Στις 25 Ιανουαρίου, υπεγράφη μεταξύ του έλληνα Υπουργού Εθνικής Άμυνας και της
γαλλίδας ομολόγου του, η σύμβαση για την προμήθεια 18 αεροσκαφών Rafale για
την ενίσχυση της Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ). Το συνολικό κόστος των 18
αεροσκαφών ανέρχεται σε 1,92 δισεκατομμύρια ευρώ και από αυτά, τα 6 θα είναι
καινούρια και τα 12 μεταχειρισμένα. Αν η σύμβαση εξελιχθεί όπως έχει
σχεδιασθεί, η χώρας μας θα έχει όλα τα αεροσκάφη στην διάθεση της στα μέσα του
2023.
Ανδρέας Ματζάκος*
Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, ο Έλληνας ΥΕΘΑ δήλωσε ότι “Η συμφωνία θα
συμβάλλει στην περαιτέρω ενίσχυση της μαχητικής ικανότητας και της
αποτρεπτικής ισχύος της ΠΑ και των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ), βασική αποστολή των
οποίων είναι η υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και των κυριαρχικών
δικαιωμάτων της πατρίδος μας”.
Αρκεί όμως η υπογραφή μιας συμφωνίας αγοράς πολεμικού υλικού για την ενίσχυση
της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας μας; Αγοράζεται η αποτροπή;
Η θέση που εκφράζεται στο άρθρο είναι ότι δεν αρκεί η αγορά πολεμικού υλικού
για την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας. Το σύγχρονο υλικό για τον
εξοπλισμό των ΕΔ ασφαλώς και είναι καθοριστικός παράγων, αλλά δεν αρκεί. Χωρίς
την πολιτική βούληση για χρήση τους σε κατάλληλο χρόνο, οι εξοπλισμοί δεν
αρκούν. Για την υποστήριξη της θέσεως που εκφράζεται, θα εξεταστεί η περίπτωση
των Rafale.
Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου θα δούμε τους λόγους που οδηγούν κράτη όπως
και την χώρα μας στο να εξοπλίζονται, ενώ στην δεύτερη θα αναλυθεί ο παράγων
που οδηγεί τον εξοπλισμό των ελληνικών ΕΔ. Εν συνεχεία θα δούμε πως
λειτουργούν οι εξοπλισμοί γενικώς και, κάποιες εκ των δυνατοτήτων των Rafale
ειδικώς. Στην τέταρτη παράγραφο θα αναλυθεί πως περνά το μήνυμα στον αντίπαλο
ότι με τα νέα όπλα ή μέσα αλλάζει και ο τρόπος αντιμετωπίσεως του και το άρθρο
θα κλείσει με επίλογο.
Γιατί εξοπλίζεται ένα κράτος – περίπτωση της Ελλάδας
Η ανάγκη που οδηγεί τα κράτη σε εξοπλισμούς πηγάζει από την αναγκαιότητα για
την υπεράσπιση των ζωτικών τους συμφερόντων, τα οποία τίθενται σε κίνδυνο από
την αναθεωρητική πολιτική άλλων κρατών. Για όλα τα δυτικά τουλάχιστον κράτη,
στα ζωτικά συμφέροντα περιλαμβάνονται η εδαφική ακεραιότητα και η εθνική
ανεξαρτησία. Αν κάποιο κράτος ακρωτηριαστεί εδαφικά, ή χάσει την εθνική του
ανεξαρτησία, τότε ενδεχομένως να πάψει να υπάρχει. Η χώρα μας, καίτοι μέλος
του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, εν έτει 2021, αντιμετωπίζει απειλή κατά της εδαφικής της
ακεραιότητας από την Τουρκία. Η απειλή αυτή εκφράζεται, μετά το 1974, με
δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων και με σειρά προκλητικών ενεργειών σε καθημερινή
βάση. Ενδεικτικώς υπενθυμίζεται οτι:
– Ο πρόεδρος Ερντογάν έχει κατ’ επανάληψη αναφερθεί στην αναγκαιότητα
αναθεωρήσεως της Συνθήκης της Λωζάννης.
– Είναι εν ισχύ, από τον Ιούνιο του 1995, το casus belli κατά της χώρας μας,
σε περίπτωση που επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12νμ στο Αιγαίο.
– Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι 18 νησιά του Αιγαίου τελούν υπό κατάληψη από την
χώρα μας. Μάλιστα προσφάτως, στις 22 Φεβρουαρίου, η σύμμαχος Τουρκία εξέφρασε
δυσφορία για την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ικαρία.
– Το 2006 διατυπώθηκε το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας, το οποίο στην ουσία
είναι η επέκταση της Τουρκίας προς δυσμάς, σε βάρος της Ελλάδας.
– Η Τουρκία απαιτεί την αποστρατιωτικοποίηση της Σαμοθράκης, της Λήμνου, της
Χίου, της Σάμου, της Τήλου και της Χάλκης, μιας σειράς νησιών δηλαδή από το
βόρειο Αιγαίο, μέχρι τα Δωδεκάνησα.
Συνεπώς η Ελλάδα έχει υποχρέωση να διατηρεί ισχυρές ΕΔ, οργανωμένες,
εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες, όχι γενικώς και αορίστως για την ασφάλεια της
χώρας, αλλά προκειμένου να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένη στρατιωτική απειλή κατά
των εθνικών μας συμφερόντων. Και επειδή η Ελλάδα δεν έχει εγχώρια πολεμική
βιομηχανία, είναι υποχρεωμένη να προσφεύγει σε αγορές πολεμικού υλικού από
ξένες χώρες. Ποιος όμως είναι ο κύριος παράγων που οδηγεί τον εξοπλισμό των
ελληνικών ΕΔ;
Ο παράγων που οδηγεί τον εξοπλισμό των Ελληνικών ΕΔ
Ο κρίσιμος παράγων είναι η τουρκική απειλή, που όλα αυτά τα χρόνια
εκφράζεται από τις τουρκικές ΕΔ. Η Τουρκία με την προβολή της στρατιωτικής
της ισχύος, προβαίνει σε παράνομες ενέργειες τόσο στο Αιγαίο, όσο και στην
Ανατ. Μεσόγειο προσπαθώντας να δημιουργήσει τετελεσμένα σε βάρος της χώρας
μας. Τελευταίο παράδειγμα, η κρίση του 1996 στα Ιμια, απόρροια της οποίας
είναι η θεωρία των Γκρίζων Ζωνών στο Αιγαίο.
Όπως κάθε στρατιωτική απειλή, έτσι και η τουρκική έχει συγκεκριμένες
δυνατότητες, τις οποίες αναλύει το ΓΕΕΘΑ και παρουσιάζει μέσω συγκεκριμένων
διαδικασιών στην κυβέρνηση, προτείνοντας παραλλήλως και τρόπους
αντιμετωπίσεως της. Μέσα στους τρόπους, περιλαμβάνονται τα σχέδια, οι
απαιτούμενες δυνάμεις και οι απαραίτητοι εξοπλισμοί. Από εδώ λοιπόν ξεκινά η
ανάγκη για τους εξοπλισμούς, οι οποίοι δεν γίνονται τυχαία, αλλά για την
αντιμετώπιση συγκεκριμένων εχθρικών δυνατοτήτων. Κάθε μέσο που αγοράζεται,
καλύπτει συγκεκριμένη επιχειρησιακή απαίτηση. Εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες
ΕΔ, συμβάλλουν στην αποτροπή πριν ξεσπάσει πόλεμος και στην άμυνα της
εθνικής κυριαρχίας εάν αποτύχει η αποτροπή.
Πώς λειτουργούν οι εξοπλισμοί – Η περίπτωση των Rafale
Όπως είναι γνωστό, οι ελληνικές ΕΔ, για πολλούς λόγους που δεν εξετάζονται
στο παρόν άρθρο, έμειναν πολύ πίσω στους εξοπλισμούς σε σχέση με την
Τουρκία, η οποία επένδυσε στην ανάπτυξη εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας,
ιδίως από το 2002 και μετά, όταν το ΑΚΡ του προέδρου Ερντογάν κέρδισε τις
εκλογές. Σήμερα η αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας συμμετέχει στον εξοπλισμό
των τουρκικών ΕΔ σε ποσοστό 65%, όπως απεδείχθη με τις τρεις τουρκικές
επιχειρήσεις στο έδαφος της Συρίας και την καταλυτική βοήθεια που παρείχε
στους Αζέρους στον πρόσφατο πόλεμο στο Καραμπάχ.
Η Ελλάδα δεν κατάφερε να αναπτύξει εγχώρια αμυντική βιομηχανία με αποτέλεσμα
να εξαρτάται αποκλειστικά από ξένες αγορές. Όμως η αγορά και μόνον αριθμού
αεροσκαφών, ή πολεμικών πλοίων ή αρμάτων μάχης, δεν λύνει το πρόβλημα
ασφαλείας. Χρειάζονται πολύ περισσότερες ενέργειες όπως θα δούμε
χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την περίπτωση των Rafale.
Με την ισχύουσα δομή δυνάμεων, προβλέπεται η απόκτηση 40 καινούργιων
πολεμικών αεροσκαφών για την κάλυψη των αναγκών της ΠΑ, μέχρι το 2025. Στο
πλαίσιο αυτό, συμφωνήθηκε η αγορά 18 γαλλικών Rafale, τα οποία θεωρούνται
αεροσκάφη 4,5 γενιάς. Τα αεροσκάφη αυτά όταν ενταχθούν πλήρως στην ΠΑ, θα
έχουν δυνατότητα, μεταξύ άλλων:
– Προσβολής εχθρικών αεροσκαφών με πυραύλους αέρος-αέρος Meteor, από
απόσταση άνω των 100 χλμ.
– Προσβολής χερσαίων στόχων μεγάλης αξίας με πυραύλους αέρος-εδάφους Scalp
EG, από απόσταση άνω των 300 χλμ.
– Προσβολής ναυτικών μονάδων με πυραύλους αέρος-επιφανείας Exocet AM39
Block2 Mod2, από απόσταση άνω των 50 χλμ, αναλόγως του ύψους αφέσεως των
συγκεκριμένων όπλων.
Όμως μετά την αγορά πρέπει να αναληφθεί σειρά ενεργειών για να υπάρξει
πραγματικό όφελος, όπως:
– Η τροποποίηση των επιχειρησιακών σχεδίων προκειμένου να γίνεται
εκμετάλλευση των νέων δυνατοτήτων που προσφέρουν στην ΠΑ.
– Αλλαγή του δόγματος, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο θα αντιμετωπίσουμε την
απειλή έχοντας Rafale.
– Αλλαγή της στρατιωτικής στρατηγικής μας ώστε να εκμεταλλευτούμε κάθε νέα
δυνατότητα που αποκτούμε με σοβαρές οικονομικές θυσίες.
Πώς όμως περνά το μήνυμα στον αντίπαλο ότι με νέα μέσα, όπως τα Rafale,
πρέπει να είναι πιο προσεκτικός στην συμπεριφορά του; Ότι αλλάζουν τα
δεδομένα σε περίοδο προκλήσεων, κρίσεων ή και πολέμου; Αυτό το θέμα
αναλύεται στην παράγραφο που ακολουθεί.
Πώς περνά το μήνυμα στον αντίπαλο ότι νέα όπλα ή μέσα, περίπτωση Rafale,
φέρνουν αλλαγή στον τρόπο αντιμετωπίσεως του;
Η αγορά νέων υλικών, δεν επιφέρει αυτομάτως και αλλαγή των στρατιωτικών
δυνατοτήτων του αγοραστή. Η ενσωμάτωση νέων μέσων σε οργανωμένες ΕΔ απαιτεί
χρόνο, προκειμένου να εκπαιδευτεί το προσωπικό, να ενταχθούν τα μέσα στον
επιχειρησιακό σχεδιασμό, να αλλάξει το δόγμα των ΕΔ και να γίνουν οι
απαραίτητες διακλαδικές ασκήσεις μέσω των οποίων πιστοποιούνται τα υλικά και
εξοικειώνεται το προσωπικό στην χρήση τους.
Όταν συμπληρωθεί η διαδικασία, τότε μέσω δηλώσεων αρχικά επικοινωνείς τις
προθέσεις σου στον αντίπαλο τονίζοντας τον κίνδυνο που διατρέχει εάν
συνεχίσει κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Ο νέος αυτός κίνδυνος για τον
αντίπαλο προέρχεται ακριβώς από την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων των νέων
μέσων, συνδέεται δε αμέσως με μεγαλύτερο κόστος εάν συνεχίσει να προκαλεί
ακόμα και κρίσεις μέσω των οποίων προωθεί τα συμφέροντα του. Ας μην ξεχνάμε
ότι οι κρίσεις δεν οδηγούν υποχρεωτικά σε πόλεμο. Η κρίση των Ιμίων δεν
οδήγησε σε πόλεμο, παρά ταύτα δεν μπορεί έλληνας πολίτης να ανέβει στις
βραχονησίδες Ιμια, αν και θεωρητικώς είναι ελληνικό έδαφος.
Μετά τις δηλώσεις, ακολουθεί η εφαρμογή των νέων δογμάτων τα οποία ο
αντίπαλος βλέπει να δοκιμάζονται σε μεγάλες διακλαδικές ασκήσεις. Πρέπει να
διαπιστώσει αλλαγή στον τρόπο που υπερασπίζεσαι τα δικαιώματα που έχεις από
την εφαρμογή των προβλέψεων του Διεθνούς Δικαίου σε αέρα και θάλασσα. Τέλος
πρέπει να αντιληφθεί την αποφασιστικότητα σου για την χρήση των νέων μέσων
σε περίπτωση που αυτός απειλήσει συμφέροντα σου.
Επίλογος
Οι εξελίξεις στην τεχνολογία συνεπεία των οποίων δημιουργούνται νέες γενιές
οπλικών συστημάτων, δεν συμβαίνουν στο κενό, αλλά εμφανίζονται ως απάντηση
σε επιχειρησιακές ανάγκες. Έρχονται να καλύψουν κενά τα οποία διαπιστώνουν
όσοι σχεδιάζουν και χρησιμοποιούν την στρατιωτική δύναμη.
Εάν λοιπόν έχεις αποκτήσει Rafale, με τις δυνατότητες που αναλύθηκαν στην
τρίτη παράγραφο, αλλά δεν έχεις την πολιτική βούληση να τα χρησιμοποιήσεις
όταν κινδυνεύουν ζωτικά σου συμφέροντα, τότε η συγκεκριμένη αγορά δεν είχε
νόημα. Αν απέκτησες Rafale με τα οποία μπορείς να θέσεις σε κίνδυνο π.χ τις
εγκαταστάσεις της πολεμικής βιομηχανίας του αντιπάλου σου, οι οποίες δεν
κινδύνευαν με τις δυνατότητες που είχες μέχρι σήμερα, αλλά δεν το κάνεις,
τότε κακώς τα αγόρασες.
Αν η δυνατότητα που απέκτησες να εμπλέκεις ναυτικές μονάδες από μεγάλες
αποστάσεις δεν ανησυχήσουν τα τουρκικά πλοία και συνεχίσουν να δρουν
ανενόχλητα εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας, τότε είναι σαν να μην απέκτησες
τέτοια δυνατότητα.
Αν απέκτησες Rafale αλλά σκοπεύσεις να τα χρησιμοποιήσεις όπως
χρησιμοποιούσες τα Mirage, τότε απλώς σπατάλησες πόρους.
Η απόκτηση τεχνολογικώς προηγμένων μέσων και μόνον, έστω και αν αυτά
υπερτερούν των αντιστοίχων του αντιπάλου σου, δεν αρκεί. Δεν επιφέρει
αποτέλεσμα. Κάνοντας μια μικρή ιστορική αναδρομή, με την έναρξη του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου, τον Μάιο του 1940, η Γαλλία υπερτερούσε σε άρματα μάχης
της Γερμανίας, παρά την άποψη που έχει επικρατήσει περί υπεροπλίας των
Γερμανών. Τα γαλλικά Somua S 35 με τα οποία οι Γάλλοι άρχισαν δειλά-δειλά
την συγκρότηση μονάδων τεθωρακισμένων και τα Β 1, των μονάδων πεζικού, τα
οποία μάλιστα διέθεταν δυο πυροβόλα, ένα των 47mm και ένα των 75mm,
υπερτερούσαν των γερμανικών Panzer. Όμως οι Γάλλοι, μη έχοντας θεραπευτεί
από τα τραύματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα χρησιμοποίησαν λάθος, σε
περιορισμένες τοπικά μάχες, μη εκμεταλλευόμενοι τα χαρακτηριστικά τους.
Πολλά δε εξ αυτών, τα τοποθέτησαν πίσω από την γνωστή γραμμή Maginot, σε
αμυντική αποστολή. Έτσι στερήθηκαν των πλεονεκτημάτων των αρμάτων ήτοι, την
προστασία του θώρακος, την ταχύτητα τους, την δυνατότητα μονάδες
τεθωρακισμένων να δρουν σε ανεξάρτητες αποστολές. Αντιθέτως οι Γερμανοί, με
υποδεέστερα άρματα μάχης, αλλά με σωστή τακτική χρησιμοποίηση,
εκμεταλλευόμενοι την δυνατότητα συνεχούς κινήσεως σε συνδυασμό με την
αεροπορική υποστήριξη, υπέταξαν την Γαλλία σε λίγες μόνο ημέρες.
Τα νέα όπλα μπορεί να αλλάζουν την στρατιωτική στρατηγική ενός ορθολογικού
κράτους, αυτό όμως που δεν αλλάζουν είναι τον πόλεμο αυτόν καθ’ αυτόν. Ο
πόλεμος παραμένει πολιτική υπόθεση. Χωρίς πολιτική βούληση για υπεράσπιση
των ζωτικών σου συμφερόντων με όλα τα μέσα, όσα Rafale και να πάρεις, δεν θα
καταφέρεις κάτι καλύτερο από αυτό που είχες καταφέρει με την προηγούμενη
γενιά αεροσκαφών.
* Ο Ανδρέας Ματζάκος είναι Απόστρατος Αξκος του ΣΞ και κατέχει MΑ στις
Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές. Είναι δόκιμος ερευνητής στον Τομέα
Αμυντικών Θεμάτων του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου
και μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών