Με λαμπρότητα και την παρουσία πιστών πραγματοποιήθηκε η τελετή ενθρόνισης του νέου Καθηγούμενου Πανοσιολογιότατου Αρχιμανδρίτη π. Χρυσοστόμου Β’ στο Ιερό Κοινόβιο του Οσίου Νικοδήμου Πενταλόφου, το απόγευμα της Κυριακής 30 Μαΐου.
Η ενθρόνιση έγινε πριν από την Ακολουθία του Εσπερινού από τον Πανοσιολογιότατο Αρχιμανδρίτη π. Ελισαίο, Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους, Μετόχι της οποίας είναι το Ιερό Κοινόβιο του Οσίου Νικοδήμου.
Σύμφωνα με το eidisis.gr, ήταν μια στιγμή ορόσημο στην 40ετή ιστορία του Ιερού Κοινοβίου, που σφραγίζει την πνευματική συνέχεια της Μονής, μετά την απώλεια του Μακαριστού γέροντα και κτήτορα της Μονής, Χρυσόστομου Α’.
Ο Καθηγούμενος και οι πατέρες της Μονής, καθώς και η Γερόντισσα Εὐφημία και οι αδελφές του Μεσαίου υποδέχθηκαν τον Αρχιμανδρίτη π. Ελισαίο στην είσοδο της Μονής και αμέσως μετά πραγματοποίησαν τρισάγιο στον τάφο του μακαριστού Χρυσοστόμου.
Στη λαμπρή τελετή ενθρόνισης παραβρέθηκαν ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Γ. Γεωργαντάς, ο Περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας Γ. Κασαπίδης, οι βουλευτές Πέλλας Γ. Καρασμάνης και Δ. Σταμενίτης, οι δήμαρχοι Παιονίας Κ. Σιωνίδης και Πέλλας Γρ. Στάμκος, οι αντιδήμαρχοι Παιονίας Γ. Αδαμόπουλος και Αθ. Τζούρτζος και Πέλλας Αθ. Επιτροπάκης, η δημοτική σύμβουλος Κιλκίς Καλλισθένη Πάκα και πλήθος πιστών, οι οποίοι και παρέμειναν στον αύλειο χώρο της Μονής -λόγω Covid-19- παρακολουθώντας την τελετή από γιγαντοοθόνες.
Με πολύ θερμά λόγια μίλησε για το νέο Καθηγούμενο, τον μακαριστό κτήτορα της Μονής και την 40χρονη πορεία του Ιερού Κοινοβίου ο Καθηγούμενος της Μονής Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους π. Ελισαίος, τονίζοντας την ομόφωνη απόφαση των πατέρων της Μονής στην εκλογή του π. Χρυσοστόμου Β’ και την ενότητά της, που διασφαλίζει τη λαμπρή πορεία και συνέχεια του Ιερού Κοινοβίου.
Ἐνθρονιστήριος Λόγος π. Χρυσοστόμου:
“Ὁ Γέρων Χρυσόστομος ὁ πατὴρ ἡμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη (πρβλ. Ἰω. 8, 56).
Μέ ἰδιαίτερη συγκίνηση σᾶς καλωσορίζουμε σήμερα ἐδῶ στό μοναστήρι μας, στό «σπίτι» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος τό ἀποκάλεσε πρό ἑνδεκαετίας. Σᾶς εὐχαριστοῦμε ἐκ βάθους καρδίας γιά τήν τιμή πού μᾶς κάνατε νά ἔλθετε κοντά μας, ἀψηφώντας κόπους καί ἐμπόδια, γιά νά χαρεῖτε μαζί μας τούτη τήν ἱστορική γιά μᾶς στιγμή. Σ᾿ αὐτήν τήν ἀναστάσιμη καί πανευφρόσυνη περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου μᾶς συνήγαγε ἡ χάρις τοῦ Ἀναστάντος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά νά παραστοῦμε ὅλοι ὁμοῦ μάρτυρες ἑνός σημαντικοῦ γεγονότος, πού ἀποτελεῖ ὁρόσημο στήν τεσσαρακονταετῆ πορεία τῆς Μονῆς μας.
Σεβαστέ μας Γέροντα Ἐλισαῖε, σεπτέ Καθηγούμενε τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους,
Σήμερα μέ ἐνεθρονίσατε καί ἐπισήμως πλέον ὡς Καθηγούμενον, Πατέρα καί Προεστῶτα τοῦ Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου, μετοχίου τῆς Ἱερᾶς Ὑμῶν Μονῆς.
Συγκίνηση καί χαρά κατακλύζουν αὐτήν τήν στιγμή τήν καρδιά μου, διότι μέ τήν παρουσία σας σήμερα ἐδῶ πραγματοποιήθηκε κατά γράμμα ἡ ἐπιθυμία καί βουλή τοῦ ἀοιδίμου καί πεφιλημένου μακαριστοῦ μας Γέροντα καί πατέρα, ὅπως τήν ἀναγινώσκουμε στή γραπτή διαθήκη του, τήν ὁποία καί συνέταξε πρό ἕνδεκα ἐτῶν:
«Σέ αὐτόν πού ἐπιθυμῶ νά μέ διαδεχθεῖ, νά βλέπετε στό πρόσωπό του τό δικό μου πρόσωπο, καί στό δικό μου πρόσωπο, τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Διάδοχό μου σᾶς ἀφήνω τόν παπα-Χρυσόστομο… Ἔξαρχοι τῆς κυριάρχου Μονῆς πρέπει νά ἀνέλθουν γιά νά τελεσθεῖ ἐπίσημα ἡ ἐνθρόνισή του».
