Ο Άγιος Ιλαρίων ο Ίβηρ ο θαυματουργός (19 Νοεμβρίου 875)
Ο μακάριος πατήρ ημών Ίλαρίων ήταν από την αρχοντική οικογένεια Δοκαούρη της ανατολικής Γεωργίας. Σε ηλικία 6 χρονών τον ανέθεσαν σε θεοφοβούμενο δάσκαλο για να μάθη τα γράμματα. Άπό την μικρή του ηλικία διακρινόταν η κλίσι του στα θρησκευτικά. Βλέποντας αυτό ο πατέρας του στο χωριό, τον έκτισε μοναστήρι και στο οποίο σύντομα μαζεύτηκαν 16 Πατέρες. Εκεί μεγάλωνε ο μελλοντικός ασκητής. Όταν έγινε 14 ετών απεφάσισε να φύγη στην έρημο Γκαρέτζη για να αποφύγη την υπερβολική αγάπη και προστασία του πατέρα του. Βρήκε στην έρημο μικρό σπήλαιο και άρχισε την άσκησι. Ο μικρός ασκητής ζούσε σαν άσαρκος άγγελος και αγαπήθηκε από τους ερημίτες για την μεγάλη ασκησί του.Για τις αρετές του μεγάλωνε η φήμη του και σε λίγο χρονικό διάστημα απέκτησε 11 υποτακτικούς. Προσευχόταν αδιάλειπτα και ήταν νηστευτής μεγάλος. Οι άνθρωποι καθημερινά τον επισκεπτόταν για να παρηγορηθούν, να λάβουν συμβουλές και την ευλογία του.
Όταν τον είδε ο επίσκοπος της πόλεως Ρουστάβα, πολύ αδύνατο και ντυμένο στα κουρέλια, τον παρεκάλεσε να δεχθή το αξίωμα της ιερωσύνης. Ο ταπεινός Ιλαρίων αρνήθηκε. Έλεγε να μή βαραίνη τον αμαρτωλό εαυτό του με το ζυγό της ιερωσύνης, αλλά στο τέλος έκανε υπακοή. Μετά από λίγο καιρό ο μακάριος Ιλαρίων ώρισε νέο ηγούμενο στην Αδελφότητα και επήγε για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ στους Αγίους Τόπους.
Κατά την μετάβασί τους προσπάθησαν κάποιοι να τους ληστέψουν, αλλά μόλις βγάλαν τα σπαθιά, βρέθηκαν τα χέρια τους ξερά. Οι ληστές κατάλαβαν ότι τους τιμώρησε ο Θεός και έπεσαν στα πόδια του ασκητού για να τους συγχώρεση. Ο Ίλαρίων τους σταύρωσε, τους γιάτρευσε και τους απέλυσε συγχωρεμένους. Ένας από τους ληστές τον συνόδευσε μέχρι το όρος Θαβώρ.
Μετά το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους ασκήτεψε μερικά χρόνια στο σπήλαιο του Προφήτου Ηλία. Ένα βράδυ είδε όραμα. Είδε την Παναγία στο όρος των Ελαίων, η οποία του είπε: «Ιλαρίων πήγαινε και ετοίμασε τον δείπνο στον Κύριον και Υιόν μου». Μόλις ξύπνησε ευχαριστούσε το Θεό και την Παναγία και πήρε τον δρόμο για την πατρίδα. Εκεί έμαθε ότι ο πατέρας και τα αδέρφιά του είχαν πεθάνει. Η μητέρα του τού έδωσε όλα τα πλούτη και του είπε να τα χρησιμοποίηση όπως ήθελε.
Ο μακάριος Ίλαρίων έκτισε γυναικεία Μονή, έδωσε χωράφια από τα γύρω χωριά και έβαλε στην Μονή Τυπικό. Μετά συγκέντρωσε 75 πατέρες και έκτισε και ανδρικό Μοναστήρι. Τα δε υπόλοιπα χρήματα τα μοίρασε οτούς πτωχούς.
