Τις προετοιμασίες για να «αλλάξουν τα ράφια τους» έχουν ξεκινήσει οι αλυσίδες λιανικής όπως μεταφέρουν στελέχη εταιρειών στο Ελαίας Καρπός, εισάγοντας το στοιχείο του πλουραλισµού. Την ίδια στιγμή και οι νεότεροι καταναλωτές φαίνεται ότι θέλουν να ξεφύγουν τόσο «από τον τενεκέ του χωριού», όσο και από τα εδραιωμένα τζάκια. Όπως µας εξηγούν άνθρωποι της αγοράς, από µόνο του το γεγονός ότι ο Έλληνας καταναλωτής, πρώτος παγκοσµίως και στην κατανάλωση ελαιολάδου, ζητά ποιοτικό έξτρα παρθένο προϊόν, λέει πολλά. Σε αυτό το στάδιο ανάπτυξης, τα μοντέρνα σπίτια του ελαιολάδου φαίνεται ότι έχουν εδραιώσει μια παράλληλη αγορά για το premium προϊόν τους που επεκτείνεται, όσο παράλληλα εκτοπίζουν τα εδραιωμένα «τζάκια».
Βαδίζοντας πλέον στα χνάρια του κρασιού, αυτός ο ισχυρός νέος πυρήνας των ελληνικών εταιρειών δείχνει να έχει την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση για συνεχίσει τη μεταρρύθμιση, αφού όπως μεταφέρουν εκπρόσωποι των ανερχόμενων εταιρειών, «ούτως ή άλλως, οι προσπάθειές μας εντάθηκαν μέσα στα δύσκολα χρόνια της κρίσης, με ελάχιστη έως μηδενική χρηματοδότηση». Μάλιστα, όσο τα εγχειρήµατα αυτά ωριµάζουν και οι επιχειρήσεις µεγεθύνονται έρχονται οι συνεργασίες µε γειτονικούς παραγωγούς, που καλούνται πλέον να ακολουθήσουν το καλλιεργητικό µοντέλο που υπαγορεύει η ποιότητα και η στόχευση του premium τυποποιηµένου προϊόντος. Υπάρχει δηλαδή ένας συντονισµός των κρίκων παραγωγής που σιγά σιγά γίνεται κανόνας και έχει ως άµεσο αποτέλεσµα την ουσιαστική ενίσχυση της ποιότητας της πρώτης ύλης.
Απαγκίστρωση από την αντίληψη του χύµα
Με τις εξελίξεις αυτές στην ελληνική αγορά ελαιολάδου να λαµβάνουν µεγαλύτερες διαστάσεις, εντείνεται και ο ανταγωνισµός ανάµεσα στους τυποποιητές για εξασφάλιση πρώτης ύλης. Με όχηµα τις εξαγωγές τυποποιηµένου ελληνικού ελαιολάδου, διαµορφώνονται και οι συνθήκες αυτές που θα επιτρέψουν µια µερική έστω απαγκίστρωση των τιµών παραγωγού στη χώρα, από τις ισορροπίες που επιβάλλουν οι µεγάλοι τυποποιητές της Ισπανίας και της Ιταλίας, οι οποίοι λίγο έως πολλοί κάνοντας µεταξύ τους «συµφωνίες κυρίων» δροµολογούν το εύροςτιµών που θα ακουστεί στην ευρωπαϊκή αγορά, µόλις δέσει ο καρπός στα δέντρα την άνοιξη.
Σπύρος ∆αφνής: Στα χνάρια του κρασιού διαµορφώθηκε νέα αγορά
Για τον παραγωγό του πρώτου μονοποικιλιακού ελαιολάδου από Λιανολιά Κέρκυρας και του πρώτου ελαιολάδου που έφερε ένδειξη ισχυρισμού υγείας, Σπύρο Δαφνή, η τάση αυτή θα επιβιώσει και στο μεταξύ θα αλλάξει το καλλιεργητικό προφίλ αλλά και τον τρόπο κατανάλωσης. «Εντείναμε τις προσπάθειές μας την τελευταία δεκαετία μέσα σε δύσκολες συνθήκες ανάπτυξης, σε καθεστώς υποχρηματοδότησης. Πολλοί μάλιστα ξεκίνησαν τότε. Ωστόσο αντέξαμε και με δεδομένο ότι η ποιότητα ανταμείβεται, η τάση που ξεκινήσαμε θα επιβιώσει» αναφέρει χαρακτηριστικά, θεωρώντας πως σε εκείνη την περίοδο τα μοντέρνα σπίτια άγγιξαν ένα κομβικό σημείο της ανάπτυξης. Ο ίδιος θεωρεί πως αυτή η νέα γενιά παραγωγών και το καινούργιο που φέρνει στην εγχώρια ελαιοκομία, έχει διαμορφώσει ήδη μια παράλληλη μικρή αγορά ελαιολάδου. «Λίγο έως πολύ, ακολουθούμε το μοντέλο και το δρόμο του κρασιού. Όλο αυτό μεταφράζεται σε ιδιαίτερα προϊόντα και για όσο συνεχίζεται η εξέλιξη αυτή, βελτιώνεται και η αντίληψη του Έλληνα καταναλωτή πάνω στο ελαιόλαδο» σημειώνει. Ο Σπύρος Δαφνής εντοπίζει τις βάσεις αυτής της διαδικασίας εξέλιξης της εγχώριας αγοράς στους ίδιους τους παραγωγούς. «Σε μια χώρα που καμώνεται ότι έχει ιστορικό δεσμό με το ελαιόλαδο, δεν ταιριάζει αυτό που γινόταν όλα αυτά τα χρόνια. Η αναμονή για τα άδεια βυτία από την Ιταλία, η χαμηλή τιμή που πληρώνεται ο παραγωγός, η αντιμετώπιση του προϊόντος δείχνουν το μονόδρομο της αναζήτησης της ποιότητας και της ταυτότητας». «Η απάντηση στο πού, ποιος, πότε έχει παράξει το προϊόν που εμφιαλώθηκε δίνουν ταυτότητα και διάρκεια στο ελληνικό ελαιόλαδο» καταλήγει ο ίδιος, θεωρώντας πως όλα αυτά είναι νέα για την Ελλάδα και ήρθαν για να μείνουν.