Ἰδού λοιπόν, «σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν» (Λκ. 4, 21).
Ποιός, ἀλήθεια, γνώριζε πρίν ἀπό σαράντα χρόνια τό ὄρος αὐτό; Πρίν ἀπό σαράντα χρόνια μιά ἀνθηρή πνευματική ρίζα, μπολιασμένη ἀπό τήν οὐράνια πολιτεία τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἁπλώθηκε καί ἔφθασε μέχρις αὐτήν τήν ἄκρη τῆς Πατρίδας μας, τό ὄρος Πάϊκο. Αὐτή ἡ ρίζα ἦταν ὁ ἀείμνηστος καί πεφιλημένος Γέροντάς μας Χρυσόστομος. Ἦταν μιά θαλερή ρίζα πού ἀρδευόταν ἀπό τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί λιπαινόταν ἀπό τά ἐν κρυπτῷ δάκρυα. Αὐτή ἡ ρίζα φύτρωσε, βλάστησε καί πέταξε πολλά παρακλάδια, ἔβγαλε πολλούς νεαρούς βλαστούς. Ἔφθασε νά γίνει κάποια στιγμή ἕνα εὐσκιόφυλλο καί καρποφόρο δένδρο, τό Ἱερό Κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου. Καί ἀπό ἔρημο καί ἄγονο πού ἦταν κάποτε αὐτό τό ὄρος, εὐδόκησε ὁ Κύριος καί κατέστη μιά πνευματική ὄαση, δημιουργήθηκε ἕνα μικρό περιβόλι τῆς Παναγίας, ἔγινε γιά μᾶς τό προσωπικό μας Ἅγιον Ὄρος. Ἔγινε τό ὄρος τῆς μετανοίας μας, τό ὄρος στό ὁποῖο, ἀνεβαίνοντας, προσπαθήσαμε νά ψηλαφήσουμε τόν Κύριο μέ ὁδηγό τόν πνευματικό πατέρα μας. Ἔγινε τό ὄρος ὅπου ἐτάξατο ἡμῖν ὁ Ἰησοῦς (πρβλ. Ματθ. 28, 16) πρός ἁγιασμόν τῶν ψυχῶν μας ἀλλά καί πρός πνευματικήν ὠφέλεια τῶν κατοίκων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς.
Καί συνέχισε τό σχέδιό του ὁ Θεός. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ ὑπερεκχείλισε καί διακτινώθηκε μέχρι τό ἀπέναντι ἀπό ἐμᾶς ὄρος, ὅπου εὑρίσκεται τό χωρίο Μεσαῖον Θεσσαλονίκης. Καί στό ὄρος αὐτό μέ τρόπο θαυμαστό, συνεστήθη καί ἀνηγέρθη ἕνα ἀκόμη μοναστικό καθίδρυμα, ἀφιερωμένο στήν Παναγία «Ἄξιόν Ἐστιν», ἕνα κατεξοχήν ἁγιορειτικό θεομητορικό σέμνωμα. Ἐκεῖ συγκροτήθηκε μία ἀκμάζουσα γυναικεία ἀδελφότητα, πιστά πνευματικά παιδιά τοῦ πατρός μας. Μέ πολλή ὑπακοή καί αὐταπάρνηση, μέ πολλή ἀγάπη γιά τόν Χριστό καί τήν Παναγία, ἀνέπαυσε τά σπλάγχνα τοῦ Γέροντά μας. Καί τό ἀποτέλεσμα; Σήμερα συναγωνίζεται καί ἁμιλλᾶται τό ἀνδρικό μοναστήρι μέ στόχο τήν κατάκτηση τοῦ βραβείου τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Μετόχι λοιπόν ἁγιορειτικό ἐδῶ, σέμνωμα ἁγιορειτικό ἐκεῖ, τό Ἅγιον Ὄρος ἐξαπλώνεται καί ἁγιάζει τήν γῆ τῆς Μακεδονίας.
Ὀ Γέροντας Χρυσόστομος καί οἱ ὑπ᾿ αὐτόν μοναστικές ἀδελφότητες δέν νοιάζονταν ὅμως μόνον γιά τό ἔργο τοῦ προσωπικοῦ τους ἁγιασμοῦ. Ὁ Γέροντας φρόντιζε μέ ἀμείωτο ἐνδιαφέρον γιά τήν πνευματική πρόοδο καί τῶν ἐν τῷ κόσμῳ εὑρισκομένων πολυπληθῶν πνευματικῶν τέκνων του. Φρόντιζε νά τά τρέφει μέ νουθεσίες εἴτε κατ᾿ ἰδίαν στήν ἱερά Ἐξομολόγηση εἴτε στίς μηνιαῖες συνάξεις πού συγκαλοῦσε γιά τήν πνευματική τους τροφοδοσία. Ἄλλοτε μέ κηρύγματα ἐπ᾿ ἐκκλησίαις ἤ μέ τούς προτρεπτικούς του λόγους κατά τά ἱερά Προσκυνήματα. Κι ἄλλοτε μέ ὁμιλίες καί εἰσηγήσεις στά ποικίλα Συνέδρια καί Ἡμερίδες πού κατά καιρούς διοργάνωνε ἡ Μονή μας.
Κάποτε, ὅμως, ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, καί ὁ Θεός ἐκάλεσε τόν Γέροντα στούς οὐρανούς, γιά νά τόν ἀναπαύσει ἀπό τούς ἀμετρήτους κόπους του. Εἰσῆλθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου του. Ὅταν ξαφνικά ἔφυγε ἀπό κοντά μας ὁ ἀγαπημένος μας πατέρας, ὁ ἥλιος ἔγινε γιά μᾶς σκυθρωπός… Τίποτα σ᾿ αὐτή τήν γῆ δέν φαινόταν εὐχάριστο χωρίς τήν δική του σωματική παρουσία. Διότι –ὅπως παρόμοια ἔγραφε καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀναφερόμενος στόν πνευματικό του πατέρα, τόν ἅγιο Πλάτωνα– ἡ θέα τοῦ προσώπου τοῦ ἀγαπητοῦ μας Γέροντα ἦταν πιό προσφιλής καί ἀγαπητή ἀπ᾿ ὅτι τό φῶς τοῦ ἡλίου πού ἀντικρίζαμε κάθε ἡμέρα. Ποιός, ἀλήθεια, δέν ἤθελε νά καθοδηγεῖται ἀπό τήν σωτήρια διδασκαλία του, ποιός δέν ἐπιθυμοῦσε νά γίνεται κοινωνός τῆς γλυκόλαλης συνομιλίας μαζί του; Ποιός δέν χαιρόταν νά ἀκούει τόν θεοφώτιστο λόγο του;
Αὐτός ἦταν καί εἶναι ἡ βακτηρία τῆς ψυχῆς μου, ἡ ἐμή θυμηδία, τό κραταιό στήριγμα τῆς ζωῆς μου. Ὅ,τι εἶμαι καί ὅ,τι καλό ἔχω, τό ὀφείλω στόν Γέροντά μας, ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς «ἀοράτως ἐνταῦθα πάρεστι» καί χαίρεται μέ τήν χαρά μας.
Ὄντως πεφιλημένε μας Γέροντα, διήλθομεν διά πυρός δοκιμασιῶν καί διά ὕδατος δακρύων καί ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν τῆς ἐλπίδος τῆς ἐν οὐρανοῖς ἀποκαταστάσεως μετά σοῦ ἐν Ἱησοῦ Χριστῷ (πρβλ. Ψαλμ. ξε΄).
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μου,
Ἡ διαποίμανση ψυχῶν εἶναι διακονία γεμάτη εὐθύνη ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων.
Πρῶτος ὁ προεστώς ὀφείλει νά τηρεῖ τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ἐφαρμόζοντας τό πρότυπο πού μᾶς δίδαξε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός: «Μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11, 29).
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μέσα ἀπό τά συγγράμματά τους ἀποτελοῦν ἀσφαλεῖς ὁδοδεῖκτες σέ τούτη τήν πορεία τῆς θυσίας καί τῆς προσφορᾶς.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης συμβουλεύει τόν ἡγούμενο πῶς θά πρέπει νά πορεύεται στό ἀξίωμα πού ἔχει ἀναλάβει ὡς ἑξῆς:
«Βλέποντας πόσο ὑψηλό εἶναι τό μέγεθος τῆς ἡγουμενίας
ἐπάξια στάσου σ᾿ αὐτό τό ὑπούργημα γεμᾶτος δέος.
Γιατί δέχθηκες ἔργο γεμᾶτο πολλούς κινδύνους,
μέ μέριμνες πολλές κι ἀρκετές φροντίδες.
Πρόσεχε, φρόντισε ἄγρυπνα ὅσους ὁδηγεῖς
μήπως ἀπό δική σου ἀπροσεξία ἁρπαγεῖ κάποιο πρόβατο.
Γίνε ἐσύ ὁ ἴδιος πρότυπο ἐναρέτων πράξεων.
Διότι γνωρίζεις πολύ καλά ὅτι θά σοῦ ζητηθεῖ λόγος,
ὅταν θά καθίσει ὁ Χριστός νά κρίνει τούς ἀνθρώπους».
Ἀλλά καί ὁ Μέγας Βασίλειος μέσα ἀπό τά ἀσκητικά ἔργα του παρουσιάζει τόν ἀληθῆ τύπο τοῦ γνήσιου προεστῶτα μιᾶς μοναστικῆς ἀδελφότητας.
«Τόν δέ προεστῶτα μή ἐπαιρέτω τό ἀξίωμα». Διότι αὐτός πού ἔχει ὁρισθεῖ στήν ἐπιμέλεια καί θεραπεία τῶν ἀδυναμιῶν τῶν ἀδελφῶν «ὀφείλει νά μήν θεωρεῖ τήν ὑπηρεσία αὐτή ὡς ἀφορμή ἐπάρσεως, ἀλλά ταπεινώσεως, ἀγωνίας καί ἀγῶνος διότι εὑρίσκεται πλέον ὡς ὑπηρέτης ὅλων καί ὡς μέλλων νά δώσει λόγον δι᾿ ὅλους».
Ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν Νεῖλος, μοναχός τοῦ 5ου αἰῶνος στό ὄρος Σινᾶ, ὑπογραμμίζει τά ἑξῆς γι᾿ αὐτούς πού ἀνέλαβαν νά διαποιμάνουν ψυχές: «Οὔτε νά νομίζουν ὅτι τό ἀξίωμα αὐτό εἶναι πρόφαση ἀνέσεως καί ἀπολαύσεως, γιατί τό πιό κοπιαστικό πράγμα εἶναι τό νά κυβερνᾶ κανείς ψυχές. Ἐκεῖνοι πού κυβερνοῦν ἄλογα καί κτήνη δέν συναντοῦν ἀντίσταση ἀπό τά κοπάδια καί γι᾿ αὐτό εὔκολα τά διοικοῦν τίς πιό πολλές φορές. Σ᾿ ἐκείνους ὅμως πού κυβερνοῦν ἀνθρώπους, ἡ ποικιλία τῶν χαρακτήρων καί ἡ πανουργία τοῦ λογισμοῦ κάνουν πιό δύσκολη τήν ἐπίβλεψη. Καί πρέπει ἐκεῖνοι πού τό ἀναλαμβάνουν νά προετοιμαστοῦν ὅπως γιά κοπιαστικό ἀγώνα, γιά νά ὑπομείνουν τά ἐλαττώματα ὅλων μέ μεγάλη ἀνεξικακία, κι ἐκεῖνα πού τούς διαφεύγουν ἀπό ἄγνοια νά τούς τά διδάσκουν μέ μακροθυμία.[…] Πρέπει ἀκόμη ὁ ἡγούμενος νά ἔχει γνώση καί πείρα τέτοια, ὥστε νά μήν ἀγνοεῖ καμμιά ἀπό τίς μεθόδους τοῦ ἐχθροῦ, γιά νά ἀποκαλύπτει στούς ὑποτακτικούς του τά κρυφά τεχνάσματά του καί νά προλέγει σ᾿ αὐτούς τή νίκη χωρίς κόπους καί νά τούς βγάλει στεφανωμένους ἀπό τόν ἀγώνα».
Ὁ μέγας Κοινοβιάρχης ὅσιος Παχώμιος, πού διηύθηνε τήν «Κοινωνία» ἡ ὁποία ἀποτελεῖτο ἀπό ἐννέα ἀνδρικά καί δύο γυναικεῖα Κοινόβια, ζοῦσε ὡς ἁπλός μοναχός καί ἦταν ὑποταγμένος στήν κοινή τάξη. Ἦταν ἀκλόνητα στερεωμένος στήν πέτρα τῆς ταπεινοφροσύνης καί δέν σκεπτόταν ποτέ ὅτι ἦταν ἐπικεφαλῆς ἤ πατέρας τῶν μοναχῶν, παρά μόνον διάκονός τους (Συναξαριστής Ἱ.Κ.Εὐαγγελισμοῦ Ὀρμύλιας, 15 Μαΐου).
Ὁ δέ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος παρομοιάζει τόν προεστῶτα τῶν μοναχῶν ὡς τόν προφήτη Μωϋσῆ, ὁ ὁποῖος ἦταν μεσίτης τῶν ἀνθρώπων πρός τόν Θεό, ἀφοῦ εἶχε ὁρισθεῖ νά ὁδηγήσει τόν λαό τοῦ Θεοῦ μακριά ἀπό τήν Αἴγυπτο καί τήν δουλεία τοῦ Φαραώ. Ἔτσι καί ὁ ἀληθινός ἡγούμενος γίνεται ὁ μεσίτης τῶν μοναχῶν πρός τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ τόν λαό τοῦ Θεοῦ, τούς μοναχούς του, μακριά ἀπό τήν Αἴγυπτο καί τήν δουλεία τοῦ Φαραώ, δηλαδή τήν δυναστεία τῆς ἁμαρτίας. Καί καταλήγει ὁ Ὅσιος λέγοντας: «Τόν ἀληθινό ποιμένα θά τόν φανερώσει ἡ ἀγάπη του. Ἀπό ἀγάπη ἄλλωστε ὁ Ποιμήν ἐσταυρώθη».
Ὁ ἡγούμενος, ἀκολουθώντας τά ἴχνη τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ὀφείλει νά βρίσκεται ἀνεβασμένος στόν τόπο τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ Γολγοθᾶς, καί ἀνηρτημένος στόν τύπο Του, πού εἶναι ὁ Σταυρός. Ὁ πραγματικός θρόνος τοῦ ἡγουμένου, λοιπόν, εἶναι αὐτός πού διάλεξε καί ὁ Κύριος γιά τόν Ἑαυτό Του: ὁ Σταυρός. Ὁ ἡγούμενος κατεξοχήν ὀφείλει νά πραγματώνει τό ἀποστολικό: «ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 6, 14).
Ὁ ἡγούμενος ὀφείλει ἀκόμη, ἐξομοιούμενος μέ τόν Δεσπότη Χριστό, νά καταστεῖ ἀγωγός τῆς θείας Χάριτος, νά μετοχετεύει τό ἐν αὐτῷ ἁλλόμενον ὕδωρ, τό πηγάζον ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, καί νά τό προσφέρει ἀφθόνως εἰς τά πνευματικά του τέκνα εἰς ζωήν αἰώνιον. Σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἡγούμενος ἀκριβῶς σ᾿ αὐτόν τόν σκοπό ἐπικεντρώνει τήν πνευματική πορεία τῶν μοναχῶν του καί τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν ἀλλά καί τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ἔχοντας αὐτές τίς πνευματικές ὑποθῆκες χαραγμένες βαθιά μέσα στήν καρδιά μου καί ὑπακούοντας ἀφ᾿ ἑνός στό θέλημα τοῦ ἀοιδίμου πατρός μας, ἀφ᾿ ἐτέρου δέ στήν ἀγαπητική καί ἐν ὁμονοίᾳ ὁλόθυμη βούληση τῶν μοναχῶν τοῦ Κοινοβίου μας, ἀνέλαβα νά συνεχίσω τό πολύμοχθο ἔργο πού ξεκίνησε ὁ Γέροντάς μας πρίν ἀπό σαράντα χρόνια. Ἐπικαλούμενος τήν εὐχή καί ἀρωγή του, μιμούμενος τό παράδειγμά του πού ἐπί τόσα χρόνια εἶχα πρό ὀφθαλμῶν μου, δέν θά παύσω νά κοπιάζω καί νά μεριμνῶ γιά τό ποίμνιο πού ἐκεῖνος μοῦ κληροδότησε.
Σεβαστέ ἅγιε Καθηγούμενε,
Ἡ ράβδος αὐτή, πού μόλις μοῦ ἐνεχειρίσατε, δέν εἶναι σύμβολο ἐξουσίας, ἀλλά ὄργανο διακονίας. Εἶναι ἡ βακτηρία μέ τήν ὁποία θά ποιμαίνω τά λογικά πρόβατα τῆς μάνδρας τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου «Παναγία Ἄξιόν Ἐστιν», καθώς καί τά ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζόμενα πνευματικά μου τέκνα, ὥστε νά τά ὁδηγήσω εἰς εὔδιον λιμένα σωτηρίας. Ἀλλά ταυτόχρονα εἶναι καί ὅπλο μέ τό ὁποῖο θά ἀποδιώχνω μακριά τούς νοητούς –ἴσως δέ καί αἰσθητούς– λύκους πού θά ἐπιβουλευθοῦν τήν ἑνότητα καί ὁμόνοια τῶν δύο μοναστικῶν ἀδελφοτήτων.
Ἅγιοι Πατέρες, εὔχεσθε παρακαλῶ, νά εἶμαι πράος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ. Νά διακονῶ ὡς προεστώς μέ ἐπιείκεια καί διάκριση· νά ἀντιμετωπίζω μέ ἀγάπη τόν καθένα, μή λησμονώντας ὅτι ἐνώπιόν μου ἔχω εἰκόνες Θεοῦ. Νά γίνομαι ὁ ἴδιος μέ τήν προσεκτική κατά Θεόν βιοτή μου πρότυπο πρός μίμησιν γιά τά πνευματικά μου τέκνα, ἐμπνέοντάς τους τόν πόθο γιά πιό ἀσκητική ζωή, γιά ἐντονότερο ἀγώνα. Μέ εὐσπλαγχνία νά ἀντιμετωπίζω καί μέ μακροθυμία νά ἀνέχομαι αὐτούς πού ἀπό ἀδυναμία δέν μποροῦν νά ἐκπληρώσουν τά καθήκοντά τους, ὅπως ἀνέχεται κι ἐμένα ὁ Θεός. Νά ἐπαγρυπνῶ γιά τήν πνευματική προκοπή τοῦ ποιμνίου μου. Καί νά προσεύχομαι γιά ὅλους καί γιά τόν καθένα ξεχωριστά. Μέ σύνεση νά παρακολουθῶ τήν πολιτείαν ἑκάστου, νά καθοδηγῶ, νά παραινῶ, νά ἐπιτιμῶ καί γενικῶς νά ρυθμίζω τήν ἐν φόβῳ Θεοῦ, εὐσεβείᾳ καί ὑπακοῇ ἐγκαταβίωσή τους. Εὔχεσθε νά μήν διακατέχομαι ὑπό πολυπραγμοσύνης, βιασύνης καί ἄγχους, ἀλλά νά ἔχω ἄνεση ἐσωτερικῶς καί ἐν τοῖς τρόποις.
Εὔχεσθε νά εἶμαι δυνατός ὥστε νά βαστάζω ἀγόγγυστα τά ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων, νά εἶμαι ἱκανός νά νουθετῶ καί νά καταρτίζω τούς ἀδελφούς, παρέχοντας κατάλληλο φάρμακο γιά κάθε περίσταση καί γιά κάθε πνευματική ἀσθένεια.
Εὔχεσθε στόν Θεό νά διακονῶ ὡς ὑπηρέτης Χριστοῦ καί οἰκονόμος μυστηρίων Θεοῦ, νά προσέχω νά μήν παρεκκλίνω ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπό τίς θεῖες Γραφές.
Εὔχεσθε νά γίνει γιά μένα προσωπικά ἀλλά καί γιά ὅλους μας ἀληθινός ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20).
Εὔχεσθε καί πάλιν εὔχεσθε ὅπως στήν διακονία πού τώρα ἐπισήμως πλέον ἀναλαμβάνω νά ἔχω ἀενάως πρό ὀφθαλμῶν μου, στόν νοῦ καί στήν καρδιά μου τίς διδαχές καί τό παράδειγμα τοῦ καλοῦ καί ἀοιδίμου Γέροντός μου. Ἀληθινά, ἀκόμη κι ἄν ὁ πατέρας μας δέν εὑρίσκεται πιά σωματικά μαζί μας, ὅμως εἶναι τώρα ἐδῶ παρών, μέσα στήν καρδιά μας! Καί ἡ παρουσία του εἶναι ἔντονη! Καί κάθε στιγμή πού τόν ἐπικαλοῦμαι αἰσθάνομαι πραγματικά νά μέ στηρίζει καί νά μέ καθοδηγεῖ γιά τό πῶς πρέπει νά πορεύομαι σ᾿ αὐτό τό καθῆκον πού μέ κάλεσε νά ἐπωμισθῶ.
Ἔχω τήν βεβαιότητα ὅτι μαζί μέ τήν Ἔφορο τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ὑπεραγία Θεοτόκο, τόν Κτήτορα, Ἔφορο καί προστάτη τῆς «Νέας Βηθλεέμ», τόν ὅσιο Σίμωνα τόν Μυροβλύτη, τόν Ἔφορο καί προστάτη τῆς Μονῆς μας, τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ἐν οὐρανοῖς πλέον Γέροντάς μας εὐλογεῖ καί τακτοποιεῖ τό κάθε τι. Κι ἄς φαίνεται πολλές φορές ὅτι ἡ δική μου γνώμη κυβερνᾶ τό μοναστήρι καί διεκπεραιώνει κάθε ὑπόθεση. Ἄλλωστε στήν προφορική διαθήκη πού μᾶς ἄφησε ὁ μακάριος Γέροντάς μας, εἶχε τονίσει ξεκάθαρα ὅτι θά εὑρίσκεται πάντα μαζί μας, λέγοντας τά ἑξῆς:
«Νά ξέρετε ὅτι δέν πρόκειται νά σᾶς ἀποχωρισθῶ, γιατί ἀληθινά εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει ἐδῶ καί ἐκεῖ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία».
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μου,
Θά ἤθελα καί πάλι νά εὐχαριστήσω ὅλους ἐσᾶς πού ἡ ἀγάπη σας γιά τό Μοναστήρι μας σᾶς ἔφερε κοντά μας αὐτήν τήν τόσο σημαντική γιά μᾶς ἡμέρα. Μέ τήν παρουσία σας δέν τιμᾶτε μόνο ἐμένα ὡς νέο πλέον Ἡγούμενο καί Προεστῶτα, ἀλλά ἀναδεικνύετε περίτρανα πόσο σπουδαῖο καί σημαντικό στάθηκε τό γεγονός τῆς ἵδρυσης τῆς Μονῆς μας γιά τήν πνευματική ὠφέλεια τῶν πιστῶν ὅλης τῆς Μακεδονίας. Καί ἐπιπλέον ἀποδεικνύετε μέ φανερό καί ἔμπρακτο τρόπο πόσο ἐδικαιώθηκε ὁ μακάριος Γέροντάς μας κάνοντας ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Εὐχαριστῶ τούς σεπτούς Καθηγουμένους καί τίς σεβαστές Καθηγουμένες τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Πατρίδος μας πού μέ τίς συνοδίες τους βρέθηκαν μαζί μας συμπροσευχόμενοι, δοξάζοντας καί εὐλογώντας τόν ἅγιο Θεό.
Εὐχαριστῶ τούς ἄρχοντες τοῦ τόπου αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι, παρακινούμενοι ἀπό τόν σεβασμό καί τήν ἰδιαίτερη ἀγάπη πού ἔτρεφαν στό πρόσωπο τοῦ μακαριστοῦ μας Γέροντα, παραστέκονταν πάντοτε σέ κάθε προσπάθεια ἤ πρόβλημα τῆς μοναστικῆς μας ἀδελφότητας. Αἰσθάνομαι ὅτι μέ τήν ἴδια ἐκτίμηση περιβάλλουν καί ἐμένα τόν ταπεινό. Αὐτή ἡ αἴσθηση μοῦ δίνει τήν πεποίθηση πώς θά ἔχω δίπλα μου φίλους καί συμπαραστάτες, οἱ ὁποῖοι θά συνεχίσουν μέ ἀμείωτο ἐνδιαφέρον νά στηρίζουν τό ἔργο τῆς Μονῆς.
Εὐχαριστῶ ἀκόμη τούς μόνιμους συναντιλήπτορες στό ἔργο τῆς Μονῆς μας, τό ἐκλεκτό δηλαδή Διοικητικό Συμβούλιο τοῦ Συλλόγου «Φίλοι Ἱεροῦ Κοινοβίου Ἁγίου Νικοδήμου» καί τά μέλη τῆς Συμβουλευτικῆς Ἐπιτροπῆς, οἱ ὁποῖοι μέ κάθε δυνατό τρόπο παρέχουν τήν ἀρωγή καί τή βοήθειά τους κάθε φορά πού θά τούς ζητηθεῖ.
Ἅγιε Καθηγούμενε π. Ἐλισαῖε,
Καί πάλι σᾶς εὐχαριστῶ ὁλοψύχως διότι μέ τήν παρουσία σας λαμπρύνατε αὐτή τήν τελετή. Μέ ἰδιαίτερη συγκίνηση καί ἐκ μέρους τῶν δύο μοναστικῶν ἀδελφοτήτων, ἐκφράζω αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης πρός τό πρόσωπό Σας γιά ὅλα ὅσα ἔχετε κάνει καί συνεχίζετε νά κάνετε γιά μᾶς.
Θά ἤθελα ἐπίσης νά εὐχαριστήσω ἐκ βάθους καρδίας τούς εὐλογημένους συμμοναστάς μου γιά τήν τέλεια διατήρηση τῆς ἑνότητος καί ὁμόνοιας πού ἐπέδειξαν μετά τήν μακαρία κοίμηση τοῦ καλοῦ μας Γέροντα. Πιστοί καί ὑπάκουοι ὅλοι οἱ ἀδελφοί στίς τελευταῖες προτροπές καί παραινέσεις τοῦ μακαριστοῦ μας πατέρα. Οἱ ἀδελφικοί μας δεσμοί ἔγιναν τώρα πιό ἑδραῖοι, πιό σφιχτοί, πιό κραταιοί. Μολονότι συγκαταβιούσαμε γιά σχεδόν σαράντα χρόνια συναυλιζόμενοι στίς ἱερές ἀκολουθίες, στά διακονήματα, στήν καθημερινή ζωή τῆς Μονῆς, ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐμπιστοσύνη πού ἐπέδειξαν ὅλοι οἱ ἀδελφοί πρός ἐμένα τόν ταπεινό ὑπῆρξε ἔκδηλη καί συγκινητική.
Θά ἤθελα ἀκόμη νά εὐχαριστήσω καί τήν σεβαστή Γερόντισσα Εὐφημία καί τίς ὑπ᾿ αὐτήν ἀδελφές μας. Μέ περισσή ἐμπιστοσύνη καί σεβασμό περιέβαλαν τό πρόσωπό μου ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἀναχώρησης τοῦ Πατέρα μας γιά τούς οὐρανούς, ἁμιλλώμενες τούς πατέρες τοῦ Ἱεροῦ Κοινοβίου στήν ὑπακοή καί τήν ἀγάπη πρός ἐμέ τόν ταπεινό.
Εἶναι γεγονός ὄτι ἡ προθυμία ὅλων τῶν παιδιῶν μου, τῶν μοναστῶν καί τῶν μοναστριῶν, καί ὁ ζῆλος στήν ὑπακοή καί στήν διακονία, μοῦ δίνουν δύναμη καί κουράγιο νά ἀνταποκριθῶ στά νέα καθήκοντά μου καί νά ἀναλάβω ὁλοψύχως τόν ζυγό τῆς πνευματικῆς πατρότητας τῶν δύο Ἀδελφοτήτων. Ἰδιαιτέρως παρακαλῶ τόν Παντοδύναμο Θεό νά στολίζει τήν ψυχή μου μέ τήν ἁγία ταπείνωση, τήν μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν, ὥστε μιμούμενος τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ὅστις «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι» (Μάρκ. 10, 45), νά διακονῶ ἀπό τή θέση αὐτή τούς ἀδελφούς –καί πλέον τέκνα μου– ὡς φιλόστοργος πατήρ.
Ποτέ δέν θά πάψει νά ἀντηχεῖ στά αὐτιά μου ἡ φωνή καί ἡ προτροπή τοῦ μακαρίου Γέροντά μας γιά τό πῶς θά πρέπει νά διάκειμαι ὡς νέος πλέον Γέροντας τῶν ἀδελφῶν μου:
Νά προσέχεις, νά προσεύχεσαι καί νά ἀγαπᾶς τούς ἀδελφούς μας. Ἄν εἶσαι μαζί τους, θά εἶναι μαζί σου καί ὅλοι μαζί μέ τόν Θεό.
Αὐτό πού σᾶς λέω, παιδιά μου, τακτικά εἶναι ὅτι κανένας, μά κανένας, οὔτε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, δέν ἀγαποῦμε τόν ἑαυτό μας τόσο πολύ, ὅσο μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεός. …Ὑπομονή, δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα γιά τόν καθένα σας χωρίς νά τό γνωρίζετε! Καί νά ξεύρετε ὅτι ὅσος πόλεμος καί νά γίνει, ἕνα νά γνωρίζετε, ὅτι τελικά τοῦ Θεοῦ θά γίνει. Καί νά μή φοβούμεθα. Τελικά τοῦ Θεοῦ θά γίνει, ἀρκεῖ ἐμεῖς σταθεροί νά μείνουμε. Ἕνα πρέπει νά ξέρουμε: Θεέ μου, Θεέ μου, γιά Σένα ζῶ, γιά Σένα ὑπάρχω· κι ἄν σταματήσω νά ζῶ γιά Σένα καί νά ὑπάρχω γιά Σένα, τότε, Χριστέ μου, μή μ᾿ ἀφήσεις νά μολύνω τόν ἱερόν αὐτόν τόπον. Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε.
Ταπεινά ἐκζητῶ κι ἐγώ τίς προσευχές πάντων ὑμῶν ὥστε, χάριτι Θεοῦ, νά μή διαψεύσω τίς ἐλπίδες καί τίς προσδοκίες τῶν πνευματικῶν μου παιδιῶν. Εὐχηθεῖτε ὅλοι ὥστε, μέ ἀκόμη περισσότερη αὐταπάρνηση καί αὐτοθυσία, νά ἀνταποκριθῶ στίς μοναχικές ὑποσχέσεις πού ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων μας ἔδωσα πρίν ἀπό τριανταέξι χρόνια, ὅταν παρέδωσα τόν ἑαυτό μου στήν ὑπακοή τοῦ καλοῦ Γέροντά μας.
Δόξα σοι ὁ Θεός, ὅ,τι καί νά γίνει· ὅ,τι καί νά γίνει, δόξα τῷ Θεῷ.
Μέσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἀναφωνῶ: Εὐλόγει ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καί, πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ Tριαδικόν Ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ. Εὐχαριστῶ καί εὐλογῶ Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα τόν Κύριον, δέν λησμονῶ ὅλα τά δωρήματα, τίς εὐεργεσίες καί τίς εὐλογίες πού ἀφθόνως μοῦ παρέχει· Αὐτόν πού δίνει ἄφεση στά ἀνομήματα καί τίς ἁμαρτίες μου, Αὐτόν πού θεραπεύει τίς ἀσθένειές μου· Αὐτόν πού ἐλευθερώνει ἀπό τήν φθορά τήν ζωήν μου, Αὐτόν πού μέ στεφανώνει μέ τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνία του. Εὐλογῶ Αὐτόν πού ἐπλήρωσε μέ ἀγαθά τήν ἐπιθυμία μου, αὐτόν πού ἀνακαινίζει τήν νεότητά μου, ὅπως τοῦ ἀετοῦ (πρβλ. Ψαλμ. ρβ΄).
Εὐχαριστῶ, εὐλογῶ καί δοξάζω τόν Ἅγιον Τριαδικόν Θεόν πού με ἀξίωσε νά ὀνομάζομαι τέκνο τοιούτου πνευματικοῦ Πατρός, διότι ὁ Γέροντάς μας πρῶτος ἐποίει ὅσα ἐδίδασκε. «Ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5, 19). Φέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ Ἱεροῦ Κοινοβίου καί 36 χρόνια ἀπό τήν ἐπίσημη ἀνάληψη τῆς ἡγουμενίας ἀπό τόν Κτήτορα Γέροντα Χρυσόστομο. Αὐτή ἡ ἁγιασμένη τεσσαρακονταετία ἐπισφραγίσθηκε μέ τήν κοίμηση τοῦ καλοῦ μας Πατέρα. Σέ αὐτό τό διάστημα ἀνηγέρθησαν καί ἐστερώθησαν δύο μοναστήρια, πού παραδόθηκαν ὄχι στά χέρια μας, ἀλλά στήν καρδιά μας, σάν τιμαλφῆ, σάν δῶρα Θεοῦ.
Νά ὑπενθυμίσω στήν ἀγάπη σας αὐτό πού ἀνέκαθεν ἔλεγε ὁ Γέροντάς μας, ὅτι σκοπός τῆς σύστασης τοῦ μοναστηριοῦ εἶναι νά ἀναδείξει τουλάχιστον ἕναν Ἅγιο, πού θά καταχωρισθεῖ στά μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ταπεινή μου γνώμη εἶναι πώς, ἀπό τίς 21 Ἰανουαρίου 2021, αὐτός ὁ σκοπός ἐπετεύχθη. Ἤδη ὁ Γέροντας ἀνῆλθε στόν οὐρανό καί ἑτοιμάζει τό ἄνω μοναστήρι, ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει πλέον «ἄρσεν καὶ θῆλυ» (Γαλ. 3, 28), «ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολασ. 3, 11).
…Τούτη τή στιγμή ἡ ματιά μου στρέφεται πρός τό Πρόσωπο τοῦ ὡραίου κάλλει Νυμφίου Χριστοῦ. Καί μιά ἱκεσία ἐπιθυμῶ νά Τοῦ ἀπευθύνω ἐκ μέσης καρδίας: Ὅταν κάποτε θά ἔλθει ἡ στιγμή ἐκείνη πού θά κλείσω γιά πάντα τά μάτια μου, νά μέ ἀξιώσει νά ἐπαναλάβω ἐκεῖνο τό προφητικό: «Ἰδού ἐγώ καί τά παιδία ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός». Καί, μέ τήν εὐχή ὅλων σας καί τοῦ Πατρός μου, νά μήν στερηθῶ τῆς οὐρανίου εὐφροσύνης.
Περαίνοντας ἐδῶ τόν λόγο μου, ἐρανίζομαι καί τήν κατακλείδα τοῦ ἐνθρονιστήριου λόγου τοῦ μακαρίου πατρός μας Γέροντος Χρυσοστόμου, τό σωτήριο ἔτος 1985. Εἶχε πεῖ τότε ὁ Γέροντας: ‟ Ἄς εἶναι τά τελευταῖα μου λόγια μπροστά στόν Χριστό μας, τά λόγια τοῦ Χριστοῦ μας μπροστά στόν Θεό Πατέρα: «οὕς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καί οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο» (Ἰωάν. 17, 12). Γένοιτο”.