Μία παραπομπή του Ερντογάν στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο θα υποδείκνυε ότι το
κράτος δικαίου και η φιλελεύθερη διεθνής τάξη πραγμάτων θα θριαμβεύουν πάντα
ΜΑΪΚΛ ΡΟΥΜΠΙΝ*
Έχουν περάσει 18 χρόνια από τότε που το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σόκαρε το κοσμικό κατεστημένο της Τουρκίας και ανήλθε
στην εξουσία. Το ότι οι ισλαμιστές κέρδισαν μία τεράστια πλειοψηφία στο
τουρκικό Κοινοβούλιο αντανακλούσε λιγότερο τον θρησκευτικό προσανατολισμό του
εκλογικού σώματος εκείνη τη χρονική στιγμή και περισσότερο την αποστροφή του
τόσο για τη διαφθορά του κατεστημένου όσο και για την κακοδιαχείριση των
οικονομικών από τους κυβερνώντες πολιτικούς. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων
18 μηνών, η Τουρκία είδε τα ξένα συναλλαγματικά της αποθέματα να αιμορραγούν
και μέσα σε μόλις μία ημέρα τον Φεβρουάριο του 2001, η τουρκική λίρα υποχώρησε
κατά το ένα τρίτο της αξίας της έναντι του αμερικάνικου δολαρίου.
Γρήγορη προώθηση στο σήμερα: Παρότι κάποτε η κοσμική μεσαία τάξη έβλεπε στον
Ερντογάν ένα ανέκδοτο ως προς την ενδημική διαφθορά, σήμερα ο
πρόεδρος-δισεκατομμυριούχος έχει την άτιμη… τιμή να έχει αναδειχθεί στον πιο
διεφθαρμένο πολιτικό της σύγχρονης τουρκικής ιστορίας. Οι Τούρκοι μπορεί να το
αγνοούσαν αυτό, αν δεν υπέφεραν: Η πρόσφατη υποχώρηση της τουρκικής λίρας
αποτελεί τη χειρότερη εβδομαδιαία επίδοσή της εδώ και περισσότερο από δύο
δεκαετίες. Ενώ κάποτε ο Ερντογάν θα μπορούσε να κατηγορήσει το κατεστημένο για
τη στασιμότητα και την ύφεση, ο δικτατορικός του απόλυτος έλεγχος της εξουσίας
σημαίνει ότι πλέον δεν μπορεί να υπεκφεύγει της προσωπικής του ευθύνης. Μεγάλο
μέρος της προσπάθειάς του να πυροδοτήσει περιφερειακές συγκρούσεις μοιάζει
υπολογισμένο ώστε να εκμεταλλευτεί το εθνικιστικό αίσθημα της κοινωνίας και να
αποσπάσει το βλέμμα της από τις αποτυχίες της ηγεσίας του. Σίγουρα, ο Ερντογάν
γνωρίζει ότι η εκλογική ήττα του κόμματος του το 2019 στην Κωνσταντινούπολη
συνέπεσε με την προηγούμενη υποχώρηση της αξίας της λίρας.
Καθώς βάλλει εναντίον της Ελλάδας, της Κύπρου, της Συρίας, του Ιράκ, της
Αιγύπτου, του Ισραήλ και της Αρμενίας, ο Ερντογάν παίρνει θέση στη μακρά λίστα
των δικτατόρων που προκάλεσαν συγκρούσεις για να στρέψουν τα βλέμματα μακριά
από την εγχώρια οικονομική αποτυχία και διαφθορά: Σίγουρα, τέτοια ήταν η
περίπτωση του Σιάντ Μπαρέ, ο οποίος, το 1977, διέταξε τις σομαλικές δυνάμεις
να εισβάλουν στην Αιθιοπία. Οικονομικές αναταραχές προηγήθηκαν επίσης της
εισβολής του Αργεντινού προέδρου Λεοπόλντο Γκαλτιέρι στις Νήσους Φόκλαντ το
1982. Το 1990, ο Σαντάμ Χουσεΐν διέταξε τα στρατεύματά του να εισβάλουν στο
Κουβέιτ, ώστε να λεηλατήσει τα πετρελαϊκά του αποθέματα, καλύπτοντας ταχέως
τον οικονομικό «λάκκο» που είχε σκάψει ο ίδιος για τον εαυτό του. Καθένας από
αυτούς τους ηγέτες είδε τελικώς την καριέρα του να τελειώνει στην εξορία, τη
φυλακή ή την αγχόνη.
Ο Ερντογάν θα έχει λάθος αν πιστέψει ότι θα αποτελέσει ιστορική εξαίρεση: Η
επιχειρηματική κοινότητα τον έχει σε μεγάλο βαθμό εγκαταλείψει. Ενώ οι Κούρδοι
βρήκαν κάποτε κοινό τόπο στον θρησκευτικό συντηρητισμό του Ερντογάν, ο
κυνισμός του τελευταίου και η εθνοτική έχθρα οδήγησε και αυτή την κοινότητα να
αποσύρει τη στήριξη. Ο σουνιτικός ισλαμισμός του Ερντογάν οδηγεί και τη
θρησκευτική μειονότητα των Αλεβιτών, που αποτελεί περίπου το 25% του
πληθυσμού, στην αντιπολίτευση. Ούτε μπορεί να περιμένει την όποια στήριξη από
τους συγγενείς και τους φίλους των άνω των 100.000 πολιτικών αντιπάλων του που
έχει φυλακίσει. Η πίεση συσσωρεύεται, και χωρίς κάποια ουσιαστική εκτόνωση, η
Τουρκία θα εκραγεί.
Είναι ευθύνη όλων των θυμάτων του Ερντογάν, τόσο μέσα όσο και έξω από την
Τουρκία, να προετοιμαστούν για αυτή τη μέρα. Το 2009, ο Ερντογάν υπερασπίστηκε
τον δικτάτορα του Σουδάν, Ομάρ αλ-Μπασίρ, ο οποίος είχε μόλις παραπεμφθεί σε
δίκη για γενοκτονία από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη σφαγή πολιτών από
το καθεστώς του στο Νταρφούρ. «Κανένας μουσουλμάνος δεν θα μπορούσε να
διαπράξει γενοκτονία», είχε δηλώσει ο Ερντογάν. Αυτό είναι φυσικά ανοησία,
όμως αντανακλά την άποψη του Ερντογάν, ότι οι σφαγές και οι εθνοκαθάρσεις μη
σουνιτών μουσουλμάνων επιτρέπονται.
Είναι αυτή η άποψη και οι δράσεις που απορρέουν από αυτήν, που θα μπορούσαν να
αποτελέσουν τη βάση για την παραπομπή σε δίκη του ίδιου του Ερντογάν στο
Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Ενώ ο κόσμος ασκεί δριμεία κριτική στον Σύρο
πρόεδρο Μπασάρ αλ-Ασαντ για την αδιάκριτη σφαγή πολιτών στο Χαλέπι,
δορυφορικές φωτογραφίες και αναφορές μαρτύρων δείχνουν ότι ο Ερντογάν έκανε
περίπου το ίδιο πράγμα στην Τσίζρε, τη Νουσαϊμπίν και τη Σουρ. Εξω από τα
σύνορα της Τουρκίας, υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για εθνοκάθαρση στο Αφρίν
και άλλες περιοχές της βόρειας Συρίας: Οι καταστροφές νεκροταφείων και
κουρδικών πολιτιστικών μνημείων δεν έχουν θέση την αντιτρομοκρατία. Μετά
υπάρχει και η κληρονομιά της τουρκικής στήριξης στο Ισλαμικό Κράτος. Τον
Δεκέμβριο του 2019, επισκέφθηκα το Σινούνι, μία πόλη στο βορειοδυτικό Ιράκ
όπου ζουν κατά βάση Γιεζίντι, μόλις δέκα χιλιόμετρα από τα συριακά σύνορα, ως
επισκέπτης της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Γιεζίντι και
Αραβες μεσολαβητές ανέφεραν ότι έχουν αποδείξεις για κορίτσια της θρησκευτικής
μειονότητας που ζουν ως σκλάβες όχι μόνο σε περιοχές της Συρίας που ελέγχουν
φιλοτουρκικές δυνάμεις, αλλά ακόμη και μέσα στην Τουρκία. Πρόσφατα εγκλήματα
εναντίον των Αρμενίων απλώς μεγαλώνουν την πιθανή λίστα κατηγοριών. Πιθανώς
και οι πρόσφατες κινήσεις της Τουρκίας για ολοκλήρωση της εθνοκάθαρσης στα
Βαρώσια, στη βόρεια Κύπρο.
Τόσο εγχώρια όσο και διεθνώς, ο Ερντογάν έχει ως κίνητρό του την εκδίκηση.
Αντί να μάθει από την έξωση του ισλαμιστή μέντορά του Νεκμετίν Ερμπακάν ή τη
μετέπειτα δική του καταδίκη σε φυλάκιση το 1999, ο Ερντογάν αφιέρωσε την
εξουσία του στο να επιδιώκει εκδίκηση σε όποιον πιστεύει ότι περιφρόνησε
εκείνον ή τους πνευματικούς συμμάχους του. Στο διεθνές πεδίο, βλέπει τον εαυτό
του ως διορθωτή των υποτιθέμενων λαθών όχι μόνο της Συνθήκης της Λωζάννης,
αλλά και της επί αιώνες πορείας παρακμής της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση αναδύθηκε από την επιθυμία να δοθεί τέλος στις παρατεταμένες
συγκρούσεις. Το να κατηγορηθεί ο Ερντογάν, δεν θα συνεχίσει τον κύκλο της
εκδίκησης, γιατί η επόμενη γενιά της τουρκικής ηγεσίας –αυτή που τώρα είναι
στη φυλακή– αποδέχεται τη μεταπολεμική φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων, στην οποία
η Ευρώπη είναι αφοσιωμένη και που ο Ερντογάν περιφρονεί. Αντιθέτως, μία
παραπομπή του Ερντογάν σε δίκη θα υποδείκνυε ότι το κράτος δικαίου και η
φιλελεύθερη διεθνής τάξη πραγμάτων θα θριαμβεύουν πάντα επί των φιλοδοξιών
διεφθαρμένων δικτατόρων που επιδιώκουν την καταστροφή τους. Η ώρα είναι τώρα.
*Ο κ. Μάικλ Ρούμπιν είναι ερευνητής στο American Enterprise Institute της
Ουάσιγκτον.