Ο Ιερομάρτυς Βασίλειος και οι Οσιομάρτυρες Θεράπων και Τρόφιμος της Σκήτης της Όπτινα (18 Απριλίου 1993)
Η Ιερά Καλύβη του Αγίου Χαραλάμπους, Νέα Σκήτη, 630 86 Καρυές, Άγιον Όρος έχει εκδόσει το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο «Ματωμένο Πάσχα Τρεις Σύγχρονοι Μάρτυρες» το οποί όποιος θέλει μπορεί να τα προμηθευτεί από την εν λόγω Ι. Καλύβη.
Το Πάσχα του ’93 στην Όπτινα ήταν ασυνήθιστα πολυάνθρωπο και θορυβώδες. Η κούραση της νύχτας ήταν μεγάλη και από το ναό έβγαιναν αρκετοί πού αγαπούσαν την κουβεντούλα όμως στη Λειτουργία των πιστών ο ναός κυριολεκτικά «πάγωσε» από τον κόσμο πού προσευχόταν σιωπηλά και με μεγάλη κατάνυξη. Σ’ αυτή τη στιγμή τns πασχαλινής νύχτας γίνεται κάτι ανεξήγητο. Ενώ όλοι φαίνονται κουρασμένοι και εξαντλημένοι από την αϋπνία, ξαφνικά γεμίζει η καρδιά με μια τέτοια ανεξήγητη χαρά πού χάνονται μονομιάς και ύπνος και κούραση και το πνεύμα αγάλλεται από το Αναστάσιμο μήνυμα. Πώς να περιγράψεις αυτή τη θαυμαστή ευλογία του Πάσχα όπου ανοίγουν oι ουρανοί και οι άγγελοι δοξολογούν; Ο π. Βασίλι είχε σημειώσει στο ημερολόγιο του για το Πάσχα του ’89: «Όποιος έζησε αυτή τη μέρα δεν χρειάζεται αποδείξεις για την αιώνια ζωή, δεν χρειάζεται να εξηγήσει τα λόγια της Αποκάλυψης “ότι χρόνος ουκέτι έσται” (10,6)».Προς το τέλος της Λειτουργίας ο π. Βασίλι βγήκε στο ψαλτήρι για να κανοναρχήσει.
“Μπάτουσκα, κουραστήκατε”, του είπε ο ψάλτης Ιεροδιάκονος Σεραφείμ. “Ξεκουραστείτε, θα τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας”.
“Εγώ έχω αυτό το διακόνημα, μοΰ έδωσε ευλογία ο ηγούμενος”, απάντησε με χαρά ο π. Βασίλι.
Αυτός ήταν ο καλύτερος κανονάρχης της Όπτινα και πολλοί θυμούνται πώς γεμάτος χαρά κανοναρχούσε το τελευταίο του Πάσχα με καθαρή δυνατή φωνή.
Η Λειτουργία τελείωσε στις πέντε και δέκα και παρόλο πού προηγήθηκε μια μεγάλη αγρυπνία, η χαρά ηταν τόσο μεγάλη πού δεν ήθελες παρά μόνο να πανηγυρίζεις. Τα πάντα συμμετέχουν στη γιορτή και το πνεύμα αγάλλεται και χαίρει. Πάσχα! Με χαρά αγκαλιάζει ο ένας τον άλλον και ανταλλάσουν ευχές και καλέσματα για να γευτούν τα πασχαλινά τσουρέκια. Όλοι είναι χαρούμενοι σαν παιδιά γιατί τα παιδικά μάτια βλέπουν μόνο τα χαρούμενα και τα ευχάριστα.
Να, ο κοντούλης Ιεροδιάκονος Ραφαήλ ανταλλάσει ευχές με τον πανύψηλο π. Βασίλι:
“Τί έγινε πάτερ;” γελάει ο Ιεροδιάκονος.
“Αναστήθηκε ο Χριστός!”
“Αληθινά αναστήθηκε!”…
Λάμπει από χαρά ο π. Βασίλι και στον αέρα ηχεί παντού το «χαρούμενο μήνυμα» μα και οι καμπάνες της μονής συμμετέχουν στη μεγάλη δοξολογία. Κωδωνοκρούστες είναι ο ίνοκ Τροφίμ, ο ίνοκ Θεραπόν και ο ιεροδιάκονος Λαυρέντι. Η χαρά τους είναι ασυγκράτητη και ο π. Θεραπόν χαμογελάει ντροπαλά.
Εκείνη την εποχή, στην ενορία της Όπτινα ο κόσμος συνήθιζε να φεύγει από το μοναστήρι με ύμνους και ψαλμούς. Οι άνθρωποι σ’ εκείνα τα μέρη έχουν βροντερές φωνές και φεύγοντας από την Όπτινα με τα λεωφορεία δεν σταματούσαν να ψέλνουν το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας…».
«Έρχεται Πάσχα», λέγανε και εννοούσαν αυτή την καινούργια συνήθεια να ψέλνουν όλοι μαζί το Πάσχα και συνέβαινε καμιά φορά κάποιοι μεθυσμένοι να προκαλούν μεγάλους καυγάδες μέχρι ξυλοδαρμών ενώ στα χωριά του Καζέλσκ το Πάσχα ήταν απίστευτα ειρηνικό. Όλα ήταν γιορτινά και οι άντρες φορούσαν τα άσπρα τους πουκάμισα και επισκεπτόταν ο ένας τον άλλο και οι κουβέντες αυτή τη μέρα ήταν ιδιαίτερα προσεγμένες και γεμάτες ευγένεια. Το Πάσχα απαγορεύεται να πεις άσχημες λέξεις ή να προσβάλλεις κάποιον. Το Πάσχα είναι αγία ήμερα.
«ΣΚΟΤΩΣΑΝΕ ΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ…».
…Έρχεται στη μνήμη αυτή η φράση πού ακούστηκε, καθώς γυρίσαμε τα χαράματα και καθίσαμε στο γιορτινό τραπέζι. Γιορτάζαμε και ψέλναμε με όλη μας την ψυχή. Πάσχα κόκκινο, Πάσχα και ούτε πού δώσαμε σημασία όταν η γιαγιά Αλεξάνδρα Γιακούβλεβνα χτύπησε βιαστικά το παράθυρο ρωτώντας: «Μάθατε τί έγινε στην Όπτινα; Λένε ότι σκοτώσανε έναν παπά». Γυρίσαμε την πλάτη χωρίς να δώσουμε σημασία. «Είναι δυνατόν να σκοτώσουνε το Πάσχα; Όλα είναι παραμύθια…». Και συνεχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε. Οι χαρές όμως σταμάτησαν απότομα δταν κάποια ανεξήγητη ησυχία έφτασε ως τ’ αυτιά μας. «Γιατί σωπάσανε στην Όπτινα; Γιατί δεν ακούγονται καμπάνες; Κανονικά θα έπρεπε ο αέρας να βουΐζει από χαρά». Τρέξαμε έξω κυττάζοντας προς το μοναστήρι πού ήταν πέρα απ’ το ποτάμι. Χαράματα και μέσα τη θολή ομίχλη άσπριζε θλιβερά η βουβή Όπτινα και αυτή η θανάσιμη σιωπή ήταν σημάδι κάποιας συμφοράς. Τρέξαμε στο τηλέφωνο να καλέσουμε το μοναστήρι και μουδιάσαμε ακούγοντας την παγερή φωνή του αστυνομικού «…λόγω της δολοφονίας και της γενομένης προανακρίσεως, πληροφορίες δεν δίνουμε».
Τρέξαμε στη μονή και μας ερχόταν πάλι και πάλι στο μυαλό αυτό πού είχαμε διαβάσει την παραμονή: «Ο θάνατος δεν θα κλέψει ποτέ εκείνον πού επιδιώκει την τελειότητα, αλλά παίρνει τον έντιμο όταν αυτός είναι έτοιμος».
Ποιόν σκότωσαν σήμερα στην Όπτινα; Ποιος ήταν έτοιμος; Ο θάνατος πήρε τους καλύτερους και αυτό ήταν φανερό. Ποιόν όμως… Και τρέχαμε πέρα-δώθε με δάκρυα στα μάτια φωνάζοντας με τρόμο: «Κύριε, μή μας πάρεις τον γέροντα…, Παναγία μου, σώσε τον πνευματικό μας…». Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, σ’ αυτές τις αυτοσχέδιες προσευχές, δεν αναφέρθηκαν καθόλου ούτε το όνομα του π. Βασίλι, ούτε του π. Θεράπον, ούτε του π. Τροφίμ. Ήταν βέβαια καλοί και αγαπητοί σε όλους όμως απλά φαινόταν «κανονικοί», συνηθισμένοι.
