Πρόσφατα η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης ανακοίνωσε την χορήγηση μπόνους, στους δημοσίους υπαλλήλους. «Το ποσό του 15% για το μπόνους θα υπολογίζεται πάνω στις ετήσιες αποδοχές του δημοσίου υπαλλήλου. Αυτό σημαίνει ό,τι έχουμε ένα ποσό 40 εκατομμυρίων από τον κρατικό προϋπολογισμό». Αυτό τόνισε για το νέο σύστημα κινήτρων και ανταμοιβής το οποίο θα εφαρμόζεται στους φορείς του Δημοσίου η Υφυπουργός Εσωτερικών Βιβή Χαραλαμπογιάννη, εξηγώντας τις προθέσεις της κυβέρνησης για την εφαρμογή του μέτρου.
Σύμφωνα το υπουργείο Εσωτερικών, για την παροχή του μπόνους:
- Δημιουργείται ένα νέο πλαίσιο, απόλυτα συνδεδεμένο με το υφιστάμενο σύστημα στοχοθεσίας και αξιολόγησης και τα Ετήσια Σχέδια Δράσης των Υπουργείων.
- Προβλέπεται πεδίο εφαρμογής για το μπόνους παραγωγικότητας που περιλαμβάνει όλους τους φορείς που υπάγονται στην στοχοθεσία – αξιολόγηση.
- Ορίζεται σαφής μεθοδολογία προσδιορισμού των επιλέξιμων στόχων και ενιαία μεθοδολογία απονομής της ανταμοιβής.
- Συστήνεται Επιτροπή Κινήτρων και Ανταμοιβής, Τμήμα Κινήτρων και Ανταμοιβής στο Υπουργείο Εσωτερικών και Πληροφοριακό Σύστημα Ανταμοιβής για την τεχνική υποστήριξη της διαδικασίας.
- Εισάγονται και μη χρηματικές ανταμοιβές.
Τι ισχύει πραγματικά για το μπόνους;
Τι ισχύει όμως πραγματικά για το μπόνους; Αποτελεί τμήμα του μισθού; Είναι ένας επιπρόσθετος μισθός όμως υποστηρίζει η κυβέρνηση; Η πρόσθετη αμοιβή ή μπόνους, καταβάλλεται από τον εργοδότη ως οικειοθελής παροχή προς τον εργαζόμενο. Η έννοια του μπόνους, δηλαδή η πρόσθετη αμοιβή και του πριμ παραγωγικότητας είναι συναφής έννοιες που χορηγούνται για την επιβράβευση της αποδοτικότητας και ως κίνητρο για την παρεχόμενη εργασία του εργαζομένου στο μέλλον. Αυτές οι παροχές, χορηγούνται από ελευθεριότητα του εργοδότη και μπορεί να χορηγούνται χωρίς νομική υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλλονται και στο μέλλον. Δεν δημιουργείται κάποιο δικαίωμα από τις εν λόγω παροχές και ο εργοδότης δύναται να τις ανακαλεί όποτε θέλει.
Έχει όμως μείνει ως νομολογία στο ιδιωτικό τομέα αλλά και σε κάποιες υπηρεσίες του δημοσίου, ότι εφόσον αυτές οι παροχές χορηγούνται επαναλαμβανόμενα, σταθερά και για μεγάλο χρονικό διάστημα ως σιωπηρή συμφωνία μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη, τότε η παροχή αυτή αποκτά μισθολογικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να ανακληθεί μονομερώς από τον εργοδότη. Δηλαδή αν η παροχή αυτή έχει χαρακτήρα επιχειρησιακής συνήθειας (μακροχρόνια και ομοιόμορφη), θεωρείται ως παροχή μισθολογικού χαρακτήρα.
Τέσσερις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί παροχή μισθολογικού χαρακτήρα
Ειδικότερα, σύμφωνα με το Δικηγορικό Γραφείο Γιάννης Κ. Καρούζος & Συνεργάτες, για να χαρακτηρισθεί η παροχή του bonus, παροχή μισθολογικού χαρακτήρα και επιχειρησιακή συνήθεια, πρέπει να συντρέχουν οι εξής τέσσερις (4) προϋποθέσεις:
Α) Να πρόκειται για μακροχρόνια καταβολή από τον εργοδότη. Ως μακροχρόνια καταβολή έχει κριθεί, αυτή που δίνεται για ικανό χρονικό διάστημα και επαναλαμβάνεται με τέτοια συχνότητα που αναμένει κανείς ότι θα επαναληφθεί και στο μέλλον.
Β) Να πρόκειται για γενική και απρόσωπη συνήθεια. Δηλαδή να αφορά συνήθεια του εργοδότη, που δεν αντικατοπτρίζει τις ανάγκες κάποιου συγκεκριμένου εργαζομένου, αλλά καλύπτει κάθε εργαζόμενο, που πληροί τις αντίστοιχες προϋποθέσεις και τα αντικειμενικά κριτήρια για την οποία χορηγείται η παροχή – συνήθεια αυτή.
Γ) Να πρόκειται για σταθερή και ομοιόμορφη συνήθεια. Ως τέτοια, έχει κριθεί η παροχή που χορηγείται, κατά τον ίδιο τρόπο και τα ίδια χρονικά διαστήματα από τον εργοδότη.
Δ) Να παρέχεται χωρίς επιφύλαξη από τον εργοδότη. Ως ανεπιφύλακτη συνήθεια, έχει κριθεί αυτή που δεν εξέφρασε ο εργοδότης ρητή επιφύλαξη, ώστε να μην παγιωθεί ως δεσμευτική παροχή και δεν κατέστησε σε κανέναν σαφές ότι, επιθυμεί και έχει την βούληση να αποκλεισθεί η χορήγηση της παροχής αυτής για το μέλλον, ή ότι ήθελε να δεσμευτεί να την παρέχει για ένα ορισμένο μόνο χρονικό διάστημα.
Εφόσον λοιπόν, το bonus αποτελεί επιχειρησιακή συνήθεια του εργοδότη (ομοιόμορφη και μακροχρόνια) και δεν τέθηκε ζήτημα ανάκλησης για το μέλλον, τότε ο εργοδότης αποκτά έννομη υποχρέωση συνέχισης αυτής στο μέλλον και δεσμεύεται ως αντισυμβαλλόμενος για την παροχή της.