Οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες ακολουθούν πολιτικές που δίνουν την εντύπωση και στους ξένους ότι η χώρα μας είναι ένα μη κράτος, με τον ρόλο που παίζουν οι ξένες πρεσβείες να έχει πάρει χαρακτήρα εθνικής απειλής.
Ο κ. Μητσοτάκης στο θέμα της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία ήταν «βασιλικότερος του βασιλέως». Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι στείλαμε όπλα πρώτοι, αφού ο κατάλογος με τα όπλα και τα πυρομαχικά που στείλαμε με το ξέσπασμα του πολέμου ήταν έτοιμος πριν από την εισβολή, ενώ η παράδοσή τους έγινε απευθείας σε ξένη δύναμη. Ο κ. πρωθυπουργός και άλλοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης, λες και έκαναν ανταγωνισμό ποιος θα κάνει την πιο ακραία δήλωση, αναίρεσαν τον ίδιο τους τον εαυτό, αφού λίγες εβδομάδες πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ο κ. Μητσοτάκης, στις 8 Δεκεμβρίου 2021, δήλωνε από το Σότσι, όπου συναντήθηκε με τον Πούτιν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Θέλω να θυμίσω ότι είχα προγραμματίσει να ταξιδέψω στη Ρωσία από τον Μάιο του 2020, για τις εκδηλώσεις των 75 χρόνων από τη νίκη κατά του ναζισμού, ωστόσο το ξέσπασμα της πανδημίας δεν το επέτρεψε. Ετσι, πραγματοποιείται σήμερα αυτή η επίσκεψη, καθώς οι συνθήκες -παρά τα προβλήματα που ακόμα υπάρχουν- είναι ευνοϊκότερες και συμπίπτουν μάλιστα με την επέτειο των 200 χρόνων της εθνικής μας ανεξαρτησίας από τον οθωμανικό ζυγό, σε έναν αγώνα στον οποίο η ομόθρησκη Ρωσία, κύριε πρόεδρε, είχε καθοριστικό ρόλο. Κάτι το οποίο εμείς οι Ελληνες το αναγνωρίζουμε πάντα. Ηταν φυσικό λοιπόν να επιβεβαιώσουμε με τον πρόεδρο Πούτιν τα πολλά που μας συνδέουν στους αιώνες, διαπερνώντας την Ιστορία και τον πολιτισμό».
Λίγες εβδομάδες μετά, όμως, το βασικό επιχείρημα του Ελληνα πρωθυπουργού ήταν ότι η Ελλάδα «βρίσκεται στη σωστή πλευρά της Ιστορίας».
Παρεμπιπτόντως, η άποψη του γράφοντος είναι ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να καταδικάσει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την εισβολή, την παραβίαση των συνόρων και την κατοχή εδαφών της Ουκρανίας, και για λόγους αρχής αλλά και για λόγους εθνικού συμφέροντος, δεδομένης της επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας και της παρόμοιας κατάστασης που επικρατεί στην Κύπρο, για την οποία ΠΟΤΕ σε ΚΑΜΙΑ δήλωσή του δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά. Θα μπορούσε να πει «καταδικάζουμε τη Ρωσία για την εισβολή και κατοχή, και υπενθυμίζουμε στη διεθνή κοινή γνώμη ότι εισβολή και κατοχή έχουμε στην Κύπρο από το 1974». Δεν το έπραξε.
Εκτός αυτού, η Ελλάδα συνετάχθη με το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. στο θέμα των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, έδωσε απλόχερα στις ΗΠΑ τη Σούδα, την Αλεξανδρούπολη, τη Λάρισα και ό,τι άλλο ζήτησε, έδωσε οπλικά συστήματα και πυρομαχικά στην Ουκρανία, αποδυναμώνοντας την εθνική μας άμυνα, και γενικώς ακολούθησε ΠΙΣΤΑ την πολιτική της Ουάσινγκτον στο Ουκρανικό, αλλά και στο θέμα του πολέμου Ισραήλ – Χαμάς.
Εκτός από τα παραπάνω, η Ελλάδα δέχτηκε να παίξει τον ρόλο του «υποποδίου» της Τουρκίας για να βελτιώσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, υπογράφοντας την επαίσχυντη Διακήρυξη Φιλίας των Αθηνών, με την οποία γελάνε και οι πέτρες στις ξένες πρεσβείες και πρωτεύουσες, οι διπλωμάτες και οι πολιτικοί των οποίων αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να υπάρχει φιλία με ενεργή απειλή πολέμου (casus belli) και κατοχή του 37% της Κύπρου, της οποίας η Ελλάδα είναι εγγυήτρια δύναμη. Και όταν λέμε «εγγυήτρια δύναμη», εννοούμε ότι έχει ευθύνη για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και της εδαφικής ακεραιότητας, που παραβιάζονται από τη συνεχιζόμενη κατοχή.
Την ίδια στιγμή, η Τουρκία του Ερντογάν δεν επέβαλε κυρώσεις στη Ρωσία, δεν έκλεισε τον εναέριο χώρο της, προσέφερε καταφύγιο σε Ρώσους μεγιστάνες, φιλοξένησε εκατομμύρια Ρώσους τουρίστες, δεν έδωσε ούτε μία σφαίρα στην Ουκρανία – τουναντίον, ό,τι έδωσε απευθείας ή μέσω των ΗΠΑ στην Ουκρανία δεν ήταν από τα αποθέματα των ενόπλων της δυνάμεων, αλλά πωλήσεις από τις αμυντικές της βιομηχανίες, εισπράττοντας δεκάδες εκατομμύρια για την αξία τους. Ολο αυτό το διάστημα, ο Ερντογάν διατήρησε ανοιχτούς διαύλους με τον Πούτιν, διεκδικώντας ρόλο διαμεσολαβητή. Επίσης, ο Ερντογάν τήρησε την ακριβώς αντίθετη στάση από τον Μπάιντεν και τις ΗΠΑ στο θέμα της Χαμάς, την οποία αρνείται επιμόνως να χαρακτηρίσει τρομοκρατική οργάνωση.
Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά και ενώ ο κ. Μητσοτάκης και σύσσωμη η κυβέρνησή του είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να κερδίσουν την ευαρέσκεια των ΗΠΑ…Ενώ ο κ. Μητσοτάκης τις τελευταίες εβδομάδες έστελνε σωρηδόν αμυντικό υλικό στην Ουκρανία, με στόχο να πετύχει μια συνάντηση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν…Ενώ τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ στην Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες έγραφαν σενάρια για τα χαρακτηριστικά που θα είχε η σχεδόν σίγουρη συνάντηση με τον Μπάιντεν, τα πράγματα γύρισαν ανάποδα.
Ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν θα δεχτεί σε επίσημη συνάντηση τον υβριστή των ΗΠΑ και… κολλητό του Πούτιν και του Χανίγια, Ταγίπ Ερντογάν, ενώ δεν θα γίνει δεκτός ο κ. Μητσοτάκης. Οι δικαιολογίες που διασπείρουν τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ για την αποτυχία αυτή είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, για… ηλίθιους. Να φανταστεί κανείς ότι κυβερνητικές πηγές έφτασαν στο σημείο να επισημάνουν ότι «με δεδομένο ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο καλύτερο ιστορικά επίπεδο και δεν υπάρχουν ανοιχτά θέματα, είναι πολύ πιο σημαντικό το συνέδριο της Ν.Δ. και η δύσκολη πολιτική μάχη που έχει μπροστά της η κυβέρνηση». Μάλιστα… Πιο σημαντικό το συνέδριο της Ν.Δ. από μια συνάντηση με τον Μπάιντεν! Πειστήκαμε.
Συμπερασματικά, όταν το πολιτικό σύστημα είναι υπόδουλο στις ξένες πρεσβείες και οι πολιτικοί συμπεριφέρονται σαν τα… καλά και υπάκουα παιδιά, τότε ο άλλος προστιμά να συναλλάσσεται με κανονικά κράτη.
Η Ελλάδα πρέπει να γίνει κανονικό κράτος και οι κρατούντες να υπηρετούν τα συμφέροντα της χώρας, αντί να γίνονται υποκτακτικοί των ξένων χωρών. Η επιρροή που ασκούν οι ξένες πρεσβείες και οι ξένες κυβερνήσεις στους κυβερνώντες αποτελεί μείζονα απειλή για την πατρίδα.