Μαρτύρησε στο Καρατζασού στις 2 Οκτωβρίου του 1794
Καταγόταν από τη Φιλαδέλφεια της Μ. Ασίας από γονείς Χριστιανούς και ήταν στο επάγγελμα αμπατζής, δηλαδή κατασκευαστής χοντρών μάλλινων εξωτερικών ενδυμάτων.
Νέος στην ηλικία έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στο Καρατζασού όπου άνοιξε εργαστήριο και εργαζόταν την τέχνη του.
Μια νύχτα που διασκέδαζε με άλλους ομοτέχνους του συνέβη κάποιος από την παρέα να βγει έξω για κάποια δουλειά και μεθυσμένος όπως ήταν έπεσε από μεγάλο ύψος και σκοτώθηκε. Ο πασάς του τόπου ζητούσε να πληρώσουν τον λεγόμενο τζερεμέ για το γεγονός αυτό. Έκαναν ένα κατάλογο οι Χριστιανοί για να δώσει ο καθένας το ανάλογόν του. Ο Γεώργιος όμως αντιδρούσε και δεν ήθελε να πληρώσει λέγοντας πως είναι αδικία να πληρώνει κάποιος χωρίς να φταίει. Επειδή πεισμάτωσε και αρνιόταν να πληρώσει, τον πήγαν στον πασά . Όταν ο πασάς τον ρώτησε γιατί δεν πληρώνει του απάντησε με θυμό :
Έχεις φιρμάνι εσύ που να λέει όταν σκοτώνονται οι γκιαούρηδες να πληρώνουν οι Τούρκοι τζερεμέ;
Εσύ τι είσαι ; τον ρώτησε ο πασάς .
Κι εκείνος τυφλωμένος από τον θυμό απάντησε :
Είμαι Τούρκος.
Οπότε τον άρπαξαν αμέσως και του έκαναν περιτομή.
Δεν πέρασαν ωστόσο πολλές ημέρες και ήλθε εις εαυτόν , συναισθάνθηκε τι είχε κάνει , μετανόησε για την ανομία του και έκλαψε πικρά. Ζητούσε τη διόρθωση του κακού. Έτσι βρίσκοντας μια ευκαιρία έφυγε και πήγε στο Άγιο Όρος, όπου εξομολογήθηκε, έκανε τον κανόνα του και μυρώθηκε. Έζησε αρκετά χρόνια στο Άγιο Όρος αγωνιζόμενος με κάθε τρόπο για να εξιλεωθεί για το αμάρτημα της αρνήσεως Η συνείδησή του όμως τον έτυπτε. Θυμόταν συνεχώς τα λόγια του Χριστού :
Όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους θα τον αρνηθώ κι εγώ μπροστά στον Πατέρα μου.
Έτσι του δημιουργήθηκε ο ασυγκράτητος πόθος για μαρτύριο. Με τη σύμφωνη γνώμη πολλών πνευματικών πατέρων και με την ευλογία τους αναχώρησε για το Καρατζασού , όπου είχε αρνηθεί, για να ομολογήσει.
Μόλις έφτασε εκεί τον αναγνώρισαν και αμέσως τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στον δικαστή με την κατηγορία ότι ενώ πριν χρόνια έγινε μουσουλμάνος τώρα επέστρεψε πάλι στον Χριστό. Ο δικαστής τον ρώτησε αν είναι αλήθεια η κατηγορία και ο άγιος του απάντησε με πολύ θάρρος ότι :
Πριν χρόνια, από ανοησία μου, ξεγελάστηκα , αρνήθηκα την πίστη μου και δέχθηκα την δική σας. Πηγαίνοντας όμως σε διάφορους τόπους κατάλαβα πως η θρησκεία σας είναι ψεύτικη και ήρθα να σας τη δώσω πίσω. Ομολογώ πως είμαι Χριστιανός , ονομάζομαι Γεώργιος και για την αγάπη του Χριστού είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου.
Ο δικαστής προσπάθησε με διάφορους τρόπους να του αλλάξει γνώμη και επειδή ο άγιος έμενε σταθερός διέταξε να τον βάλουν στη φυλακή και να τον βασανίζουν. Για οκτώ ημέρες τον βασάνιζαν καθημερινά με φρικτά βασανιστήρια . Του τέντωσαν τόσο πολύ τα σκέλη που κινδύνευαν να σχισθούν. Του φόρεσαν πυρακτωμένο τάσι σαν σκουφί και του έσφιξαν με ένα σκοινί το κεφάλι τόσο που πετάχτηκαν οι βολβοί των ματιών του. Αλλά ακόμα και μισοπεθαμένος ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού φώναζε :
Ό,τι κι αν μου κάνετε δεν αρνούμαι πλέον την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να πεθάνω.
Τα ανήγγειλαν όλα αυτά στον κριτή κι εκείνος εξέδωσε καταδικαστική απόφαση. Τον οδήγησαν λοιπόν οι δήμιοι στον τόπο της καταδίκης και τον αποκεφάλισαν .
Έτσι έλαβε ο μακάριος τον στέφανο του μαρτυρίου από τον αθλοθέτη Κύριο.