«Ἐσὺ ποὺ εἶσαι στὸ Μοναστήρι ὅταν πλησιάσεις τὸν ἀδελφό σου, ἐσὺ ποὺ εἶσαι σύζυγος, ὅταν πλησιάσεις τὸν ἢ τὴν σύζυγό σου, ἐσὺ ποὺ εἶσαι πατέρας, μητέρα, ὅταν πλησιάσεις τὸ παιδί σου.. ὅ,τι θὰ τοῦ πεῖς, ὅ,τι σκέφτεσαι νὰ τοῦ πεῖς, πὲς τό, ἀφοῦ πρῶτα τοῦ πεῖς δύο κουβέντες ποὺ θὰ τοῦ δώσουν χαρά, παρηγοριά, μία ἀνάσα
Νὰ τὸν κάνεις νὰ πεῖ, ἀνακουφίσθηκα, χάρηκα! *Νὰ κάνετε τοὺς ἄλλους νὰ σᾶς καμαρώνουν, νὰ σᾶς ἀγαποῦν , νὰ χοροπηδοῦν ἀπὸ τὴ χαρά τους, ὅταν σᾶς συναντοῦν*
Διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στὴν ζωή τους, στὸ σπίτι τους, στὸ σῶμα τους καὶ στὴν ψυχὴ τους ἔχουν πόνο, ἀρρώστιες, δυσκολίες, βάσανα, καὶ *ὁ καθένας κρύβει τὸν πόνο μέσα στὸ πουγγὶ του τὸ κρυφό, μέσα στὴν καρδιά του, στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ μὴν τὸ ξέρουν οἱ ἄλλοι*
Ἔτσι ἐγὼ δὲν ξέρω τί πόνο ἔχεις ἐσὺ καὶ ἐσὺ δὲν ξέρεις τί πόνο ἔχω ἐγώ.
Μπορεῖ νὰ γελῶ καὶ νὰ φωνάζω, νὰ παίζω, ἀλλὰ κατὰ βάθος πονῶ, καὶ γελῶ καὶ φωνάζω, γιὰ νὰ σκεπάσω τὴν λύπη μου.
Γι’ αὐτὸ δῶσε στὸν ἄλλον πρῶτα ἕνα χαμόγελο».
Γέρων Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης