Αυτή η διάσταση, η οποία κατέστη εξόχως ορατή κυρίως στην περίοδο διακυβέρνησης Τραμπ, αναδεικνυομένη και στο πλαίσιο ενός διαπροσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των δύο προέδρων και παρά την ύπαρξη της τακτικού επιπέδου συμμαχίας Τουρκίας – Ρωσίας, η οποία έλαβεν χώραν κατά την ίδια περίοδο και έκτοτε εμπεδώνεται, έρχεται σήμερα εν όψει της αμερικανικής αξίωσης απενεργοποίησης των ρωσικών πυραύλων S-400 να οδηγηθεί σε κρίση αμφισβήτησης και διακύβευσης.
Η Τουρκία, ευρισκόμενη εν μερικώ αδιεξόδω, επιχειρώντας να διαφυλάξει το κύρος της και ταυτόχρονα τη σχέση της με τη Ρωσία, δεν δείχνει να υποχωρεί στην αμερικανική αξίωση, επιδιώκοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να εμπεδώσει την εικόνα μιας ανεξάρτητης μεταβλητής κρατικής οντότητας, που είναι σε θέση να αποφασίζει με βάση το εθνικό της συμφέρον και μόνο.
Η ανωτέρω συνθήκη δημιουργεί ως εικόνα προς τους τρίτους την παράσταση της σύγκρουσης, που αποδίδεται στην τουρκική αποφασιστικότητα υπεράσπισης ιδίων συμφερόντων.
Όμως, η αληθής διάσταση των κατά ταύτα εξελίξεων παραπέμπει στην ιστορικά δοκιμασμένη αντίληψη της τουρκικής πολιτικής να παζαρεύει εφ’ όλης της ύλης ζητήματα που άπτονται των σχέσεών της με μεγάλες δυνάμεις, προσδοκώντας σταθερά την αποκόμιση του μεγαλύτερου δυνατού οφέλους και υφιστάμενη αναλογικά το μικρότερο δυνατό κόστος.
Στην περίπτωση των S-400 η Άγκυρα επιχειρεί να διαπραγματευθεί εν προκειμένω ενδεχόμενη αποθήκευσή τους κατά το προηγούμενο των ελληνικών S-300 λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα αφενός την ικανοποίηση των τουρκικών αξιώσεων έναντι του κουρδικού ζητήματος και αφετέρου την αποκόμιση ισχυρών οικονομικών ωφελημάτων, που θα μπορούσαν ενδεχομένως να στηρίξουν τη βαθιά πληγωμένη τουρκική οικονομία.
Υπογραμμίζεται εν προκειμένω πως το κουρδικό στοιχείο, του οποίου τον στρατηγικό ρόλο για τις ΗΠΑ η ηγεσία Τραμπ ενεργώς αποποιήθηκε, συνιστά κατά την ιστορική του διαδρομή υπαρξιακό ζήτημα για την τουρκική εθνική συνοχή και συγκρότηση. Η νέα αμερικανική ηγεσία υπό τον Τζο Μπάιντεν, παλαιόθεν ενεργό υποστηρικτή των Κούρδων, έρχεται κατά τα αναμενόμενα να αναθεωρήσει την πολιτική Τραμπ δημιουργώντας ένα εν τοις πράγμασι περαιτέρω δυναμικά εκδηλούμενο κατά τα ανωτέρω πρόβλημα για την Άγκυρα.
Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη πλήρως τη γεωπολιτική της αξία και τη στρατηγική της σημασία για το δυτικό στρατόπεδο, αλλά και τον εμφιλοχωρούντα φόβο στην αμερικανική στρατηγική σκέψη για ενδεχόμενη απώλειά της και προσχώρησή της στο ρωσικό άρμα επιρροής, αναμένεται να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για ένα εν εξελίξει ή επερχόμενο παζάρι με την αμερικανική ηγεσία σε σχέση με την περιθωριοποίηση ή και τον ενταφιασμό των ρωσικών πυραύλων S-400.
Tο ζωτικής σημασίας θέμα που τίθεται παραπέμπει στον αν η ηγεσία Μπάιντεν και δεδομένων των υφισταμένων επιλογών, θα προχωρήσει σε ένα παζάρι με την Άγκυρα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης γκάμας αμερικανοτουρκικών συμφερόντων ή αν θα ενεργήσει ακολουθώντας τη βούληση του Κογκρέσου, πλήττοντας κατά ταύτα με κυρώσεις την Τουρκία, αλλά και προσωπικά τον ίδιο τον Τούρκο Πρόεδρο.
Οι κατά τα ανωτέρω υφιστάμενες και αναμενόμενες εξελίξεις, που ούτως ή άλλως αποδυναμώνουν, κατά το μάλλον ή ήττον την Άγκυρα, οφείλουν, όχι απλώς να παρακολουθούνται από την Αθήνα, αλλά και να αξιοποιούνται υπέρ των εθνικών συμφερόντων του Ελληνισμού, θέτοντας ως στρατηγικό στόχο την εκ των έσω αναχαίτιση του επελαύνοντος τουρκικού αναθεωρητισμού, όπως τούτος εκδηλώνεται σε Ελλάδα και Κύπρο.
*Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Σημερινή