Όταν ήρθε η Τζέιν Χολ Λουτ τον περασμένο Ιούνιο, πήγε στο Προεδρικό και
βολιδοσκοπούσε τον Πρόεδρο και την ομάδα του για να μάθει πόσο θα θυμώσουν,
πολύ ή λίγο, αν ο Γκουτέρες στη νέα του έκθεση τον Ιούλιο, θα έκανε αναφορά σε
«αυτοδιοικούμενες περιοχές», για να ικανοποιηθούν οι Τουρκοκύπριοι. Δηλαδή,
σκεφτόταν ο Γενικός Γραμματέας να εκχωρήσει κυριαρχία στους Τουρκοκύπριους και
να την αφαιρέσει από το νόμιμο κράτος. Ο Νίκος Αναστασιάδης αντέδρασε και
αποφεύχθηκε η συγκεκριμένη φρασεολογία. Η ουσία, όμως, δεν ξεπεράστηκε. Η
επιμονή της τουρκικής πλευράς στην αναγνώριση «κυριαρχικής ισότητας» και στη
λύση δύο κρατών, και η αδυναμία της δικής μας να αντιδράσει καταλυτικά, κάνει
τους μεσολαβητές να αναζητούν τρόπους να ικανοποιήσουν τους Τούρκους για να
πετύχουν προσέγγιση. Όποια κι αν είναι αυτή, άλλωστε ούτε τους ενδιαφέρει,
ούτε τους αφορά, ούτε θα ζήσουν με αυτήν.
Άριστος Μιχαηλίδης
Οι «αυτοδιοικούμενες περιοχές» ξεπεράστηκαν ή, καλύτερα να λέμε, αναβλήθηκαν,
διότι είναι βέβαιο πως θα επανέλθουν. Τώρα, όμως, οι Βρετανοί κινούνται στο
παρασκήνιο, επεκτείνοντας τη δράση τους μέχρι τη Νέα Υόρκη, ενόψει της Γενικής
Συνέλευσης και της πιθανότητας συναντήσεων εκεί, ώστε να προωθήσουν μια νέα
κοινή δήλωση Αναστασιάδη – Τατάρ με την οποία θα εισαγάγουν αναφορές που θα
ικανοποιούν τις τουρκικές αξιώσεις και ειδικά την αναγνώριση ισότιμου
καθεστώτος. Πρόκειται για συνέχεια της προσπάθειας Λουτ με τις
«αυτοδιοικούμενες περιοχές» με ανάλογες αναφορές: Αυτοδιοικούμενες οντότητες,
Ίσα εγγενή δικαιώματα, Συνιδρυτές κ.ά. Βασίζονται και επεκτείνουν τόσο τη
συμφωνία Χριστόφια – Ταλάτ του 2008, όσο και αυτήν των Αναστασιάδη – Έρογλου
του 2014.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν χρειάζονται και πολλές συσκέψεις για να αντιληφθούν
οι ηγέτες μας πού οδηγούμαστε και τι είναι το επόμενο που έχουμε να
αντιμετωπίσουμε. Το ερώτημα είναι με ποιο τρόπο αποτρέπουν την εξέλιξη.
Ακούγαμε και χθες τους αρχηγούς των μεγάλων κομμάτων, μετά το Εθνικό
Συμβούλιο, να καλούν τον Πρόεδρο να επιμένει «χωρίς παλινωδίες σε επανέναρξη
των διαπραγματεύσεων από το σημείο που διακόπηκαν στο Κρανς Μοντανά,
διαφυλάσσοντας τις συγκλίσεις και διαπραγματευόμενοι επί του πλαισίου
Γκουτέρες» (Στεφάνου) και «να συνεχίσουμε τις προσπάθειες για να βρεθεί τρόπος
επανέναρξης των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού, εντός του
πλαισίου που καθορίζουν τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και της συμφωνημένης βάσης λύσης»
(Νεοφύτου). Ή και να αποφεύγει «διφορούμενες και αμφιλεγόμενες τοποθετήσεις
γιατί έχουν την τάση να απομακρύνουν την προσοχή από τα σημαντικά ζητήματα και
θέματα που έχουμε ενώπιον μας και δίνουν την ευκαιρία σε κείνους που θέλουν να
αλλάξουν τη βάση των διαπραγματεύσεων» (Παπαδόπουλος).
Μετά συγχωρήσεως, που λένε, αυτά είναι άλλα λόγια θκειε παπά. Κουραφέξαλα.
Ανούσια και άσκοπα λόγια εσωτερικής κατανάλωσης. Διότι, πλέον το ζήτημα δεν
είναι μόνο να πείσουμε την Τουρκία να αλλάξει αμανέ, αλλά τον Γκουτέρες, την
Λουτ και όποιον άλλο μεσολαβεί ότι αν συνεχίσουν να παίζουν το παιχνίδι της
Άγκυρας θα τινάξουμε τη διπλωματία τους στον αέρα, όπως τίναξε ο καλόγερος
Σαμουήλ το Κούγκι στην πολιορκία του Σουλίου από τον Αλή Πασά. Κι εμείς
πολιορκία έχουμε, αν δεν το καταλάβατε, κι αν δεν ενεργήσουμε αμέσως σύντομα
θα είμαστε δεμένοι χειροπόδαρα.
Το ότι επιμένουμε στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων από το σημείο που
διακόπηκαν στο Κρανς Μοντανά, το ότι θέλουμε διαπραγματεύσεις εντός του
πλαισίου που καθορίζουν τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, το γνωρίζουν πολύ καλά οι
μεσολαβητές. Δεν χρειάζεται να τους πείσουμε. Αυτό που μας ζητούν δεν είναι να
τους πείσουμε ότι τα θέλουμε αυτά, αλλά το αντίθετο, ότι θα τα εγκαταλείψουμε
αυτά για να βρούμε τη χρυσή τομή ανάμεσα σε αυτά και στις εγκληματικές
αξιώσεις της Άγκυρας.
Πρέπει να σκεφτούμε έξω από το κουτί. Δεν είναι οι ίδιοι οι πολιτικοί μας που
μας το έλεγαν αυτό; Να σκεφτούμε έξω από το κουτί! Να σκεφτούμε τον «νέο
ρεαλισμό». Λοιπόν, συμφωνούμε. Να αφήσει ο Πρόεδρος τις παλινωδίες, τα
μασημένα λόγια και τις διφορούμενες και αμφιλεγόμενες τοποθετήσεις, και να
καταθέσει επίσημα ολοκληρωμένη πρόταση για επιστροφή των Τουρκοκυπρίων στην
Κυπριακή Δημοκρατία. Με βελτιωμένο Σύνταγμα και ευρωπαϊκό πλαίσιο. Και να
ζητήσει από τα Ηνωμένα Έθνη να στηρίξουν το κράτος μέλος τους. Δεν υπάρχει
τίποτε πιο ρεαλιστικό.