Οσίων μορφών Αναμνήσεις (2), Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού
Εισαγωγή
«Τοις ερημικοίς ζωή μακάρια εστί θεϊκώ έρωτι πτερουμένοις»[1]. Πόσον αρμόδια είναι τα γλυκύτερα μέλιτος αυτά λόγια, δι΄ όσους επιθυμούν να άρουν τον σταυρόν του Κυρίου μας! καθώς και τα ακόλουθα: «Ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου, εις τας αυλάς του Κυρίου!»[2]. Ο γλυκύτατός μας Ιησούς Χριστός, όχι «τω καιρώ έκείνω», εφ΄ όσον «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας»[3], αλλά και σήμερον καλεί τους ιδίους αθλητάς να μαρτυρούν την αδιάλειπτόν του παρουσίαν, ζώσαν και ενεργούσαν όσον αφορά τας αψευδείς του θείας επαγγελίας. «Ιδού γαρ μεθ΄ υμών ειμί πάσας τας ημέρας, έως της συντέλειας του αιώνος»[4]. Υπήρχεν εξ αρχής η καλή συνήθεια, τόσον εις την περίοδον του Νόμου όσον και εις την νέαν της Χάριτος, να αποσύρωνται οι φιλόθεοι εις την ησυχίαν δι΄απερίσπαστον λατρείαν και αφοσίωσιν εις τον Θεόν. Αυτή όμως η πρακτική ωργανώθη και εκορυφώθη μετά τον τρίτον αιώνα, χάρις εις τας ευνοϊκάς συνθήκας αι οποίαι επεκράτουν εις το, εις εξαιρετικώς μέγαν βαθμόν διαπεποτισμένον με το χριστιανικόν πνεύμα, Βυζάντιον.
Το ούσιαστικόν κίνητρον πάντως της επιδόσεως εις την ησυχίαν ήτο ο θείος ζήλος των χριστιανών, ιδιαιτέρως μετά την κατάπαυσιν των διωγμών. Ο ίδιος αυτός ζήλος εκίνει προηγουμένως τους πιστούς να παρουσιάζωνται αυτόκλητοι εις το μαρτύριον, διά να εκφράσουν το πλήρωμα της προς τον Θεόν αγάπης των καινά ολοκληρώσουν διά του αίματος την μαρτυρίαν του ενθέου των έρωτος.
Αι πυριφλεγείς αύται καρδίαι, αι οποίαι εδέχθησαν το βέλος του θείου έρωτος, μή έχουσαι πως να εκδηλώσουν τον έντονόν των πόθον, εστρέφοντο εις την αναίμακτον πλέον ομολογίαν, εις το εκούσιον τούτο μαρτύριον της φιλοπονίας. Γνωρίζοντες από τον Παύλον, ότι «οι του Χριστού την σάρκα εσταύρωσαν»[5], μετέφερον τας παλαίστρας των αγώνων εκ των αμφιθεάτρων των πόλεων εις τας ερήμους. «Περιήρχοντο εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης»[6].
Άλλοι μόνοι «μόνω τω Θεώ», άλλοι με δύο ή τρεις άλλους, και άλλοι πάλιν καθ΄ ομάδας, έχοντες τα πάντα κοινά, «τω συνδέσμω της αγάπης ενούμενοι και τελειούμενοι»[7], «επέτυχον επαγγελιών», εφ΄ όσον με κάθε τρόπον και δύναμιν «ειργάσαντο δικαιοσύνην»[8].
Πρώτοι τόποι της νοητής πάλης των γενναίων αυτών χωρίς αίματος μαρτύρων θεωρούνται τα θερμά και ήσυχα τότε μέρη της Αιγύπτου και της Λιβύης, συντόμως δε και της γειτονικής Παλαιστίνης, όπου επραγματοποιήθη και η κοσμοσωτήριος οικονομία. Η μετ΄ ολίγου συρρίκνωσις της βυζαντινής επικρατείας, η οποία παρείχεν εις αυτούς προστασίαν, και η εξάπλωσις της ισλαμικής λαίλαπος, τους ηνάγκασε να μεταναστεύσουν. Ούτως εδέχθη ο Όλυμπος και η Βιθυνία τα μοναστικά ιδρύματα και καταφύγια. Ούτε εδώ όμως παρέμειναν επί πολύ, εξ αιτίας της ακαταστασίας η όποια ηκολούθησε την παρακμήν της χριστιανικής βυζαντινής πολιτείας. Τότε, συμφώνως προς την θείαν πρόνοιαν και οικονομίαν, η αθωνική χερσόνησος εδέχθη τον εξαιρετικόν κλήρον να συνεχίζη πλέον αδιακόπως την στουδιτικήν παράδοσιν διά να την μεταμορφώση τελικώς εις την αθάνατον παλαμικήν θεολογίαν, το κλέος της αγιοπατερικής μας παραδόσεως και της Ορθοδοξίας.
Την αλήθειαν αυτήν θα τεκμηριώσωμεν διά παραδειγμάτων και βιογραφιών συγχρόνων αξίων αγωνιστών, οι οποίοι συνενώνουν τα επιτεύγματα εκείνων των καιρών με την σημερινήν μας περίοδον και διατρανώνουν την αλήθειαν του Κυρίου μας, ότι η Εκκλησία του θα είναι αγιοτόκος εις όλην της την πορείαν.
Σημειώσεις:
1. Εκ των αναβαθμών πλ. α΄ ήχου, α΄ αντίφωνον.
2. Ψαλμ. πγ΄ 3.
3. Εβρ. ιγ’ 8.
4. Ματ. κη’ 20.
5. Γαλ. ε΄ 24.
6. Εβρ. ια΄ 37, 38.
7. βλ. Κολ. γ΄14.
8. Εβρ. ια΄ 33.
Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ, Όσιων Μορφών Αναμνήσεις, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 4, β’ Έκδοσις, Ιερά Βασιλική και Πατριαρχική Μεγίστη Μονή του Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, 2003