Ο μισόκαλος διάβολος έβαλε τον θείο του ασκητή να τον σκοτώση και να κάψη το Μοναστήρι, διότι ήθελε να τον κληρονομήσει. Η θεία Πρόνοια όμως τον επαίδευσε, εξομολογήθηκε, ζήτησε συγχώρησι από τόν Όσιο, έδωσε την περιουσία του στην Μονή και έγινε μοναχός.
Η φήμη για την αγιότητα του όσιου Ίλαρίωνα μαθεύτηκε σε όλα τα μέρη της Γεωργίας. Ο Όσιος μισούσε πολύ την κοσμική δόξα, και όρισε ένα σοφό αδελφό ως ποιμένα για τα λογικά του πρόβατα και μαζί με δύο υποτακτικούς επήγε στην Κωνσταντινούπολη, και από εκεί στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας. Εκεί έμειναν για πέντε χρόνια σε ένα μικρό, εγκαταλελυμένο εκκλησάκι… Μετά ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για να προσκύνηση το Τίμιο Ξύλο και από εκεί στην Ρώμη, όπου έκανε πολλά θαύματα με την βοήθεια του Θεού.
Επιστρέφοντας, μετά δύο χρόνια, επήγε στη Θεσσαλονίκη για να προσκύνηση τον Άγιο Δημήτριο. Στη Θεσσαλονίκη εθεράπευσε το τετράχρονο παράλυτο παιδί του ηγεμόνα της Θεσσαλονίκης, ο οποίος τον έκτισε και εκκλησία σε ήσυχο μέρος για άσκηση. Η αγγελική ζωή του Όσιου ξύπνησε σε πολλούς τον θείο ζήλο για την μοναχική ζωή και πολλοί παρέλαβαν το αγγελικό σχήμα από τα χέρια του.
Ο Άγιος Ιλαρίων μέχρι την αναχώρηση του στην Άνω Ιερουσαλήμ ζούσε στην Θεσσαλονίκη. Πληροφορημένος από τον Θεό για τον θάνατό του φώναξε τον ηγεμόνα της πόλεως, τον ευχαρίστησε γι΄ όλα και τον άφησε διαθήκη να αγαπά τους φτωχούς και μοναχούς και να είναι δίκαιος και ελεήμων. Μετά την κοίμησι του Αγίου Ιλαρίωνος ο ηγεμόνας παρήγγειλε λάρνακα για το άγιο λείψανό του, το οποίο έκαμνε πολλά θαύματα, θεραπεύοντας πολλούς άρρωστους. Το γεγονός αυτό πληροφορήθηκε ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Μακεδόνας από τον ηγεμόνα και τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης…
Με τρόπο κρυφό άνθρωποι του αυτοκράτορα πήρανε το άγιο λείψανο του οσίου Ιλαρίωνα από την Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη, όπου με τιμές και ψαλμωδίες το υποδέχθηκαν.
Στην αρχή ο αυτοκράτορας κράτησε το λείψανο στα ανάκτορα. Την τρίτη όμως ήμερα ξύπνησε από ευωδία. Προσπάθησε να ξανακοιμηθή χωρίς να το κατορθώσει, και είδε τον Άγιο με ιερατική στολή, ο οποίος του είπε: Αυτή την ευωδία δεν την κέρδησα στις πόλεις αλλά στην έρημο και για να έχης χάρη από το Θεό στείλε με στην έρημο.
Ο βασιλιάς διηγήθηκε το περιστατικό στον Πατριάρχη και με μεγάλες τιμές μετέφεραν το άγιο λείψανο του στην Μονή του Αγίου Ρωμανού.
Η μετάφρασις από τον Γεωργιανό συναξαριστή έγινε από τον φοιτητή Γεώργιο Ινασαρίτζε.
Πηγή: Τετραμηνιαίο Τεύχος Ορθοδόξου Πνευματικής Οικοδομής «Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου», Τεύχος 1ο, Ιανουάριος – Απρίλιος 2001, Έκδοσις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη