Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο κ. Νταράουσε επεσήμανε πως στον πυρήνα των προβλημάτων βρίσκεται η αναγκαιότητα για ουσιαστικότερη συνεργασία μεταξύ παραγωγών, εκκοκκιστικών επιχειρήσεων και Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Βάμβακος, καθώς ο καθένας τους αντιμετωπίζει διαφορετικές δυσκολίες. Έτσι, ενώ για τους παραγωγούς το κυριότερο εμπόδιο αποτελεί αναμφίβολα το υψηλό κόστος παραγωγής, τις εκκοκκιστικές επιχειρήσεις απασχολεί η εισροή σε επαρκείς και μετρήσιμες ποσότητες ομοιόμορφου ποιοτικά προϊόντος. Την ίδια ώρα, η χρήση νέων τεχνολογιών στη διαχείριση της καλλιέργειας δεν μπορεί να υιοθετηθεί γρήγορα από τους αγρότες αν δεν υπάρχει ικανοποιητική πρόσοδος από την καλλιέργεια και δεν εφαρμοστεί επαρκής εκπαίδευση και ενημέρωση για τους κανόνες και τις απαιτήσεις της αγοράς σχετικά με το προϊόν που παράγουν. Πέραν τούτων, υπογράμμισε ότι πρέπει να γίνουν και οι κατάλληλες προσαρμογές στην καλλιέργεια λόγω των περιβαλλοντικών απαιτήσεων της νέας ΚΑΠ.
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος, ο οποίος κατά τη θητεία του ως αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης θεσμοθέτησε τη δημιουργία του Εθνικού Κέντρου Ποιοτικού Ελέγχου, Ταξινόμησης και Τυποποίησης Βάμβακος στην Καρδίτσα, δήλωσε ότι «αν θέλουμε να σταθούμε στις διεθνείς αγορές, να ανταγωνιζόμαστε επί ίσοις όροις το βαμβάκι της Αυστραλίας και της Αμερικής, θα πρέπει να λύσουμε τα ζητήματα που στερούν από την καλλιέργεια την δυναμική που της δίνει η “αποκλειστικότητα” στην παραγωγή του βαμβακιού εντός των ευρωπαϊκών συνόρων. Με τη δημιουργία του Εθνικού Κέντρου Βάμβακος στη καρδιά της βαμβακοπαραγωγής, έχουν γίνει βήματα μπροστά και πρέπει να ενισχύσουμε το έργο που επιτελεί. Επιπλέον, όμως, πρέπει να ενθαρρύνουμε τη δημιουργία συλλογικών σχημάτων παραγωγής, βοηθώντας στην επίλυση των προβλημάτων του Έλληνα βαμβακοπαραγωγού».