Το σχέδιο επιχειρήσεως του Γενικού Επιτελείου των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων για την κατάληψη της Κύπρου, το 1974, προέβλεπε τρεις ακτές απόβασης: Αμμόχωστο, Μόρφου και Κερύνεια. Και παρά το γεγονός ότι η εισβολή προετοιμαζόταν για χρόνια, ο οριστικός σχεδιασμός είχε οριστικοποιηθεί μήνες πριν, το τελικό σημείο απόβαση λήφθηκε δυο ημέρες πριν την εισβολή.
Ο Τούρκος στρατηγός Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ, που ήταν ο διοικητής 39ης Μεραρχίας Πεζικού, ο οποίος κράτησε ημερολόγιο, επί του θέματος ανέφερε πως «είχαν μελετηθεί λεπτομερώς περιοχές όπως οι παραλίες της Κερύνειας, Αμμοχώστου και Μόρφου. Το σημείο απόβασης, το όνομα, οι συντεταγμένες και ο χαρακτήρας του δεν καθορίστηκαν. Βασικά δεν υπήρχαν αξιόπιστες (έγκυρες) πληροφορίες για να καθοριστούν με ακρίβεια. Εκείνη τη στιγμή, οι πληροφορίες που υπήρχαν σχετικά με τις παραλίες της Κύπρου στη Διεύθυνση των Δυνάμεων Απόβασης, ήταν απλώς αυτές που προέκυπταν από τη μελέτη ενός χάρτη. Υπήρχαν δυσκολίες εκ των προτέρων καθορισμού της ακτής ή των ακτών απόβασης καθώς και στη διεξαγωγή δοκιμαστικών ασκήσεων (δοκιμών). Διότι με το να λες Κερύνεια και Αμμόχωστος η δουλειά δεν τελειώνει».
Σύμφωνα με την έκδοση του ΓΕΕΦ, «Στρατιωτικά διδάγματα των επιχειρήσεων στην Κύπρο- 20 Ιουλίου-17 Αυγούστου 1974», που τελικώς αποφασίσθηκε να μην κυκλοφορήσει, η Αμμόχωστος πληρούσε τις περισσότερες προϋποθέσεις. Είχε κατάλληλες ακτές απόβασης, ήταν χωρητικότητας μέχρι και δύναμης δύο ΣΑΣ (Συγκρότημα Αποβατικού Συντάγματος), οδηγούσε αμέσως σε αποφασιστικό αποτέλεσμα, εξελισσόταν στην πεδιάδα της Μεσαορίας, που εξυπηρετούσε την ανάπτυξη μεγάλων σχηματισμών τεθωρακισμένων και μηχανοκίνητων δυνάμεων, παρέκαμπτε τις Δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς (Ε.Φ.) στην περιοχή της Κερύνειας, οι εισβολείς συνενώνονταν με τις αερομεταφερόμενες δυνάμεις στην περιοχή Αγύρτας- Κιόνελι και εκμεταλλεύονταν το μεγάλης αποδοτικότητας λιμάνι της Αμμοχώστου. Σε αντίθεση, σύμφωνα με τη μελέτη του ΓΕΕΦ, οι ακτές της Κερύνειας ήταν μικρής χωρητικότητας, ήταν δυνατή η προσέγγιση μόνο 2 αρματαγωγών κάθε φορά και το κυριότερο προσέκρουε σε ισχυρή τοποθεσία – κατεχομένη από Δυνάμεις της ΕΦ – τον Πενταδάκτυλο, παρότι ήταν σε συντομότερη απόσταση από την Λευκωσία.
«Παρά τα ανωτέρω, οι Τούρκοι επέλεξαν την πιο δυσμενή ακτή απόβασης και κινδύνεψαν κυριολεκτικά να αποτύχουν παταγωδώς. Η ακτή αποβάσεως αφέθηκε να συγκεκριμενοποιηθεί από την 39η ΜΠ μόλις στις 18 Ιουλίου 1974», σημειώνεται στη μελέτη του ΓΕΕΦ. Όπως αναφέρει μάλιστα στα απομνημονεύματα του ο Ντεμιρέλ «τα στοιχεία που υπήρχαν δεν ήταν πέρα από αυτά που μπορούσες να αντλήσεις διαβάζοντας τον χάρτη». Έτσι, αυτή η κρίσιμη απόφαση λήφθηκε πολύ πρόχειρα και υπό την πίεση του χρόνου. Η επιλογή της ακτής απόβασης Πλατάνι δεν επέτρεπε την προσέγγιση πέραν των δύο αποβατικών πλοίων, με αποτέλεσμα η απόβαση να είναι χρονοβόρα και στην περίπτωση δραστήριας αντίδρασης της Ε.Φ. ενδεχομένως να αποτύχανε ή οι απώλειες να ήταν τεράστιες. Η προσπάθεια παραπλάνησης της Ε.Φ. ως προς την κύρια προσπάθεια της απόβασης, με την κίνηση του στόλου αρχικά προς την Αμμόχωστο και στη συνέχεια προς τις ακτές της Κερύνειας είχε ελάχιστα αποτελέσματα. Τούτο οφειλόταν στο γεγονός ότι όλος ο στόλος επανενώθηκε περί τις 20 Ιουλίου βόρεια της Κύπρου και η Ε.Φ. μέχρι τότε πίστευε ότι επρόκειτο για άσκηση και ως εκ τούτου δεν έλαβε κανένα μέτρο!!! Οι Μονάδες, οι οποίες με βάση το σχέδιο – σύμφωνα με τον Υποστράτηγο Ντεμιρέλ – θα συμμετείχαν στην εφαρμογή του, θα έπρεπε να συναντώνται συχνά και να διεξάγουν κοινές ασκήσεις.
Βύθισαν το δικό τους αντιτορπιλικό!
Ωστοσο, λόγω της διάταξης και της διασποράς τους σ’ όλη την Τουρκία, τούτο δεν πραγματοποιείτο συχνά, με σοβαρό επακόλουθο την ανυπαρξία συντονισμού μεταξύ της δράσης των τριών Κλάδων. Αποκορύφωμα αυτής της αδυναμίας ήταν η βύθιση του αντιτορπιλικού «ΚΟΤΖΑΤΕΠΕ» και η πρόκληση ζημιών σε άλλο πλοίο. Μετά από πληροφορία στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ότι ελληνικά πλοία πλέουν δυτικά της Πάφου για ενίσχυση της Κύπρου, δόθηκε εντολή για την απογείωση 4 F-104 με εντολή τον εντοπισμό και τη βύθισή τους.
Όμως στην περιοχή βρίσκονταν τελικά τρία τουρκικά πολεμικά πλοία (Κοτζάτεπε, Αντάτεπε και Φετβή Τσακμάκ). Στις 21 Ιουλίου 74 βυθίστηκε το αντιτορπιλικό «ΚΟΤΖΑΤΕΠΕ», μετά από προσβολή ρουκέτας που βλήθηκε από τουρκικό F 104 άλλο πλοίο ενώ σύμφωνα με αναφορά του ίδιου του Σ. Ντεμιρέλ δεν υπήρχε επικοινωνία με τις αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις. Σε σχέση με το στρατό ξηρά, αναφέρεται ότι οι διαταγές εκδίδονταν από την ιεραρχία και τη 2η Στρατιά και δεν έφταναν έγκαιρα στο 6ο Σώμα Στρατού, του οποίου το προωθημένο Στρατηγείο είχε μεταφερθεί από τις 20 Ιουλίου 1974 στην περιοχή Αγύρτας- Κιόνελι, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση. Την ίδια ώρα, οι αποβατικές Μονάδες του Στρατού Ξηράς κατά τη φόρτωσή τους στα αποβατικά πλοία μετέφεραν μαζί τους μέχρι και τουαλέτες εκστρατείας και αριθμός από το προσωπικό δεν μετέφερε ούτε τις ατομικές εξαρτύσεις του. Περαιτέρω, ο Διοικητής του 6ου Σώματος Στρατού δεν γνώριζε που ακριβώς ήταν η ακτή απόβασης, στην οποία θα ενεργούσαν τα τμήματά του. Σε πολλά στελέχη επικρατούσε τέτοιος φόβος που δεν αντιλαμβάνονταν τις διαταγές που ελάμβαναν. Οι διοικήσεις των Μονάδων της Ταξιαρχίας Cackmak (αποβατικής δύναμης) ήταν διστακτικοί, άτολμοι, χωρίς ίχνος πρωτοβουλίας, με αποτέλεσμα για δύο και πλέον ημέρες να μην καταφέρουν να εξασφαλίσουν πέραν των 250 μέτρων, παρά το ότι διέθεταν 3.500 άνδρες και έναντι αυτών οι δυνάμεις της Ε.Φ. ήταν ελάχιστες. Τούτο θα επέφερε μοιραία αποτελέσματα στην έκβαση της όλης τουρκικής επιχείρησης στην περίπτωση που η ΕΦ αντιδρούσε καταλλήλως.
Από Ελληνοκύπριο αιχμάλωτο
Η κίνηση της αποβατικής δύναμης μετά την κατάληψη της Κερύνειας -για την υλοποίηση της κρίσιμης συνένωσης με το αεροπρογεφύρωμα- πραγματοποιήθηκε με την κατάδειξη του δρομολογίου Κερύνειας – Λευκωσίας από Ελληνοκύπριο αιχμάλωτο, όταν απειλήθηκε ότι θα εκτελεσθεί. Μετά την ολοκλήρωση της 1ης Φάσης των επιχειρήσεων υπήρξε διάσταση και διχόνοια στους κύκλους των ανώτατων Αξιωματικών, αλληλοκατηγορώντας ο ένας τον άλλο είτε για να καρπωθούν την επιτυχία είτε για δειλία.
Πεζικό – Καταδρομείς: Σύμφωνα με την έκδοση του ΓΕΕΦ, «Στρατιωτικά διδάγματα των επιχειρήσεων στην Κύπρο- 20 Ιουλίου-17 Αυγούστου 1974», ο Λόχος τυφεκιοφόρων χρησιμοποιήθηκε ως βασική Μονάδα κρούσης. Συνήθως, όπως αναφέρεται, πριν την έναρξη των επιθέσεων προηγείτο σφοδρός βομβαρδισμός από την αεροπορία, τους όλμους και το πυροβολικό και στις περιοχές της Κερύνειας ναυτικός βομβαρδισμός από τα πλοία. Οι Μονάδες πεζικού στις περισσότερες περιπτώσεις απέφευγαν να επιτεθούν, αν δεν εξασφαλίζονταν πυρά υποστήριξης. Ακόμη, τα τμήματα πεζικού δεν επιδίωκαν τη στενή επαφή με τα φίλια τμήματα.
Παρατηρήθηκε ότι μετά την κατάληψη εδαφών δεν εκμεταλλεύονταν τα αποτελέσματα της επιτυχίας τους, με αποτέλεσμα τα φίλια τμήματα να ανασυγκροτούνται και να καταλαμβάνουν θέσεις έναντι αυτών. Οι επιθέσεις των Μονάδων πεζικού υλοποιούνταν κατά κύματα και σε πυκνούς σχηματισμούς. Ο τρόπος ενέργειάς τους, η συμπεριφορά και η εμφάνιση τους έδιδαν την εντύπωση ότι βρίσκονταν υπό την επήρεια ναρκωτικών (προχωρούσαν όρθιοι, εντελώς ακάλυπτοι, αψηφώντας τα φονικά πυρά). Στις περιοχές που καταλάμβαναν συνήθιζαν να τοποθετούν τουρκικές σημαίες. Με τον τρόπο αυτό στοιχίζετο η κατεχόμενη γραμμή, ώστε να αναγνωρίζονται από την Αεροπορία και τούτο φαίνεται να ήταν ο λόγος που δεν παρατηρήθηκε η χρησιμοποίηση πλαισίων σηματοδοσίας. Τα τμήματα πεζικού απέφευγαν την εμπλοκή σε μάχη εντός των κατοικημένων τόπων. Εντός της Λευκωσίας επιδίωξή τους ήταν η διατήρηση στενής επαφής. Στις επιχειρήσεις εντός της Λευκωσίας χρησιμοποιήθηκαν Τ/Κ, οι οποίοι γνώριζαν την περιοχή καθώς και την ελληνική γλώσσα.
Σημειώνεται ότι τόσο το πεζικό όσο και καταδρομείς δεν εκτέλεσαν νυκτερινές επιθέσεις. Τα συγκροτήματα αρμάτων – πεζικού που επιτίθεντο και την ημέρα τη νύκτα αποσύρονταν από τις θέσεις που καταλάμβαναν και οι Δυνάμεις τους εξασφαλίζονταν από τυχόν νυκτερινές ενέργειες των φίλιων τμημάτων. Το πεζικό επιτιθέμενο σε συνεργασία με άρματα μόλις διαχωρίζονταν ή διότι δεν ακολουθούσε από κοντά ένα από τα δύο, αλλά και λόγω της δράσης των φίλιων πυρών, διακόπτετο η επίθεση μέχρι την ανασυγκρότησή τους.
Είναι προφανές, τόσο από τα στοιχεία του ΓΕΕΦ, την αξιολόγηση του εχθρού με βάση ιστορικά και στρατιωτικά δεδομένα, που περιλαμβάνονται στο «Στρατιωτικά διδάγματα των επιχειρήσεων στην Κύπρο- 20 Ιουλίου-17 Αυγούστου 1974», όσο και τα όσα περιγράφει ο Τούρκος στρατηγός Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ στο ημερολόγιο του, η τουρκική εισβολή θα μπορούσε να αποκρουστεί από την Εθνική Φρουρά. Ήταν μια επιχείρηση με πολλές αδυναμίες. Παρά το γεγονός ότι οι τουρκικές δυνάμεις προετοιμάζονταν από καιρό, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις ασκήσεις επί χάρτου, ωστόσο φάνηκε πως ήταν ανέτοιμες. Σε ό,τι αφορά την επιλογή της Κερύνειας για απόβαση, προφανώς τούτο να συνδέεται με τις συνεννοήσεις, που είχαν προηγηθεί μεταξύ της Άγκυρας, της Αθήνας και της Ουάσινγκτον. Δηλαδή, η Τουρκία να εισβάλει ανενόχλητη και να καταλάβει έδαφος συνδέοντας την Κερύνεια με τη Λευκωσία.
Είναι σαφές πως εάν δεν υπήρχε προδοσία και οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς αλλά και η εφεδρεία βρισκόντουσαν στις θέσεις τους η τουρκική εισβολή αποτρεπόταν. Θα αντιμετωπιζόταν επιτυχώς. Κι εάν η απόβαση των τουρκικών δυνάμεων αποτύγχανε τότε, όπως σημειώνουν και ειδικοί, θα περνούσαν πολλά χρόνια για να επιχειρούσαν ξανά να εισβάλλουν στην Κύπρο.
Δυστυχώς ήταν όλα προδομένα. Ήταν όλα στημένα και έτοιμα από καιρό. Η τράπουλα ήταν σημαδεμένη. Η απόφαση είχε ληφθεί, να διχοτομήσουν το νησί. Όλοι οι εμπλεκόμενοι ήταν συνεννοημένοι!
Θύελλα αντιδράσεων για τη βύθιση αντιτορπιλικού από τουρκική αεροπορία
Η βύθιση του τουρκικού αντιτορπιλικού «ΚΟΤΖΑΤΕΠΕ» από την τουρκική αεροπορία είχε αντίκτυπο στην Τουρκία και προκάλεσε και πολιτικές συζητήσεις. Έχει ενδιαφέρον πως «απέκρουε» τις κατηγορίες και την κριτική, ο Ναύαρχος Καγιατζιάν, ο οποίος κατά τη διάρκεια της εισβολής, ήταν ο Διοικητής των Τουρκικών Δυνάμεων. Εν αποστρατεία πλέον και ενταγμένος στο κόμμα του Ετζεβίτ, έκανε λόγο και για τρίτη φάση της εισβολής. Το έλεγε προφανώς και για να σταματήσουν οι δημόσιες συζητήσεις για το θέμα αυτό.
Ο «Φιλελεύθερος», στην έκδοση του της 28ης Νοεμβρίου 1974, έγραφε σχετικά: «Ο εν αποστρατεία τέως Διοικητής των Τουρκικών Δυνάμεων Ναύαρχος Καγιατζιάν, ο οποίος διήυθυνε τας τουρκικάς ναυτικάς μονάδας κατά την εισβολή εις Κύπρο κατηγορήθη προσφάτως, ότι εξ υπαιτιότητος του και εκ λαθών του εβυθίσθη κατά την εισβολή το αντιτορπιλικό «ΚΟΤΖΑΤΕΠΕ». Ο ναύαρχος Καγιατζιάν, μετά την αποστράτευσιν του, έγινε μέλος του Ρεπουπλικανικού Τουρκικού Λαϊκού Κόμματος του κ. Ετζεβίτ, σε δηλώσεις του αντέκρουσε τα κατ΄ αυτού δημοσιεύματα, προσθέσας, ότι η βύθισις του αντιτορπιλλικού δεν έπρεπε να γίνει αντικείμενων σημερινών συζητήσεων. ‘’Το Γενικό Επιτελείον- είπε- πρέπει να απαντήσει εις τα κατηγορίας αυτάς. Εάν εγενόμην μέλος του Κόμματος Δικαιοσύνης του κ. Ντεμιρέλ δεν θα απετέλουν στόχον των επιθέσεων αυτών. Κατά τας ημέρας αυτάς δεν πρέπει να συζητούνται τοιαύτα δημοσίως. Ενδέχεται να υπάρξει τρίτος γύρος επιχειρήσεων εις την Κύπρον. Τα γεγονότα διά την τουρκική εισβολήν πρέπει να γνωστούν μετά από πέντε ή έξι έτη’’.
Το αντιτορπιλικό «ΚΟΤΖΑΤΕΠΕ» ελέχθη τότε ότι εβυθίσθη υπό Τουρκικών αεροπλάνων στα ανοικτά της Πάφου, διότι το εξέλαβον ως Ελληνικό».
Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο διενέργειας τρίτης φάσης της εισβολής, αυτό προφανώς και δεν ίσχυε. Καταρχήν, η Άγκυρα με τη δεύτερη φάση κατέλαβε όλα τα εδάφη, που προέβλεπε ο χάρτης, που είχε σχεδιαστεί. Μέχρι εκεί ήταν το σχέδιο, το οποίο γνώριζαν και οι Αμερικανοί. Περαιτέρω, από το φθινόπωρο του 1974 προκύπτει ότι ο Τούρκος Πρωθυπουργός, Μπουλέντ Ετζεβίτ, διαβεβαίωνε τους ξένους συνομιλητές του ότι δεν ετίθετο τέτοιο ενδεχόμενο. Μάλιστα την εποχή εκείνη, είδηση που δημοσίευσε ο «Φιλελεύθερος», στη θέση του κυρίου θέματος, για τις διαβεβαιώσεις, που είχε δώσει ο Τούρκος Πρωθυπουργός προς τη Μόσχα.
Φιλελεύθερος