Σε προηγούμενο άρθρο μας αναφερθήκαμε στον τρόπο με τον οποίο η τουρκική διπλωματική μηχανή προετοιμαζόταν ήδη από τη δεκαετία του ‘60 για την προώθηση της εισβολής στην Κύπρο ως της ιδανικότερης για την Άγκυρα επιλογής επίλυσης του Κυπριακού.
Τα στοιχεία βασίστηκαν σε έρευνα που δημοσιεύτηκε αυτόν τον μήνα στο «Journal of Balkan and Near Eastern Studies» από τον Χουσεΐν Σερτ. Με βάση την ίδια έρευνα, στο δεύτερο μέρος που ακολουθεί, θα αναδειχθούν τα πρόσωπα-κλειδιά στο τουρκικό διπλωματικό σώμα που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο, ειδικά μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, προκειμένου η πολιτική ηγεσία και ο στρατός να πειστούν για την αναγκαιότητα εισβολής στην Κύπρο.
Διπλωμάτες-κλειδιά
Ένας από τους πρωταγωνιστές υπήρξε ο Ecmel Barutcu, επικεφαλής του Τμήματος Κύπρου-Ελλάδας στο τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών το 1974. Διετέλεσε Διευθυντής Παραρτήματος στο Κυπριακό Τμήμα το 1964-1966 και Υφυπουργός στην Πρεσβεία του Λονδίνου το 1966-1969. Παρά τις τεράστιες προετοιμασίες, ο ίδιος ανέλαβε εξέχοντα ρόλο πείθοντας την τουρκική κυβέρνηση για την ανάγκη ταχείας διαδικασία λήψης αποφάσεων μετά το πραξικόπημα. Ο Yalım Eralp, άλλος Τούρκος διπλωμάτης της εποχής, συναινεί στο γεγονός ότι ο ρόλος Barutçu στην τόσο γρήγορη απόφαση ήταν ζωτικής σημασίας, την ώρα, μάλιστα, που μέλη της στρατιωτικής γραφειοκρατίας ήταν διστακτικά.
Σε μαρτυρία του σε δημοσιογράφο ένας Τούρκος υπουργός διευκρίνισε: «Ήρθε ο Ecmel [Barutçu] και είπε ότι αυτό [πραξικόπημα στην Κύπρο] δεν σήμαινε τίποτε άλλο από την Ένωση και μας προειδοποίησε για την ανάγκη να παρέμβουμε χωρίς δισταγμό. Τα λόγια του Barutçu ήταν πράγματι μεγάλης σημασίας εκείνη τη στιγμή. Αν είχε διστάσει… όπως και άλλοι διπλωμάτες και υπουργοί, και έλεγε ‘‘ας φαγωθούν μεταξύ τους, αυτό είναι προς όφελός μας’’, θα ήταν πιο δύσκολο για εμάς να πάρουμε την απόφαση [να εισβάλουν]. Μπορώ να πω ότι ο Ecmel έπαιξε έναν ιστορικό ρόλο εκείνη τη στιγμή».
Υπήρχαν παράλληλα μαρτυρίες ότι εκείνες τις μέρες δεν υπήρχε συναίνεση στο τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών για την κυπριακή πολιτική της Τουρκίας.
Η έλλειψη συναίνεσης ήταν ορατή τις πρώτες ώρες που ακολούθησαν το πραξικόπημα στην Κύπρο. Στην πρώτη συνάντηση αξιολόγησης της κατάστασης στο υπουργείο μετά το πραξικόπημα συμμετείχαν οι: İsmail Erez, γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών, Ismail Soysal, γενικός διευθυντής πολιτικών υποθέσεων, Ercüment Yavuzalp, γενικός διευθυντής πολυμερών υποθέσεων ασφαλείας και ο Barutçu, μαζί με υψηλόβαθμους διοικητές του τουρκικού Γενικού Επιτελείου Στρατού. Η πρώτη εκτίμηση του Barutçu ως επικεφαλής του Τμήματος Κυπριακών Υποθέσεων, η οποία θα παρουσίαζε την επίσημη θέση της Τουρκίας σε λίγες ώρες, ήταν η εξής:
«Η Τουρκία έχει μια χρυσή ευκαιρία. Η συμπάθεια προς τον Μακάριο στη διεθνή σφαίρα θα κατευθύνεται προς την Τουρκία. Σε καμία φάση του κυπριακού ζητήματος η Τουρκία δεν είχε τόσο κατάλληλες συνθήκες. Αν χαθεί αυτή η ευκαιρία, η ιστορία δεν θα συγχωρήσει αυτούς που προκάλεσαν αυτήν την απώλεια στην Τουρκία. Το περιστατικό στην Κύπρο είναι σιωπηρή Ένωσις. Η Τουρκία πρέπει να απαντήσει άμεσα στις εξελίξεις».
«Πλήρες σχέδιο δράσης»
Όπως σημειώνεται, ο Barutçu παρουσίασε ένα πλήρες σχέδιο δράσης κατά του πραξικοπήματος στην Κύπρο και οι Τούρκοι διπλωμάτες, που είχαν εργαστεί στο παρελθόν για την κυπριακή διαμάχη, δημιουργούσαν μιαν ατμόσφαιρα υπέρ της στρατιωτικής εισβολής στο Υπουργείο Εξωτερικών που ικανοποιούσε και την ηγεσία της Κυβέρνησης.
Μεταξύ των συμμετεχόντων στη συνάντηση, ο Bayülken, ένας βετεράνος διπλωμάτης, υποστήριξε επίσης την αναγκαιότητα παρέμβασης λόγω της τεχνογνωσίας που απέκτησε κατά τη θητεία του ως υπουργός Εξωτερικών μεταξύ 1971 και 1974. Ένας άλλος διπλωμάτης, που εμπλέκεται βαθιά στη θέση υπέρ της επέμβασης, ήταν ο Ercüment Yavuzalp, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως Τούρκος Πρέσβης στη Λευκωσία μεταξύ 1967 και 1970, και υποστήριξε ότι:
«Η κατάσταση που προκάλεσε το πραξικόπημα είναι η Ένωση. Οι τουρκικές κυβερνήσεις δήλωσαν επανειλημμένα ότι δεν θα αποδεχτούν καμιάν αλλαγή στο status quo στην Κύπρο. Τώρα τους παρουσιάστηκε ένα τετελεσμένο γεγονός, όχι η αλλαγή του status quo, αλλά ο ολοκληρωτικός τερματισμός του, που σήμαινε την προσάρτηση του νησιού από την Ελλάδα. Εάν οι δυνατότητές μας είναι επαρκείς για να επέμβουμε, είναι αδύνατο να φανταστούμε μια χειρότερη κατάσταση που θα απαιτούσε τέτοια παρέμβαση. Η μη άσκηση του δικαιώματός μας να παρέμβουμε για να αμφισβητήσουμε αυτό το τετελεσμένο γεγονός σημαίνει… τη θυσία της Κύπρου και δεν θα έχουμε ούτε κύρος ούτε αξιοπιστία σε αυτήν την περίπτωση. Αν ανεχθούμε μια τέτοια εξέλιξη, ο λόγος μας στο Αιγαίο θα χάσει την αξιοπιστία του και η Ελλάδα θα ενθαρρυνθεί περαιτέρω να εμπλακεί σε τολμηρές πρωτοβουλίες σε αυτήν την περιοχή. Με λίγα λόγια, θα είμαστε χάρτινες τίγρεις».
Ο Barutçu και ο Yavuzalp, που κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο κατά τη διάρκεια της συνάντησης, τόνισαν από κοινού ότι ήταν υπέρ μιας επείγουσας εισβολής και η στρατιωτική πτέρυγα της γραφειοκρατίας επιβεβαίωσε τη θέση τους. Η πρώτη συνάντηση αξιολόγησης στο υπουργείο ολοκληρώθηκε με θέση υπέρ της εισβολής, χωρίς ωστόσο να υπάρχει πλήρης συναίνεση.
Η στάση του Υπουργού Άμυνας
Σύμφωνα με την μελέτη, ο πιο υψηλόβαθμος αξιωματούχους που εμπόδιζε μια συναίνεση ήταν ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας και βετεράνος διπλωμάτης, Hasan Esat Işık.
Δεδομένου ότι ο Υπουργός Εξωτερικών βρισκόταν στο Πεκίνο, ο Işık αναπλήρωνε και αυτήν τη θέση. Ήταν κατηγορηματικά αντίθετος στην έκφραση απόψεων υπέρ της εισβολής με έντονα ρητό τρόπο. Όταν ο Oğuzhan Asiltürk, ο Υπουργός Εσωτερικών, τάχθηκε υπέρ της στρατιωτικής επέμβασης χωρίς να ζητηθεί συναίνεση κάποιου τρίτους κράτους, ο Işık υποστήριξε ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες θα καταστρέψουν» την Τουρκία εάν ενεργούσαν με αυτόν τον τρόπο. Η στάση του Işık κατά τη συνάντηση με τα μέλη της διπλωματικής και στρατιωτικής γραφειοκρατία επιβεβαιώνει αυτόν τον ισχυρισμό.
Όπως αναφέρει ο Barutçu από τη συνάντηση:
«Κατά τη διάρκεια της συνάντησης στο υπουργείο, ο Hasan Işık εργαζόταν με τρόπο που να μην αφήνει την πλευρά μας (υπέρ της εισβολής) να μιλήσει. Όταν ο Ercüment Yavuzalp προσπάθησε να μιλήσει για δεύτερη φορά, ο [Işık] δεν τον άφησε να μιλήσει… Ούτε μου άρεσε ο τρόπος που διαχειρίστηκε τη συνάντηση ο Hasan Esat Işık, ούτε και η στάση του κατά τη διάρκεια των συνομιλιών. Οι ενέργειές του υποδήλωναν ότι επιθυμούσε το θέμα να κρέμεται στην ισορροπία. Ωστόσο, αυτή η συνάντηση έπρεπε να καταλήξει σε μιαν απόφαση, ή τουλάχιστον με μια κατεύθυνση [προς την εισβολή]».
Ο Yavuzalp, ο οποίος αντιτάχθηκε στην ερμηνεία του Işık για το πραξικόπημα στην Κύπρο, πήρε τον λόγο για δεύτερη φορά. Ο Işık ρώτησε εάν το ελληνικό σύνταγμα στην Κύπρο ή η Ελληνοκυπριακή Εθνοφρουρά είχε αναλάβει το πραξικόπημα και ισχυρίστηκε ότι αυτό θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως εσωτερική υπόθεση των Κυπρίων, αν συνέβαινε το δεύτερο. Για τον Yavuzalp, ωστόσο, οι φορείς του πραξικοπήματος δεν είχαν καμία σημασία, διότι, σε κάθε περίπτωση, η ελληνική χούντα ήταν η δύναμη πίσω από αυτό. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον ίδιο, «παρουσίαζε μια χρυσή ευκαιρία για την Τουρκία, και ήταν ζωτικής σημασίας να διευκολυνθεί αυτό». Όπως σημειώνεται, η δυσαρέσκεια του Işık με τα λόγια του Yavuzalp ήταν ξεκάθαρη από την έκφραση του προσώπου του.
Η δεύτερη συνάντηση αξιολόγησης
Η δεύτερη συνάντηση αξιολόγησης ολοκληρώθηκε χωρίς ακριβή συναίνεση, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων κράτησαν μια στάση υπέρ της στρατιωτικής εισβολής. Στο άρθρο σημειώνεται: «Αν και η αντι-επεμβατική του στάση παρέμεινε σε μειοψηφία, ο Işık, χάρη στο εξαιρετικό διπλωματικό του υπόβαθρο, κατέλαβε θέση μεγαλύτερης επιρροής από άλλους συμμετέχοντες στη συνάντηση».
Ο συγγραφέας της μελέτης σημειώνει: «Αν και η πολιτική ελίτ και η στρατιωτική πτέρυγα είναι οι ευρέως αποδεκτοί ως πρωταγωνιστές στη λήψη αποφάσεων της Τουρκίας για στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο, οι εξελίξεις αμέσως μετά το πραξικόπημα καθιστούν αυτό το τεκμήριο αμφισβητήσιμο».
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Necmettin Erbakan, ο οποίος απουσίαζε στην πρώτη έκτακτη συνεδρίαση μετά το πραξικόπημα, δεν σκέφτηκε να ακυρώσει το πρόγραμμά του για χάρη των συναντήσεων για την Κύπρο. Ο Πρωθυπουργός Ecevit και ο Υπουργός Εξωτερικών, Güneş, εξάλλου, δεν βρίσκονταν στην Άγκυρα . Ο Barutçu ήταν παρών στην πρώτη συνεδρίαση αξιολόγησης, στην οποία απουσίαζαν ο Πρωθυπουργός, ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και ο υπουργός Εξωτερικών, για να ενημερώσει τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου.
Πότε λήφθηκε τελικά η απόφαση
Ο Υπουργός Οικονομικών Deniz Baykal και ο Υπουργός Επικρατείας İsmail Hakkı Birler υποστήριξαν αμέσως τις απόψεις του Barutçu. Η Τουρκία, δήλωσε ο Baykal, δεν είχε στόχο να αποκαταστήσει την εξουσία του Μακαρίου ή να ανασυνθέσει τις συνθήκες πριν από το πραξικόπημα, αλλά να δημιουργήσει μια καλύτερη τάξη στην Κύπρο υπέρ των Τουρκοκυπρίων.
Κάποια άλλα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, ωστόσο, ήταν πιο αποστασιοποιημένα ως προς το ενδεχόμενο παρέμβασης και παρέμειναν πεπεισμένα για επίλυση της κρίσης μέσω μιας πιο ενεργητικής διπλωματίας. Όπως συνέβη μεταξύ ορισμένων Τούρκων διπλωματών και της κοινής γνώμης, τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου ανησυχούσαν επίσης για την αντίδραση τρίτων και πιθανές προκλήσεις σχετικά με μια στρατιωτική επιχείρηση.
Η τουρκική κυβέρνηση έγειρε προς επέμβαση το μεσημέρι της ημέρας του πραξικοπήματος στην Κύπρο. Ο Barutçu, ο οποίος σπατάλησε σημαντικές προσπάθειες για να πείσει τον Ecevit για παρέμβαση ενώ ο Πρωθυπουργός ήταν καθ’ οδόν προς την πρωτεύουσα, πρωτοστάτησε σε αυτήν την κλίση. Αποφασιστικές συνεδριάσεις πραγματοποιήθηκαν μετά την επιστροφή του Ecevit στην Άγκυρα, ο οποίος διέταξε τον Ερέζ του ΥΠΕΞ να ετοιμάσει μια συνοπτική έκθεση πριν από την πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου του οποίου θα προήδρευε, με τον Ερέζ να αναθέτει αυτό το καθήκον στον Barutcy. Εν συντομία, προέβαλε δύο πιθανότητες:
«Η πρώτη ήταν η εφαρμογή του μηχανισμού παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγύησης και η άλλη ήταν η πρόσκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών σε συνεδρίαση. Η Ελλάδα δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη γιατί ήταν το επιτιθέμενο κράτος. Παρεμπιπτόντως, δεν δίστασα να δηλώσω ότι η επιλογή της αίτησης στο Συμβούλιο Ασφαλείας θα περιόριζε τον χώρο μας σε ελιγμούς. Ήξερα ότι ως τεχνοκράτης δεν έπρεπε να ενεργώ με τρόπο που να επηρεάζει την κυβέρνηση, αλλά νομίζω ότι όλοι γνώριζαν ότι δεν μπορούσαμε να εμπιστευτούμε τα Ηνωμένα Έθνη. Αν δοθεί η ευκαιρία… οι χώρες του Συμβουλίου Ασφαλείας θα παρεμπόδιζαν τη διαδικασία… Ως αιτιολόγηση μιας πρωτοβουλίας στο πλαίσιο της Συνθήκης Εγγύησης, υποστήριξα ότι η συνταγματική τάξη καταργήθηκε πλήρως με το πραξικόπημα. Σκόπευα να δείξω ότι το πραξικόπημα άλλαζε το status quo του νησιού».
Συνεδρίαση 16 Ιουλίου
Η συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στις 16 Ιουλίου διήρκεσε μιάμιση ώρα. Ο ακριβής αριθμός των συνεδριάσεων του υπουργικού συμβουλίου παραμένει άγνωστος, αλλά ήταν περισσότερες από μία. Το υπουργικό συμβούλιο είχε ήδη συνέλθει τρεις φορές την προηγούμενη μέρα. Η επίσημη πολιτική της Τουρκίας, που θα οριστικοποιείτο σε λίγες μέρες, ήταν σχεδόν ίδια με το σενάριο που είχε προβάλει. Όταν ο Ecevit τον ρώτησε πώς να αντιδράσει σε περίπτωση υποχρέωσης για στρατιωτική επιχείρηση, ο Barutçu απάντησε:
«Εξήγησα τις απόψεις μου γι’ αυτό το θέμα βασίζοντάς τες στο άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγύησης και πρόσθεσα ότι εάν η Τουρκία επέλεγε να ασκήσει το δικαίωμά της να παρέμβει, πρώτα και κύρια θα ήταν βολικό να διαβουλευτεί με το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς ήταν απαραίτητο να θέσει σε ισχύ τον μηχανισμό που είχε προβλέψει η Συνθήκη Εγγυήσεων».
Λόγω αυτής της στάσης, ο Barutçu αντιμετώπισε για άλλη μια φορά τον Υπουργό Άμυνας. Αν το status quo στην Κύπρο είχε ήδη αλλάξει κατά τη διάρκεια της αναταραχής του 1964, ρώτησε ο Işık, πώς θα μπορούσε να αλλάξει το status quo που δημιουργήθηκε το 1960 μετά το πραξικόπημα του 1974; Τα λόγια του Ecevit μετά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, από την άλλη, ήταν εναρμονισμένα με τη θέση του Barutçu.
Άφιξη στο Λονδίνο
Η τουρκική αντιπροσωπία με επικεφαλής τον Ecevit πέταξε στο Λονδίνο στις 15.30 της 17ης Ιουλίου. Η τουρκική αντιπροσωπία στο Λονδίνο αποτελείτο από διπλωμάτες όπως ο Barutçu και ο Yavuzalp, οι οποίοι υπερασπίστηκαν με δέσμευση την αναγκαιότητα μιας στρατιωτικής επιχείρησης από την αρχή. Είναι ενδιαφέρον ότι δεν γνώριζαν όλα τα μέλη της αντιπροσωπίας του Ecevit ότι η απόφαση για στρατιωτική επέμβαση είχε ήδη ληφθεί. Οι Βρετανοί απέρριψαν χωρίς έκπληξη την τουρκική πρόταση. Η συνεδρίαση του τουρκικού κοινοβουλίου, που είχε προγραμματιστεί για τις 20 Ιουλίου, αναβλήθηκε για τις 22 Ιουλίου. Ο στόχος ήταν να καθηλώσει τη διεθνή κοινή γνώμη. Η κυβέρνηση, στην πραγματικότητα, δεν χρειαζόταν μια νέα πράξη του κοινοβουλίου, καθώς υπήρχε το προηγούμενο ψήφισμα που είχε ήδη ψηφιστεί το 1967, το οποίο επέτρεπε μια στρατιωτική επιχείρηση. Από τις 19 Ιουλίου, τόσο η έδρα του ΥΠΕΞ όσο και οι αρχηγοί των διπλωματικών αποστολών της Τουρκίας στο εξωτερικό γνώριζαν την απόφαση για στρατιωτική επιχείρηση. Ο İnhan στη Λευκωσία ενημερώθηκε το πρωί της 19ης Ιουλίου.
Ο Melih Esenbel, πρεσβευτής στις Ηνωμένες Πολιτείες, διέταξε τους νεότερούς του να μην τον ξυπνήσουν «λόγω της κούρασής του» για να αποτρέψουν οποιοδήποτε αμερικανικό μήνυμα που θα έθετε εμπόδιο στην τουρκική στρατιωτική εισβολή.
«Το βράδυ της 19ης Ιουλίου, στις 20.00, όλες οι τουρκικές διπλωματικές αποστολές διατάχθηκαν να υιοθετήσουν εικοσιτετράωρες βάρδιες και να μη διακόψουν την ραδιοεπικοινωνία με την Τουρκία. Αυτές οι δύο διαταγές διαβεβαίωσαν όλους τους υπαλλήλους των τουρκικών διπλωματικών αποστολών ότι η εισβολή επρόκειτο να πραγματοποιηθεί πολύ σύντομα», σημειώνει η ανάλυση.
Πηγή: Σημερινή