Υπό εξέλιξη επενδύσεις σε κτηνοτροφικές µονάδες και διεργασίες στις γαλακτοβιοµηχανίες της χώρας που αναµένεται ότι θα ενισχύουν τον µεταξύ τους ανταγωνισµό για εξασφάλιση της πρώτης ύλης, συνθέτουν το τοπίο του εγχώριου κλάδου αγελαδοτροφίας.
Μάλιστα η δυναµική που αναπτύσσει ο κλάδος το τελευταίο διάστηµα, αφήνει ανοιχτή την προοπτική ώστε εντός της δεκαετίας το µέγεθος της ελλειµµατικής σήµερα παραγωγής να είναι τέτοιο που θα υποκαταστήσει σηµαντικό ποσοστό των όγκων γάλακτος που εισάγονται στην Ελλάδα.
Το τελευταίο διάστηµα οι τιµές αναφοράς έχουν µείνει στάσιµες και άνθρωποι που γνωρίζουν καλά την αγορά αναµένουν πως µέσα στο επόµενο δίµηνο εφόσον συµµαζευτούν τα οικονοµικά της ∆ΕΛΤΑ µετά τη δροµολογούµενη εξαγορά της Vivartia από τον όµιλο CVC, ο ανταγωνισµός ανάµεσα στις γαλακτοβιοµηχανίες θα ενταθεί. Σε αυτή τη φάση, η ∆ΕΛΤΑ φέρεται να απορροφά το 34% της εγχώριας παραγωγής µε τις τιµές που πληρώνει στις συνεργαζόµενες µονάδες να ξεκινούν στα 32-34 λεπτά, ενώ µόνο τα µεγάλα τονάζ πληρώνονται πέριξ των 38,5 λεπτών, δηλαδή κοντά στον µέσο όρο της εγχώριας αγοράς.
Φαίνεται πως οι νέοι επενδυτές της ∆ΕΛΤΑ θα κατευθυνθούν προς την αναβάθµιση του προϊοντικού χαρτοφυλακίου της εταιρείας, κάτι που µεταφράζεται σε ανάγκη για µεγαλύτερες ποσότητες καλύτερου ποιοτικά γάλακτος και σ’ αυτό το σηµείο έγκειται η προσµονή περί ενίσχυσης του ανταγωνισµού ανάµεσα στις γαλακτοβιοµηχανίες.
Ανοδική προοπτική στην εγχώρια αγορά
Ενισχυµένα είναι και τα µερίδια της εταιρείας Ελληνικά Γαλακτοκοµία, που φέρεται να εισκοµίζει κοντά στο 18% της εγχώριας παραγωγής, µε τα συµβόλαια να κυµαίνονται πέριξ των 38,7 λεπτών µε τις µεγάλες µονάδες να απολαµβάνουν υψηλότερα συµβόλαια.
Την ίδια στιγµή, η εξυγίανση της ΜΕΒΓΑΛ έχει καταστήσει την εταιρεία που απορροφά περί το 12% της εγχώριας παραγωγής, ξανά κερδοφόρα. Η εταιρεία φέρεται να διατηρεί συµβόλαια που υπερβαίνουν τα 40 λεπτά το κιλό σε µεγάλους παραγωγούς.
Σε έναν αξιόπιστο εταίρο των αγελαδοτρόφων έχει αναβαθµιστεί και η ΚΡΙ ΚΡΙ, η οποία φέρεται να επιδιώκει σταθερά νέες συνεργασίες και περισσότερες ποσότητες γάλακτος, πλησιάζοντας πλέον ένα ποσοστό περί το 9% επί της συνολικής παραγωγής της Ελλάδας.
Σηµαντικές ποσότητες απορροφά φυσικά και η FrieslandCampina, η οποία φέρεται να πληρώνει εµπρόθεσµα τους παραγωγούς µε τους οποίους συνεργάζεται, σε τιµές άνω του µέσου όρου για τις µεγάλες ποσότητες, θέτοντας ωστόσο αυστηρά ποιοτικά κριτήρια.
Την ανοδική προοπτική στην εγχώρια ζώνη γάλακτος συντηρούν και οι µικρότεροι περιφερειακοί παίκτες που εµφανίζονται πλέον στην αγορά, οι οποίοι έχουν να αναδείξουν ένα χαρτοφυλάκιο µε ποιοτικά προϊόντα. Ενδεικτικό παράδειγµα η βιοµηχανία της ∆ράµας ΝΕΟΓΑΛ, η διοίκηση της οποίας έχει χτίσει ένα καλό όνοµα στην αγορά.
Η τροπή που φαίνεται ότι έχει πάρει η ζώνη γάλακτος καλεί πλέον σε µεγαλύτερη ένταση επενδύσεων, κάτι που σε ορισµένες περιπτώσεις έχει δείξει ότι αποδίδει ήδη. Το 2020 εκτιµήσεις ανθρώπων της αγοράς µιλούν για παραγωγή κοντά στους 600.000 τόνους, η οποία φέτος αναµένεται να ξεπεράσει τους 650.000 τόνους, σπάζοντας τον γύψο της στασιµότητας της προηγούµενης δεκαετίας. Τα προ διετίας στοιχεία του ΕΛΓΟ ∆ήµητρα δείχνουν την ίδια στιγµή ότι περίπου 270 κωδικοί αγελαδοτρόφων τροφοδοτούν την αγορά µε το 60% των παραγόµενων ποσοτήτων. Σ’ αυτό το περιβάλλον όσοι παραµένουν στον κλάδο φαίνεται να µην έχουν άλλη επιλογή πέραν της διαρκούς αναβάθµισης των µονάδων τους.
Διαθέσιμο ολόκληρο το αφιέρωμα διαθέσιμο εδώ
Κοινοποιήστε το:
Διαβάστε Επίσης