Χαράλαµπος Παπαδέλλης: ∆ιαµορφώνεται κλίµα πλουραλισµού
Από το 2014 τα αδέρφια Παπαδέλλη στη Λέσβο έχουν ρίξει όλο το βάρος της δουλειάς τους στην παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντων ελαιολάδου και τα οποία πλέον έχουν βρει θέση στα ράφια μεγάλων αλυσίδων. Μιλώντας στο Ελαίας Καρπός ο Χαράλαμπος Παπαδέλλης διακρίνει ένα κλίμα ενίσχυσης του πλουραλισμού στην εγχώρια αγορά, το οποίο όμως έχε φρενάρει εξαιτίας της πανδημίας. Ό ίδιος διατηρεί την πίστη του στην εγχώρια αγορά και όπως υποστηρίζει, όσο αυτή μεγαλώνει, τόσο προσπάθειες καθετοποιημένων εκμεταλλεύσεων που φέρουν την υπογραφή του παραγωγού θα βρίσκουν θέση στα ελληνικά ράφια. Όπως εκτιμά, ήδη μερίδα καταναλωτών έχουν δείξει πως αναζητούν το πιο προσεγμένο και ποιοτικά αναβαθμισμένο ελαιόλαδο, ωστόσο προϋπόθεση για να ενταθεί η υφιστάμενη τάση, είναι να ενισχυθεί η αγοραστική δύναμη.
Νίκος Φιλιππίδης : Οι παλιοί παίχτες δεν µπορούν να µας ανταγωνιστούν
Ακόμα και η ελάχιστη ποιότητα που δύνανται οι παλιές καθιερωμένες εταιρείες να προσφέρουν στον καταναλωτή έχει ανέβει και αυτό οφείλεται στις αδιάκοπες προσπάθειες που στα πέτρινα χρόνια της κρίσης έχει καταβάλει ο συνεπής πυρήνας των ανερχόμενων εταιρειών. «Όλοι εμείς οι νέοι στο χώρο του ελαιολάδου το προκαλέσαμε αυτό» λέει ο Νίκος Φιλιππίδης της Hellenic Fields που τα τελευταία 15 χρόνια δραστηριοποιείται στο κομμάτι του «super premium» ελαιολάδου. «Το θέμα είναι» – σύμφωνα με τον ίδιο- «ότι ο καταναλωτής έχει άλλες γευστικές μνήμες που απέχουν από το πικρό, πικάντικο και αρωματικό προϊόν που προσφέρουμε εμείς». «Το λάδι του γνωστού από το χωριό είχε γευστικά ελαττώματα με αποτέλεσμα να μάθουμε όλοι ότι η καλή γεύση είναι αυτή που στην πραγματικότητα είναι λάθος» αναφέρει ο κ. Φιλιππίδης, που αντιλαμβάνεται πως το εξής χαρακτηριστικό διαμορφώνει ένα προβάδισμα στο όριο του αθέμιτου για τις καθιερωμένες εταιρείες, ώστε να μπορούν να ρίχνουν στην αγορά φθηνό προϊόν. «Έχουμε πλέον βρει κομμάτια της αγοράς που δεν καταδυναστεύουν οι παλιοί. Ποιοτικά εστιατόρια στην Αθήνα και τα άλλα αστικά κέντρα, σεφ υψηλής γαστρονομίας που έχουν εμπειρία και από το κρασί. Εκεί οι παλιοί παίχτες δεν μπορούν ν ανταπεξέλθουν, την αγορά αυτή την κερδίζουμε» συμπληρώνει. Αυτή η τάση, αν και ανεκόπη από την πανδημία, υφίσταται, αλλάζει τα δεδομένα και εκπαιδεύει τους καταναλωτές, καταλήγει ο συνομιλητής μας, ωστόσο «όχι ακόμα σε βαθμό που θα μπορούσε να συντηρήσει όλα τα μοντέρνα σπίτια».