Χριστοφόροι
«Ο τρώγων μου την Σάρκα και πίνων μου το Αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ»
(Ιωάν. s’ 22-59, Ματθ. κs’ 17-29)
Το μάννα έθρεψε τους Εβραίους στην έρημο 40 ολόκληρα χρόνια, αλλά δεν ήταν το μάννα το αληθινό. Ήταν μόνον το αντίτυπό του. Όσοι το έφαγαν, πέθαναν.
Έπρεπε να έλθει το Μάννα το Αληθινό, που όσοι θα το τρώγουν ποτέ δεν θα πεθάνουν. Αυτό ζήτησαν κι εκείνοι που χόρτασαν ψωμί ανάμεσα στο πλήθος των πεντακισχιλίων. Δεν ανεγνώρισαν όμως ότι το Αληθινό Ψωμί, «ο Άρτος ο Αληθινός» ήταν μπροστά τους. «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος», αλλ’ «εάν τις φάγη εκ τούτου του Άρτου ζήσεται εις τον αιώνα».
Έτσι νομίζουν πολλοί. Στη συσσώρευσι υλικών αγαθών φαντάζονται ότι υπάρχει η ζωή και η ευτυχία. Μοιάζουν μ’ εκείνους εκ των πεντακισχιλίων που πλησίασαν τον Κύριο και ζήτησαν «την βρώσιν την απολλυμένην». Και αυτοί είναι οι πολλοί. Οι λίγοι μόνον, οι Δώδεκα, ο πολύ στενός Κύκλος, κατενόησε τον Ιησούν. Αυτοί μείναν, σ’ εκείνο που έλεγε.
Είναι πολύ δύσκολο να διακρίνης τι έχει ζωή μόνιμη και αιώνια και τι δεν έχει. Εκείνους που ο Πατήρ ήλκυσε προς τον Υιόν, αυτοί μόνοι μπορούν να καταλάβουν που είναι η ζωή (Ιωάν. s’ 44).
«Ο τρώγων μου την Σάρκα… εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ». Σώμα και ψυχή γίνονται κατοικητήριο του Χριστού.
«Χριστοφόροι» και «Θεοφόροι». «Σύσσωμοι» και «Σύναιμοι».
Πόση άμετρη είναι η Αγάπη Σου, Κύριε!
Πώς με αξίωσες, μέλος δικό Σου να γίνω! Η σκηνή τούτη η ρυπαρή, σκηνή δική Σου να γίνη! Απορώ και ντρέπομαι τον εαυτό μου! Πού να τον ακουμπήσω, και πού ν’ απλώσω τα μέλη τα δικά Σου; Βλέπω το φως της χάριτός Σου και από τα βάθη της καρδιάς, ποθώ πολύ, Δοξαστικά πολλά να σ’ αποδώσω…
Του Δείπνου Σου του μυστικού, σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε. ου μη γαρ τοις εχθροίς σου το μυστήριον είπω. ου φίλημά σοι δώσω, καθάπερ ο Ιούδας, αλλ’ ως ο ληστής ομολογώ σοι. Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου.
Αγία και Μεγάλη Εβδομάς
Σκέψεις και Πόθοι
Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη” Θεσσαλονίκη