Οι Κεφαλλονίτες είναι οι κάτοικοι της Κεφαλλονιάς, της Κεφαλληνίας, όπως είναι η αρχαιότερη ονομασία του μεγαλύτερου από τα Επτάνησα, που αναφέρεται μάλιστα και στην Καινή Διαθήκη ως «Μελίτη». Όμως, ποιοί είναι αυτοί οι Κεφαλλήνες; Ο Όμηρος λέει στην Ιλιάδα: “Αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἦγε Κεφαλλῆνας μεγαθύμους”. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η ομηρική Ιθάκη ήταν στην Κεφαλλονιά…
Σίγουρα πάντως το νησί κατοικήθηκε από την παλαιολιθική εποχή. Όταν άρχισε να χαράζει ο πολιτισμός, ήταν οι Λέλεγες, μετά οι Ταφίοι ή Τηλεβόες, ύστερα οι Κεφαλλήνες ή οι Κεφαλλάνες, δηλαδή οι απόγονοι του μυθικού γενάρχη Κέφαλου. Όμως, για να παραχθεί αυτό το μοναδικό κεφαλονίτικο πνεύμα έπρεπε να μπουν και άλλα συστατικά στο τσουκάλι: Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Νορμανδοί, Ενετοί, ακόμα και οι Οθωμανοί έκαναν την αιματηρή τους βόλτα από την Κεφαλονιά, για να ακολουθήσουν, αργότερα, οι Γάλλοι κι οι Βρετανοί.
Αλλά όχι μόνον αυτοί. Όταν η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Τούρκων, πολλοί Κρητικοί εγκαταστάθηκαν στην Κεφαλονιά. Τα κρητικά επώνυμα σε-άκης, μεταλλάχθηκαν σε -άτος. Όμως, από πού προέρχεται αυτή η διάσημη κατάληξη; Κάποιοι ισχυρίζονται πως σχετίζεται με τους Αρβανίτες που ήλθαν κι αυτοί τα χρόνια της Ενετοκρατίας.
Τότε, οι αρβανίτες ονόμαζαν τις φάρες τους με το επώνυμο της πατριάς και την κατάληξη -άτο: αντί να πουν “οι Μποτσαραίοι” ή “οι Τζαβελαίοι”, έλεγαν “το Μποτσαράτο” και το “Τζαβελάτο”. Ο τόπος, λοιπόν, που κατοικούσε η φάρα, πήρε την κατάληξη -άτα. Παράδειγμα: Σβορωνάτα, Διλινάτα, Περατάτα, Μεταξάτα, κλπ. Οπότε, λένε κάποιοι, από αυτά τα -άτα προέκυψε και η κατάληξη -άτος.
Να πούμε πως η Κεφαλλονιά είναι η πατρίδα του θαλασσοπόρου του 16ου αιώνα Ιωάννη Φωκά, ή Χουάν ντε Φούκα, που το όνομά του δόθηκε στο στενό ανάμεσα στη νήσο Βανκούβερ και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, του Κωνσταντίνου Γεράκη, αυτού του απίστευτου τυχοδιώκτη του 17ου αιώνα που αξιώθηκε να γίνει πρωθυπουργός του μακρινού Σιάμ, του επαναστάτη Μαρίνου Αντύπα, του ποιητή Νίκου Καββαδία, και βέβαια του δημοσιογράφου και σατιρικού ποιητή Ανδρέα Λασκαράτου. Που το χιούμορ του τσάκιζε κόκαλα.
Όταν το 1856 ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Σπυρίδων Κοντομίχαλος αφόρισε τον Ανδρέα Λασκαράτο, κάποιος έτρεξε στο σπίτι του για να τού προλάβει τα κακά μαντάτα. Τότε, πολλοί άνθρωποι, και όχι μόνο οι απλοϊκοί, πίστευαν πως ο αφορισμένος παραμένει καταραμένος και αποσυνάγωγος ακόμα και μεταθανατίως, καθώς δεν λιώνει στον τάφο – ούτε το χώμα δεν τον δέχεται. “Τα έμαθες σιορ Ανδρέα, ο επίσκοπος σε αφόρισε”, του είπε ο συγχωριανός του. Τότε ο Λασκαράτος του απάντησε: “Ευχαριστώ τον επίσκοπο για τον αφορισμό, αλλά θα τον παρακαλούσα πολύ να μου αφορίσει και τα παπούτσια των παιδιών μου για να μη λιώσουνε οι σόλες τους και υποβάλλομαι σε έξοδα”…
ΠΗΓΗ