητας με οριζόντιες επιδράσεις στην ελληνική οικονομία. Πρώτον, η ανάπτυξη, αξιοποίηση και σύζευξη δεξιοτήτων, που παρουσιάζουν σχετικά χαμηλές επιδόσεις στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ.
Προτείνονται ολιστικές παρεμβάσεις πολιτικής και μεταρρυθμίσεις που αφορούν σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης και όλες τις μορφές μάθησης, έτσι ώστε να προαχθεί η σύνδεση μεταξύ των δεξιοτήτων που προσφέρονται και αυτών που απαιτούνται από τις επιχειρήσεις. Δεύτερον, η υιοθέτηση και χρήση νέων τεχνολογιών από τις ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες υστερούν σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ σε διάφορους δείκτες που αφορούν στις τεχνολογίες της πληροφορίας και των επικοινωνιών.
Προτείνονται δημόσιες πολιτικές για την προαγωγή του ανθρώπινου κεφαλαίου και της τεχνολογικής υποδομής, και προγράμματα ευέλικτης κατάρτισης, εξ αποστάσεως μάθησης και κινητικότητας για το προσωπικό των επιχειρήσεων σε θέματα νέων τεχνολογιών, με σκοπό την αντιμετώπιση προβλημάτων στο ηλεκτρονικό επιχειρείν και το ηλεκτρονικό εμπόριο, και τον περιορισμό του ψηφιακού χάσματος.
Παρά τα προσωρινά προβλήματα λόγω της πανδημίας, εντοπίζονται θετικές εξελίξεις στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε ένα εύρος θεσμών και λειτουργιών του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, όπως για την προσέλκυση επενδύσεων και τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και των συνθηκών απασχόλησης. Επισημαίνεται η ανάγκη για την ενίσχυση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, ιδιαίτερα σε σχέση με την αποτελεσματική λειτουργία των δικτύων ενέργειας, μεταφορών και επικοινωνιών, την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, και τη σύνδεση μεταξύ των μεταβολών στο κόστος εργασίας και την παραγωγικότητα.
Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μπορούν να ενισχυθούν, στο πλαίσιο του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της νέας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, μέσω της εφαρμογής ενός συνεκτικού πακέτου μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, των οποίων ο συγχρονισμός και οι αλληλεπιδράσεις θα πρέπει να αξιολογούνται με γνώμονα την αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας.
Ειδικότερα επισημαίνεται ότι, με δεδομένη την υφιστάμενη διάρθρωση της οικονομίας, οι επενδύσεις σε κλάδους υπηρεσιών του δημόσιου τομέα και του τουρισμού μπορούν να έχουν τις μέγιστες επιδράσεις στο ΑΕΠ και την απασχόληση. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα κρίνεται αναγκαία η διαμόρφωση ενός προγράμματος βιομηχανικής ανάπτυξης, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες υποκατάστασης των εισαγωγών και της αύξησης των διασυνδέσεων εγχώριων εμπορεύσιμων κλάδων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, σε συνδυασμό με τον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας.