Οι σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την Τουρκία παρουσιάζουν μία μακροχρόνια
ιστορική πολυπλοκότητα, χωρίς να παρουσιάζεται κάποια εποχή ακμής. Ακόμα και
με αυτή την παραδοχή, οι σχέσεις τα τελευταία χρόνια είναι εξαιρετικά κακές.
Τα παραπάνω αναφέρει άρθρο του Galip Dalay στην ιστοσελίδα της σημαντικής
δεξαμενής σκέψης Brookings.
Τίτλος του κειμένου: US-Turkey relations will remain crisis-ridden for a long
time to come (Οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας θα παραμείνουν σε κρίση για πολύ καιρό
ακόμη)
Σημειώνει μεταξύ των άλλων:
Συνεχείς κρίσεις, ένα μη λειτουργικό πλαίσιο συνεργασίας και μία αποκλίνουσα
αντίληψη των απειλών, έχουν επιδεινώσει τους δεσμούς των δύο χωρών.
Παρά τα θετικά μηνύματα της Άγκυρας, εσχάτως, οι σχέσεις της Τουρκίας με τη
Δύση γενικότερα, αναμένεται να επιδεινωθούν καθώς η προσπάθεια της Τουρκίας να
μειώσει την εξάρτησή της από τη Δύση αλλά και η αποκλίνουσα αντίληψη μεταξύ
των δύο πλευρών για το τι σημαίνει «επανέναρξη» αναμένεται να φέρει τις δύο
πλευρές ενώπιον δύσκολων διλλημάτων.
Όσον αφορά τη σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας, οι δύο πλευρές αντιλαμβάνονται διαφορετικά
τόσο τις γεωπολιτικές εξελίξεις όσο και το ρόλο της Τουρκίας στο υπό
διαμόρφωση νέο κόσμο και στην κλιμακούμενη αντιπαράθεση των μεγάλων δυνάμεων,
των ΗΠΑ με την Κίνα και τη Ρωσία.
Στο πλαίσιο αυτό, σε μία ρεαλιστική προσέγγιση, οι ΗΠΑ και η Τουρκία θα πρέπει
να εγκαταλείψουν αντιλήψεις του παρελθόντος για μία στρατηγική συμμαχία ή μία
ιδανική εταιρική σχέση και να επιδιώξουν τη διαμόρφωση μίας νέας σχέσης που θα
είναι συναλλακτική και θα βασίζεται σε σαφείς στόχους και θα έχει σαφή όρια.
Η στρατηγική αυτονομία της χώρας, ως επικρατούσα αντίληψη στην πολιτική ελίτ
της Τουρκίας σήμερα, σημαίνει ουσιαστικά αυτονόμηση από τα δεσμά που επέβαλε η
δυτικόστροφη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στο παρελθόν.
Κάτι τέτοιο όμως σημαίνει ότι οι ΗΠΑ και η Τουρκία θα βρίσκονται σε μία συνεχή
αντιπαράθεση.
Πέντε κρίσεις που έθεσαν σε δοκιμασία τις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ στο
παρελθόν φαίνεται ότι θα είναι και στην ατζέντα της νέας Διοίκησης του
προέδρου Τζο Μπάιντεν.
Η αγορά των S-400 από την Τουρκία και οι παρεπόμενες κυρώσεις, οι Κούρδοι της
Συρίας, η κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο, η υπόθεση Halkbank με την οποία η
τουρκική τράπεζα κατηγορείται για παραβίαση των κυρώσεων έναντι του Ιράν, αλλά
και η οπτική Biden περί οπισθοδρόμησης της Δημοκρατίας στην Τουρκία, είναι
πέντε κρίσιμα ζητήματα που εξακολουθούν να δοκιμάζουν τις σχέσεις των δύο
χωρών.
Κατά τη διάρκεια της ακρόασής του στη Γερουσία, ο νέος ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Antony
Blinken χαρακτήρισε την Τουρκία ως «αποκαλούμενο στρατηγικό εταίρο», μία
ενδεικτική αναφορά για τη διάθεση της νέας Διοίκησης έναντι της Τουρκίας.
Από την άλλη πλευρά, σχεδόν σε όλες τις δημοσκοπήσεις στην Τουρκία, η κοινή
γνώμη κατατάσσει τις ΗΠΑ στην πρώτη θέση των χωρών που απειλούν την εθνική
ασφάλεια της Τουρκίας.
Αντίθετα από τις σχέσεις της Ευρώπης με την Τουρκία, οι σχέσεις των ΗΠΑ με
αυτή, βασίζονται σε ένα μόνο θέμα: την εταιρική σχέση ασφάλειας η οποία
διαμορφώθηκε στον πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Ωστόσο, σήμερα, η γεωπολιτική απορρύθμιση και η αποκλίνουσα αντίληψη για το τι
σημαίνει απειλή, αποτελούν τα κυρίαρχα στοιχεία των σχέσεων αυτών, και όπως
δείχνει η μακροχρόνια τριβή της Τουρκίας με την Κεντρική Διοίκηση (Central
Command, CENTCOM) των ΗΠΑ στη Συρία, οι στρατιωτικές σχέσεις των δύο χωρών
γίνονται όλο και περισσότερο κακές.
Η προμήθεια των ρωσικών S-400 από την Τουρκία -κάτι που σύμφωνα με πολλούς στη
Δύση δείχνει την απομάκρυνση της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ- δεν γίνεται
μόνο για λόγους άμυνας αλλά ενέχει και γεωπολιτικά στοιχεία.
Η επιλογή αυτή έχει ενισχύσει τις σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας, ιδιαίτερα στη
Συρία.
Αν και η Ρωσία δεν έχει προβεί στην μεταφορά τεχνολογίας προς την Τουρκία όσον
αφορά το σύστημα των S-400, η Τουρκία προχώρησε στην αγορά του.
Κάτι που ανησυχεί έντονα την Ουάσιγκτον, καθώς κάτι τέτοιο μπορεί να
προετοιμάσει το έδαφος για αγορά ρωσικών όπλων και από άλλου εταίρους της,
όπως είναι η Ινδία.
Επίσης σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η Ουάσιγκτον και η Άγκυρα αντιλαμβάνονται τις
διεθνείς σχέσεις με αποκλίνουσα προσέγγιση.
Καθώς οι ΗΠΑ θεωρούν την Κίνα ως συστημικό αντίπαλο και οι σχέσεις με την
Ρωσία αναμένεται να γίνουν πιο ταραχώδεις, η κυβέρνηση ΑΚΡ-ΜΗΡ της Τουρκίας,
πιστεύει ότι το τρέχον διεθνές σύστημα δεν είναι δυτικο-κεντρικό όπως ήτανε
και γι’ αυτό, η Τουρκία, θα πρέπει να ακολουθήσει τα συμφέροντά της μέσω μίας
περισσότερο ποικιλόμορφης, γεωστρατηγικά, εξισορροπημένης δράσης.
Αυτή η θεώρηση των διεθνών σχέσεων από την Τουρκία μπορεί να φαίνεται ανώμαλη
για την Ουάσιγκτον, αλλά για τη συμμαχική κυβέρνηση της Άγκυρας, γίνεται
αντιληπτή, ως μία προσαρμογή στη νέα κανονικότητας της παγκόσμιας πολιτικής.
Και η θεώρηση αυτή, δεν αναμένεται να αλλάξει κατά τη διάρκεια της Διοίκησης
Biden.
Ωστόσο, στην πράξη, αυτή η νεφελώδης θεώρηση σημαίνει ουσιαστικά την μείωση
της εξάρτησης της Τουρκίας από τη Δύση, χωρίς να οδηγεί στην αυτόνομη,
ανεξάρτητη, δράση της στη διεθνή κονίστρα.
Για παράδειγμα, η Τουρκία επιδεικνύει μειωμένο ενδιαφέρον έναντι της
«στρατηγικής αυτονομίας» της σε σχέση με την Κίνα και την Ρωσία.
Η κυβέρνηση Erdogan, έχει μείνει σχεδόν σιωπηλή έναντι της κινεζικής
καταδίωξης των Μουσουλμάνων Ουιγούρων προκειμένου να μην εναντιωθεί στην Κίνα.
Επιδεικνύει, την ίδια εξαιρετική προσοχή προκειμένου να μην εναντιωθεί στις
ευαισθησίες και τις κόκκινες γραμμές της Ρωσίας.
Οι στάσεις αυτές, αποτελούν ένα παράδοξο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Επιδιώκοντας να μειώσει την εξάρτησή της από τη Δύση, έχει οδηγηθεί στην
αύξηση της εξάρτησής και της τρωτότητας της έναντι της Κίνας και της Ρωσίας.
Μία άλλη εκδήλωση των θεμελιωδών διαφορών μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας
είναι η αντίληψη του τι σημαίνει «επανεκκίνηση» των σχέσεων των δύο χωρών.
Για τη νέα Διοίκηση Biden -η οποία θα δώσει έμφαση στην ενίσχυση των
συμμαχιών, των θεσμών και της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης- μία επανεκκίνηση
σημαίνει ότι η Τουρκία θα αντιστρέψει την πορεία των σχέσεων της με την Κίνα
και τη Ρωσία, εγκαταλείποντας τους S-400 και επιστρέφοντας στο ΝΑΤΟ και τη
Δύση.
Αντίθετα, για την κυβέρνηση Erdogan, μία επανεκκίνηση σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα
αντιληφθούν τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα στην γειτονιά της Τουρκίας, αλλά
και τον ρόλο της Τουρκίας σε αυτή, και τις ευρύτερες αλλαγές στις διεθνείς
σχέσεις.
Θα σήμαινε δηλαδή ότι η Άγκυρα δεν θα αλλάξει κατ’ ουσία, την πορεία των
σχέσεων της με την Ρωσία και την Κίνα.
Με άλλα λόγια, καθώς ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων συνεχίζει να
κλιμακώνεται, ενώ οι ΗΠΑ αναμένουν μία μεγαλύτερη συνοχή και αλληλεγγύη εντός
του δυτικού συνασπισμού, η Τουρκία στοιχηματίζει σε ένα είδος εξισορροπητικής
δράσης μεταξύ των δυνάμεων αυτών.
Αν και φαίνεται σαφώς ότι οι δύο πλευρές έχουν διαφορετική αντίληψη, αυτό δεν
σημαίνει ότι θα πρέπει να οδηγηθούν και στη ρήξη.
Η εξεύρεση μίας μέσης οδού φαίνεται δυνατή. Αυτή η μέση οδός, θα πρέπει να
ξεχάσει την παλαιότερη αντίληψη μίας στρατηγικής συμμαχίας ή μίας ιδανικής
εταιρικής σχέσης, καθώς μία τέτοια αντίληψη δημιουργεί ρήγματα μεταξύ των
προσδοκιών και της πραγματικότητας, με επακόλουθο, την απογοήτευση μεταξύ των
δύο πλευρών.
Οι γεωπολιτικές προτεραιότητες και εκείνες της ασφάλειας μεταξύ των δύο
πλευρών, αποκλίνουν σημαντικά, και γι’ αυτό θα πρέπει να μειώσουν τις
προσδοκίες τους ο ένας έναντι του άλλου.
Η μορφή της νέας σχέσης τους θα πρέπει να είναι περισσότερο συναλλακτική,
έχοντας σαφείς στόχους και όρια.
Σε αυτό το στάδιο, υπάρχουν περιορισμένα περιθώρια προόδου στους
προαναφερθέντες πέντε τομείς διαφωνίας των δύο χωρών.
Μια αμοιβαία αποδεκτή φόρμουλα στους S-400 είναι απίθανο να βρεθεί σύντομα και
το ζήτημα αυτό αναμένεται να προκαλεί μακροχρόνια τριβή στις σχέσεις των δύο
χωρών.
Στην Ανατολική Μεσόγειο, στην καλύτερη περίπτωση, η κρίση μπορεί να παγώσει,
πράγμα που σημαίνει την έναρξη διμερών συνομιλιών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας,
αποφεύγοντας οι δύο πλευρές την αποστολή πλοίων σε διαφιλονικούμενα ύδατα για
έρευνες.
Επιπλέον, στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι πιθανό να δούμε έναν μεγαλύτερο
συντονισμό πολιτικών μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Το μέλλον της πολιτικής της Τουρκίας έναντι των Κούρδων της Συρίας, συνδέεται
στενά με το μέλλον του κυβερνώντος συνασπισμού στην Τουρκία και με τις
πολιτικές εξελίξεις σε αυτή.
Όσο ο συνασπισμός Erdogan με το ακροδεξιό MHP παραμένει σε ισχύ, η προοπτική
για αλλαγή πολιτικής είναι περιορισμένη.
Και η Διοίκηση Biden, πιθανότατα, θα εκφράζεται εντονότερα σε συγκεκριμένες
υποθέσεις, με πολιτική σκοπιμότητα, όπως είναι εκείνη του πρώην συμπροέδρου
του φιλοκουρδικού HDP Selahattin Demirtaş, του φιλάνθρωπου Osman Kavala και
του συγγραφέα Ahmet Altan.
Ομοίως, η υπόθεση Halkbank, θα συνεχίσει να ρίχνει τη σκιά της στις διμερείς
σχέσεις.
Όλες αυτές οι διαμάχες θα δώσουν μόνιμο χαρακτήρα στις κρίσεις των σχέσεων
ΗΠΑ-Τουρκίας.
Ωστόσο, οι δύο χώρες μπορούν να συνεργαστούν σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος,
όπως στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, όπου υπάρχει μία επικάλυψη των
συμφερόντων των δύο πλευρών.
Έτσι, πρέπει να τμηματοποιήσουν τις σχέσεις τους.
Στο τρέχον πολιτικό κλίμα, οι ΗΠΑ και η Τουρκία είναι απίθανο να καταφέρουν να
επιλύσουν οποιοδήποτε από τα κύρια σημεία διαμάχης τους.
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επενδύσουν χρόνο και ενέργεια στη διαχείριση
κρίσεων και όχι στη επίλυση κρίσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η συνολική
ρήξη.
Με άλλα λόγια, διαχείριση κρίσεων, συναλλακτική προσέγγιση με ξεκάθαρα όρια
και τμηματοποίηση, θα πρέπει να προσδιορίζουν τη νέα μορφή των διμερών
σχέσεων.
Προφανώς, μία τέτοια ποιοτική αλλαγή στην φύση της σχέσης των δύο χωρών,
απαιτεί ένα νέο αφήγημα και νέα αντιληπτικά εργαλεία για τις σχέσεις
ΗΠΑ-Τουρκίας στη νέα περίοδο.