Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει ξεκινήσει το τελευταίο διάστημα μια εκστρατεία πειθούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι επίκεινται σημαντικές αλλαγές στην Τουρκία. Δεν είναι η πρώτη φορά που προβαίνει σε ανάλογες κινήσεις για να πείσει τους Ευρωπαίους, που στο παρελθόν έδειξαν πολλές φορές ότι πείθονται. Η κίνηση αυτή του Ερντογάν πηγάζει από δύο πιεστικές καταστάσεις: την πορεία της τουρκικής οικονομίας και το επικείμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Από το 2016 ακολουθεί μια συγκρουσιακή εξωτερική πολιτική που τον έφεραν αντιμέτωπο με πολλές ισχυρές χώρες στην Ευρώπη. Στην Ανατολική Μεσόγειο αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα δύο κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Κύπρου και της Ελλάδας. Λόγω των επιδιώξεών του στη Μεσόγειο, την Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική ο Ερντογάν ήρθε σε σύγκρουση και με τη Γαλλία. Προσφάτως αντιμετώπισε και μίνι κρίση στις σχέσεις του με τη Γερμανία με αφορμή την έρευνα σε τουρκικό εμπορικό σκάφος που κατευθυνόταν προς τη Λιβύη.
Ωστόσο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιχειρεί, ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, να εφαρμόσει μια συνταγή που είχε θετικά αποτελέσματα για την Τουρκία στην περίπτωση του Κυπριακού. Επιχειρεί να παρουσιάσει τις εντάσεις που προκαλεί η ίδια σε σχέση με την Ελλάδα και την Κύπρο ως διμερή προβλήματα τα οποία δεν μπορεί να επηρεάζουν τις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία. Στην περίπτωση του Κυπριακού, για παράδειγμα, κατάφερε να περάσει τη θέση ότι το πρόβλημα είναι τοπικό/δικοινοτικό και πρέπει να επιλυθεί μεταξύ των δυο κοινοτήτων.
Η τακτική αυτή έχει πείσει πολλούς και κυρίως στην Ευρώπη που επιμένουν ότι το πρόβλημα στην Κύπρο είναι κυρίως δικοινοτικό. Δεν φαίνεται όμως να πείθει και στο θέμα των μονομερών ενεργειών της Τουρκίας στην Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Όπως σημειώνει το Γαλλικό Πρακτορείο AFP, οι Βρυξέλλες έχουν απειλήσει να επιβάλουν κυρώσεις, αν η Άγκυρα επιμείνει, και το ζήτημα αναμένεται να βρεθεί στο κέντρο των συζητήσεων της ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής στις 10 και 11 Δεκεμβρίου.
Η απειλή των ευρωπαϊκών τιμωρητικών μέτρων, που είναι πιθανό να σπρώξουν την οικονομία στο βάραθρο, και η ήττα στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Ντόναλντ Τραμπ, με τον οποίο ο Ερντογάν είχε αποκτήσει μια προσωπική σχέση, φαίνεται ότι έπεισαν τον τούρκο πρόεδρο να κατεβάσει τους τόνους τις τελευταίες εβδομάδες. Εκτός του ότι διακήρυξε την προσήλωσή του στην Ευρώπη, υποσχέθηκε επίσης στις αρχές Νοεμβρίου μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη «για να ενισχυθεί το κράτος δικαίου» ώστε να καθησυχασθούν οι επενδυτές.
Μέχρι στιγμής υπάρχει μια δυσκολία να πείσει η Τουρκία τις χώρες της ΕΕ ως προς τις αγαστές της προθέσεις. Κυρίως δυσκολεύεται αρκετά να πείσει τους Ευρωπαίους συνομιλητές της ότι τα προβλήματα στην Ανατολική Μεσόγειο είναι διμερή και αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο. Δεν είναι τυχαίο που σε κάθε ευρωπαϊκή απόφαση η Τουρκία σπεύδει να υποδείξει ότι δήθεν η ΕΕ έχει εγκλωβιστεί από δύο κράτη μέλη τα οποία χρησιμοποιούν διμερή προβλήματα για να κάνουν ζημιά στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μέχρι και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου η Γερμανία στάθηκε στο πλευρό της Τουρκίας και πρωταγωνίστησε στην αποφυγή επιβολής τιμωρητικών μέτρων κατά της Άγκυρας. Η Άνγκελα Μέρκελ συμπεριφερόταν ως και να είχε θέσει υπό την προστασία της τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Το τελευταίο διάστημα ωστόσο η Γερμανία έδειξε πως δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει να προστατεύει την Τουρκία και τον Ερντογάν. Αφήνοντας ανοικτό ενδεχόμενο σύμπλευσης με τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκή Ένωσης για επιβολή κυρώσεων. Δεν αποκλείεται ωστόσο να είναι και κινήσεις τακτικής από πλευράς Βερολίνου ευελπιστώντας ότι κατ’ αυτό τον τρόπο η Άγκυρα θα αντιληφθεί τους κινδύνους που ελλοχεύουν και θα ρίξει λίγο τους τόνους ώστε να περάσει αλώβητη κι αυτό το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Το Γαλλικό Πρακτορείο σημειώνει ότι κυρίως η Ελλάδα και η Αίγυπτος ελπίζουν εξάλλου πως η Ουάσινγκτον θα ρίξει το βάρος της στην ανατολική Μεσόγειο για να βάλει τέλος στις τουρκικές δραστηριότητες που δεν φαίνονταν να ανησυχούν ιδιαίτερα τον Τραμπ. Όμως η νίκη του Τζο Μπάιντεν υπάρχει κίνδυνος να είναι για την Άγκυρα συνώνυμη με νέα προβλήματα, καθώς βρίσκεται υπό την απειλή της επιβολής αμερικανικών κυρώσεων για την αγορά ρωσικών πυραύλων S-400.
Βεβαίως μπροστά στους κινδύνους που αντιμετωπίζει η τουρκική οικονομία δεν αποκλείονται κινήσεις από τον Ερντογάν οι οποίες να πείσουν τους Ευρωπαίους. Το ερώτημα είναι κατά πόσο οι Ευρωπαίοι θα χρησιμοποιήσουν αυτή την ευκαιρία προς όφελος του συνόλου των μελών της ΕΕ ή θα είναι μόνο για μια μικρή ομάδα στην κεντρική Ευρώπη.
«Αυξανόμενοι κίνδυνοι»
Έπειτα από την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του το 2016, ο Ερντογάν είχε την εντύπωση πως «οι δυτικοί εταίροι εγκατέλειψαν» την Άγκυρα, υπογραμμίζει η Σινέμ Αντάρ, μέλος του κέντρου εφαρμοσμένων σπουδών για την Τουρκία στο Βερολίνο.
Αισθάνεται πως «δεν μπορεί πλέον να εμπιστεύεται την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ενίσχυση της ασφάλειας της Τουρκίας», εξού και οι μονομερείς πρωτοβουλίες του, προσθέτει.
Η Τουρκία δαπάνησε τα τελευταία χρόνια πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για να αναπτύξει τις στρατιωτικές δυνατότητές της, ένας «παράγοντας που καθιστά δυνατή την αυξανόμενη επιθετικότητά της», εξηγεί η Αντάρ.
Όμως αυτή η προσέγγιση έχει μεγάλο τίμημα.
Η τουρκική λίρα έχει χάσει έτσι από την αρχή του χρόνου σχεδόν το ένα τέταρτο της αξίας της έναντι του δολαρίου, μια τάση που ενισχύεται από τις διπλωματικές εντάσεις, κυρίως με τη Γαλλία εδώ και μερικούς μήνες.
«Οι αυξανόμενοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι θέτουν υπό πίεση τη λίρα» και έχουν «αντίκτυπο στη ροή άμεσων επενδύσεων από το εξωτερικό», λέει ο Σινάν Ουλγκέν, διευθυντής του κέντρου σκέψης Edam στην Κωνσταντινούπολη.
Οι επενδύσεις αυτές, οι οποίες προέρχονται κυρίως από την Ευρώπη και συμβάλλουν κυρίως στη δημιουργία θέσεων εργασίας, μειώθηκαν από 16 δισεκ. ευρώ το 2007, στα επτά δισεκατομμύρια ευρώ το 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών.
Πέρυσι η γιγάντια γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen είχε αναστείλει την απόφασή της να ανοίξει ένα εργοστάσιο στην Τουρκία, λέγοντας πως «ανησυχεί» για τη έναρξη μιας επίθεσης από την Άγκυρα εναντίον μιας κουρδικής πολιτοφυλακής στη Συρία.
Τελικά η Volkswagen παραιτήθηκε οριστικά από το σχέδιο αυτό τον Ιούλιο, επισήμως εξαιτίας της πανδημίας του νέου κορωνοϊού.