Ο Ιερομόναχος Μιχαήλ αφηγείται. Στις έξι το πρωΐ άρχισε η Λειτουργία και εγώ πρόσεξα ότι για κάποιο λόγο ο π. Βασίλι αργούσε και έπρεπε να εξομολογήσει, όταν ξαφνικά έτρεξε μέσα λαχανιασμένος ο δόκιμος Ευγένι και είπε με κομμένη ανάσα:
“Μπάτουσκα, μνημονεύετε τους πριν από λίγο νεκρούς, δολοφονημένους, ίνοκ Τροφίμ και Θεραπόν και κάντε προσευχή, υπέρ υγείας, του Ιερομ. Βασίλι· είναι σε κρίσιμη κατάσταση…».
Τα ονόματα βέβαια ήταν γνωστά, άλλά ούτε κάν πέρασε από το μυαλό μου ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο στην Όπτινα. Μάλλον, σκέφτηκα εγώ, θα συνέβη κάπου στο Σινά, και ρώτησα τον Ευγένι:
“Από ποιό μοναστήρι;”…
“Από το δικό μας!” απάντησε εκείνος και ξαφνικά βλέπω τον Ιεροδιάκονο Ιλαρίων να πέφτει λιπόθυμος πάνω στο θυσιαστήριο! “Ισα-ΐσα πού πρόλαβα να τον συγκρατήσω ταρακουνώντας τον από τους ώμους.
“Έλα στα συγκαλά σου και βγές για εκτενή”, του είπα κι εκείνος δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα κι ούτε μπορούσε να βγάλει λέξη. Αντί για τον π. Ιλαρίων βγήκε ο Ιεροδιάκονος Ραφαήλ και σαν με ξένη φωνή πού δεν θύμιζε καθόλου διάκονο αναφώνησε την εκτενή.
“Έτι και έτι του Κυρίου δεηθώμεν υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των άρτι κεκοιμημένων δολοφονημένων αδελφών ημών Τροφίμ και Θεραπόν”.
Πώ…ώς;! Εκείνη την ίδια ώρα μετέφεραν τον π. Βασίλι στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο όμως η πληγή ήταν θανάσιμη και ο αγγελιοφόρος δεν άργησε να τρέξει στη Σκήτη:
“…και ο π. Βασίλι είναι νεκρός!”
Όλο το εκκλησίασμα έκλαιγε από τη θλίψη για τους δύο ίνοκ. Ο Ιεροδιάκονος Ιλαρίων με βουρκωμένα μάτια βγήκε από το Ιερό και αναφώνησε την καινούρια εκτενή:
“Έτι και έτι του Κυρίου δεηθώμεν υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του άρτι κεκοιμημένου δολοφονημένου Βασίλι Ιερομόναχου”.
Πώ…ώς; Ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, είναι δύσκολο να ξεχάσεις την εικόνα: Η πλημμυρισμένη με αίμα Όπτινα και η κομμένη από τα αναφυλητά φωνή του δοκίμου Αλεξέϊ:
“Σκοτώσανε τους αδελφούς, τους αδελφούς”…
* * *
Το έγκλημα ήταν «εκ προθέσεως» και επιμελημένα προετοιμασμένο. Οι ντόπιοι θυμούνται ότι και πριν το Πάσχα ο δολοφόνος ερχόταν στο μοναστήρι, καθόταν ανακούρκουδα μπροστά στο καμπαναριό μελετώντας τις κινήσεις των κωδωνοκρουστών και σαν νοικοκύρης παρατηρούσε ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Στον τοίχο ανατολικά του μοναστηριού εκείνη τη χρονιά ήταν στοιβαγμένη μια μεγάλη ποσότητα καυσόξυλα πού έφταναν μέχρι την άκρη του τοίχου. Τα ξύλα ήταν τοποθετημένα σαν σκαλωσιά, τόσο βολικά, πού ακόμη κι ένα παιδί θα μπορούσε να σκαρφαλώσει ως επάνω στον τοίχο χωρίς δυσκολία. Ήταν μ’ αυτό τον τρόπο πού έφυγε από το μοναστήρι ο δολοφόνος μετά το έγκλημα. Πήδηξε από τον τοίχο πετώντας κοντά του το ερασιτεχνικό ματωμένο σπαθί του με το σημάδι του «σατανά 666», μια φινλανδική κάμα…
Πηγή: Ματωμένο Πάσχα – Τρεις Σύγχρονοι Μάρτυρες, έκδ. β΄ Ιανουάριος 2006, έκδοσις Ιεράς Καλύβης Αγίου Χαραλάμπους, Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος.