Του Κώστα Ράπτη
Η αποστολή δεν εξετελέσθη. Ίσως γιατί η αποστολή γίνεται όλο και πιο ακροβατική.
Η χθεσινή συνάντηση του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν με τον Τούρκο ομόλογό του Ταγίπ Ερντογάν (η δεύτερη για φέτος μετά από εκείνη του Μαρτίου) στο Σότσι της Μαύρης Θάλασσας διήρκεσε σχεδόν τρεις ώρες. Ολοκληρώθηκε ωστόσο χωρίς κοινές δηλώσεις και χωρίς την έκδοση κοινού ανακοινωθέντος – γεγονός ενδεικτικό της απουσίας επαρκών συγκλίσεων και της έλλειψης αποφάσεων προς δημοσιοποίηση. Η συγκρατημένη τοποθέτηση της ρωσικής πλευράς περί “εποικοδομητικής συνάντησης” υποδηλώνει ακριβώς αυτό.
Και όλα αυτά, ενώ ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ έκανε λόγο για “την πιο ολοκληρωμένη ατζέντα από τότε που άρχισαν οι διμερείς σχέσεις”. Υποδηλώνοντας ακριβώς έναν μακρύ κατάλογο απαιτήσεων τον οποίο η Ρωσία είναι πλέον σε θέση να υποβάλλει στον συνομιλητή της.
Στην κορυφή του καταλόγου βρίσκεται πάντοτε το θέμα της Συρίας – μετά από τρεις μήνες κατά τους οποίους οι κυβερνητικές δυνάμεις της Δαμασκού και οι Ρώσοι σύμμαχοί τους έχουν εντείνει τις επιθέσεις εναντίον των ισλαμιστών ανταρτών στον θύλακα της Ίντλιμπ την περίμετρο του οποίου φυλάσσουν δυνάμεις της Άγκυρας, βάσει της ρωσοτουρικικής συμφωνίας που επιτεύχθηκε πέρσι ακριβώς στο Σότσι.
Για τον Ταγίπ Ερντογάν το θέμα έχει πλέον και εσωτερικό πολιτικό κόστος, διότι οι Τούρκοι στρατιώτες αντιμετωπίζουν ολοένα και μεγαλύτερους κινδύνους και διότι η απόφασή του να αποστείλει ενισχύσεις εντείνει τη δυσαρέσκεια στο στράτευμα, όπου δύο έως πέντε στρατηγοί εμπλεκόμενοι με τις επιχειρήσεις στη Συρία φέρεται τις τελευταίες ημέρες να υπέβαλαν αιφνιδιαστικά την παραίτησή τους.
Η ρωσική πλευρά δεν έχει λόγους να διευκολύνει σε αυτή τη φάση τον Ερντογάν και επιμένει ότι η Τουρκία δεν τηρεί τα συμφωνηθέντα και αφήνει την Ίντλιμπ να λειτουργεί ως φυτώριο τρομοκρατών που απειλούν και την ρωσική εθνική ασφάλεια.
Δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι ο σύμμαχός της Μπασάρ αλ Άσαντ (ενισχυμένος και από την σταδιακή επαναπροσέγγισή του με τα λοιπά αραβικά κράτη) διακήρυξε πρόσφατα ότι η τουρκική και αμερικανική στρατιωτική παρουσία στα βόρεια της Συρίας και του Ιράκ είναι παράνομη και πρέπει να τερματισθεί. Είναι και το ότι ο Ταγίπ Ερντογάν στην αμέσως προηγούμενη φάση που επειγόταν να φανεί χρήσιμος στη Δύση κατάφερε να ενοχλήσει τη Μόσχα σε θέματα άμεσου ενδιαφέροντός της, συμφωνώντας την πώληση τουρκικών drones στην Ουκρανία και καταγγέλλοντας, ακόμη και από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014.
“Γνωρίζετε ότι η Ουκρανία έχει εσωτερικές συγκρούσεις στα νοτιοανατολικά. Ασφαλώς δεν θα μας άρεσε τέτοια ολικά συστήματα να χρησιμοποιηθούν από θερμοκέφαλους για να πλήξουν Ουkρανούς συμπολίτες τους” δήλωσε χθες χαρακτηριστικά ο Πεσκόφ.
Υπενθυμίζεται ότι η τουρκική στρατιωτική βοήθεια υπήρξε καταλυτική για την επικράτηση των δυνάμεων του Αζεrμπαϊτζάν επί των Αρμενίων αυτονομιστών κατά τον δεύτερο πόλεμο οτου Ναγκόρνο-Καραμπάχ, που ξέσπασε ακριβώς τέτοια εποχή πέρσι. Και η έκβαση αυτού του πολέμου ενίσχυσε τις φιλοδοξίες της Άγκυρας για διείσδυση στον μετασοβιετικό χώρο του Νοτίου Καυκάσου, στον οποίο αυτές τις μέρες επανέρχεται με “επιθέσεις ειρήνης”, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο αποκατάστασης των σχέσεων με τη Δημποκρατία της Αρμενίας, Το προσδκοκώμενο αντάλλαγμα όμως θα είναι η διαμόρφωση ενός διαδρόμου εντός της αρμενικής επικράτειας δια του οποίου οι ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας θα επικοινωνούν με τον θύλακα του Ναχιστεβάν και το καθαυτό Αζερμπαϊτζάν.
Την ίδια στιγμή η ολοκλήρωση του αγωγού NordStream2 στη Βαλτική μειώνει την εξάρτηση της Ρωσίας από την οδό του Turkish Stream, όχι όμως και αντιστρόφως την εξάρτηση της Τουρκίας από την ρωσική ενεργειακή τροφοδοσία.
Η διατήρηση μιας εικόνας απρόσκοπτης συνεργασίας με τη Ρωσία ασφαλώς είναι ευπρόσδεκτη από το αντιδυτικών τάσεων εσωτερικό πολιτικό ακροατήριο του Ερντογάν. Όμως τη θέση του Τούρκου προέδρου δυσκολεύει το γεγονός ότι τα ανοίγματά του προς τις ΗΠΑ δεν ανταμείφθηκαν ούτε καν με μία κοινή φωτογράφηση με τον Τζο Μπάιντεν κατά την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και το ταξίδι του στη Νέα Υόρκη ολοκληρώθηκε με δηλώσεις στις οποίες δεν έκρυβε την απογοήτευσή του για την “τροχιά” που ακολουθούν οι τουρκο-αμερικανικές θέσεις.
Ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας μπορεί πάντα να ελπίζει ότι στο περιθώριο της Συνόδου της G20 θα επιτύχει το επιθυμητό follow up στην εγκάρδια (έστω και καθυστερημένη) συνάντησή του με τον Μπάιντεν κατά την Ατλαντική Σύνοδο του Ιουνίου, όμως η σπουδή της ρωσικής πλευράς να ανακοινώσει ότι συζητείται και δεύτερη αποστολή συστημάτων S-400 στην Τουρκία ήδη σκίασε καταλλήλως τις τουρκοαμερικανικές σχέσεις.
Με άλλα λόγια, η δυνατότητά του Ερντογάν να μοχλεύει τις σχέσεις του με τη Ρωσία για να αναβαθμίσει τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ και αντιστρόφως έχει οδηγηθεί στο λογικό της όριο.
ΠΗΓΗ: capital.gr