Μοναχός Θεοφύλακτος Νεοσκητιώτης (1897 – 15/28 Ιουλίου 1986) [μέρος 1ο]
«Εις μνημόσυνον αιώνιον» «Τίμιος εναντίον (=ενώπιον) Κυρίου ο θάνατος του οσίου αυτού»
Την 15ην Ιουλίου 1986 (28/07/1986 με το νέο ημερολόγιο) και ώραν 14.20΄ μία υψηλοκορμος κυπάρισσος, ως η κέδρος η εν τω Λιβάνω, η οποία τον παρελθόντα αιώνα εις Ρέθη Κορινθίας εβλάστησε, διά να μεταφυτευθή αργότερα εις τας αποκρήμνους και ανύδρους ερήμους του Άθωνος, έπεσε και εστέρησε την δροσιάν και ανάπαυσιν που απελάμβανεν οποιος είχε την ευτυχίαν να σταματήση εις τον παχύν ίσκιον της προς ανακούφισιν εκ της οδοιπορίας της ζωής.
Ο Θεοφάνης Πάγκαλος (αυτό ητο το βαπτιστικον του ονομα) προ ενος περίπου αιώνος, το έτος 1897, εγεννήθη εις το χωρίον Ρέθη της Κορινθίας απο γονείς απλούς και ταπεινούς, αλλά πλουσίους εις εύσέβειαν και φοβον Θεού.
Έτσι ο μικρος Θεοφάνης, ως κληρονομος, εδέχθη το πλούσιον τούτο κληροδότημα των γονέων του, και με ζήλον και ευχαρίστηση ετρέφετο με τα νάματα των θείων εντολών, με την αγάπην προς τον Χριστόν και όλους τους Αγίους Του, επειδή, ως θα ίδωμεν, επρόκειτο η τρυφερά και ευσεβής καρδία του να μεταφυτευθή κάπου αλλού, εις τον Άθωνα.
Η εις το χωρίον του ζωή ήτο απλή, αγνή. Διεκρίνετο διά την πραοτητά του, την ευσέβειαν, την σωφροσύνην, παρά το νεαρον της ηλικίας του, και την υποδειγματικην υπακοήν εις τους γονείς του, εργαζόμενος πλησίον των.
Εις την προσωπικήν του ζωήν ητο αυστηρός, εγκρατής, φειδωλός, ολιγαρκής εις τα υλικά, άπληστος και αχόρταστος εις τα των θείων εντολών.
Υπακούων εις τάς εντολάς του Κυρίου, ήτο διά της πτώχειας του πλούσιος εις ελεημοσύνας και άλλα θεάρεστα έργα, ανάλογα με τα μέτρα των δυνατοτήτων του.
Ενηλικιωθείς έπρεπε να εκπληρώση τάς προς την πατρίδα υποχρεώσεις του. Επεστρατεύθη κατά τον μικρασιατικόν πόλεμον, υπηρετήσας με ζήλον και πατριωτισμόν επί πενταετίαν εις Μικράν Ασίαν και Λευκορρωσίαν.
Εδώ φαίνονται τα αλτρουϊστικά του αισθήματα, η ευσέβεια, η αγάπη προς τους συνανθρώπους, ο πόνος, η θλίψις εις τάς κατά και μετά τον πόλεμον επελθούσας συμφοράς. Ο πόνος αυτος δεν εθεραπεύθη μέχρι τας τελευταίας στιγμάς της επιγείου ζωής του, ως τούτο καταφαίνεται εκ του παραληρήματος του, πού ενώ εκοιμάτο ολίγας ημέρας προ της έκδημίας του, εθρηνούσε και ωδύρετο διά την άδικον σφαγήν αθώων ανθρώπων.
Μετά την εκ του επιγείου βασιλέως αποστράτευσίν του, ο γενναίος ούτος στρατιώτης αμέσως δεν ανέμενε νέαν επιστράτευσιν, αλλά ως εθελοντής κατετάγη εις το στράτευμα του επουρανίου Βασιλέως, διά να πολεμήση άλλον εχθρόν, η μάλλον εχθρούς αοράτους και φοβερότερους, την σάρκα, τον κόσμον (δηλαδή το κοσμικόν φρόνημα) και τον διάβολον, διά να τους κατατροπώση τελικώς και έτσι νικητής, τροπαιούχος και στεφανωμένος από τον Μέγαν Αθλοθέτην Χριστόν, να επιστρέψη εις την πατρίδα του την επουράνιον, και εκεί αιωνίως ν’ αναπαύεται εις τας μονάς του Κυρίου.
Έτσι 1923 ήλθε εις τον Άθωνα, το Άγιον Όρος, και μετά από τριετή δοκιμασίαν ο ήδη ευδόκιμος, το έτος 1926, εκάρη μοναχός εις το Κελλίον «Άγιοι Ανάργυροι» της Νέας Σκήτης υπό του φημισμένου Πνευματικού Γέροντος Ιωακείμ Σπετσιέρη, λαβών το όνομα Θεοφύλακτος Μοναχός.
Εδώ ο νους μου σταματά να σκέπτεται και το χέρι να γράφη. Από την μια αναλογίζομαι την βαρύτητα της υποθέσεως και το ύψος των αρετών και αγώνων του νεαρού μονάχου Θεοφύλακτου, από την άλλη αισθάνομαι την αδυναμίαν μου να παρουσιάσω αυτά, φοβούμενος μήπως αδικήσω τον άνδρα, και έτσι ευρεθώ υπό κατηγορίαν, αν και ο ίδιος γνωρίζω ότι δεν θα δυσαρεστηθή. Επειδή όμως και η σιωπή θα ήτο επίσης κατηγορία και αδικία, διά τούτο θαρρώ, επικαλούμενος και τας ευχάς του αοιδίμου και μακαριστού Γέροντος, του Παππού (όπως τον αποκαλούσαμε), και θα προσπαθήσω να περιγράψω ολίγα από την όντως αγωνιστικήν και μαρτυρικήν ζωήν του.
Τα πρώτα μυστικά της μοναχικής πολιτείας του τα εδιδάχθη υπό του ονομαστού και ενάρετου Πνευματικού Γέροντος του, ως προελέχθη, Ιωακείμ Σπετσιέρη. Μετά τον θάνατον αύτου, εμαθήτευσε και πολλά ωφελήθη από τον επίσης σπουδαίον και καλόν εργάτην της νοεράς προσευχής, οσιώτατον Γέροντα Ιωσήφ, εις την συνοδείαν του οποίου προσεχώρησεν εις σπήλαιον της Μικράς Αγίας Άννης, όπου ήσκητευε και τον κατέστησε Πνευματικόν του Πατέρα και Γέροντα, υπό του οποίου και έλαβε το Μέγα και Αγγελικόν Σχήμα το έτος 1952.
(Συνεχίζεται)
Πηγή: Π.Μ.Γ., Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος», Τεύχος 11, σελ. 85-91, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος, 1986.