Σπεύδω να ξεκαθαρίσω ότι ο τίτλος του σημειώματος δεν αφορά μιντιακές
υπερβολές για την -όντως οξύτατη- πόλωση που παρατηρείται σε πολιτικό, ενίοτε
και κοινωνικό επίπεδο, είτε στα social media, είτε στα τηλεοπτικά παράθυρα,
είτε στα πρωτοσέλιδα μικρότερων ή μεγαλύτερων μιντιακών ομίλων, παρότι δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι η ατραπός στην οποία οδεύουμε εγκυμονεί κινδύνους.
Αφορά το ενδεχόμενο να βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση με τη γείτονα
Τουρκία, χωρίς αυτό να έχει γίνει αντιληπτό από το ίδιο το πολιτικό μας
σύστημα. Προφανώς, θα πει κάποιος αναγνώστης, αν είχαμε πόλεμο με την Τουρκία,
θα το είχαμε αντιληφθεί όλοι, όχι απλώς το πολιτικό σύστημα. Εντούτοις, τα
πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται.
Με βάση την κρατούσα άποψη στη Δύση, η εμπόλεμη κατάσταση προκύπτει αν όχι με
την κήρυξη πολέμου, ασφαλώς με την έναρξη πολεμικών επιχειρήσεων. Ωστόσο στην
Ανατολή, είτε αυτό αφορά τη Ρωσία είτε την Κίνα, για να δώσουμε παραδείγματα
από τον χώρο των «μεγάλων δυνάμεων», ο ορισμός του πολέμου έχει διευρυνθεί
πολύ περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες, αποκτώντας μια πολύ πιο «ολιστική»
διάσταση, στο πλαίσιο της οποίας, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, μικρής ή
μεγαλύτερης κλίμακας, από στρατιωτικές, παραστρατιωτικές ή και «άτακτες»
δυνάμεις, αποτελούν απλώς έναν «άξονα ενεργειών».
Με βάση αυτούς τους σύγχρονους ορισμούς, που μελετώνται (τουλάχιστον από την
εποχή της εισβολής της Ρωσίας στην Κριμαία) και υιοθετούνται ολοένα και
περισσότερο στη Δύση (ιδίως όσο αναγνωρίζεται η παγκόσμια επιρροή της Κίνας),
σκοπός ενός σύγχρονου πολέμου με αυτή τη διασταλτική ερμηνεία είναι «να
υποκύψει ο αντίπαλος στη βούληση του επιτιθέμενου», αν είναι δυνατόν, χωρίς
καν να πέσει μια σφαίρα.
Έτσι, έχουμε φτάσει να μιλάμε για τον παλαιόθεν γνωστό οικονομικό πόλεμο και
τις επιχειρήσεις επιρροής, μέχρι τον κυβερνοπόλεμο και την επιθετική χρήση των
social media, ακόμη (κι εδώ ίσως είναι ιδιαίτερη η σημασία για τη χώρα μας)
και για «νομικό πόλεμο» (lawfare), μια έννοια που εισήχθη από την Κίνα και
αφορά τις συστηματικές επιχειρήσεις είτε για την κατοχύρωση νομικών
πλεονεκτημάτων σε διεθνή βάση, είτε για την αποδυνάμωση των νομικών κανόνων
και συμβάσεων που στηρίζουν την αντίπαλη θέση.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, έχει μεγάλη σημασία, αν το ελληνικό πολιτικό σύστημα
ερμηνεύει την «ένταση» με την Τουρκία ως εκδήλωση ενός ασύμμετρου πολέμου
«χαμηλής εντάσεως» που χρησιμοποιεί πληθώρα μέσων (από την πρόσφατη
«εργαλειοποίηση των μεταναστών» στον Έβρο και την εκμετάλλευση του
μουσουλμανικού στοιχείου στη Θράκη, μέχρι την αύξηση της στρατιωτικής έντασης
στο Αιγαίο και τη συστηματική παραπληροφόρηση σε ξένες πρωτεύουσες),
προκειμένου να επιτύχει «την υποταγή του αντιπάλου στη βούληση του
επιτιθέμενου». Ή αν, ερμηνεύοντάς την με όρους του παρελθόντος, επιχειρεί να
την αποδώσει σε εσωτερικούς λόγους της Τουρκίας, σε παραλογισμό και
μεγαλομανία του Ερντογάν, ή άλλους συγκυριακούς λόγους. Όπως έχει ιδιαίτερη
σημασία και το πώς ερμηνεύουν την κατάστασή μας με την Τουρκία και οι σύμμαχοί
μας, εντός και εκτός ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στη δική μας περίπτωση, διότι το πλαίσιο των ενεργειών μέσα στο οποίο εμείς
κινούμαστε, ορίζεται εντέλει από το πώς αντιλαμβανόμαστε την κατάσταση. Άλλο
να θεωρείς ότι βρίσκεσαι σε περίοδο «έντασης» κι άλλο να θεωρείς ότι βρίσκεσαι
σε μια, λανθάνουσα έστω, αλλά πάντως «εμπόλεμη» κατάσταση. Ζωτική η διαφορά,
ιδίως όταν σχεδιάζεις τις άμυνές σου, αλλά και το τι μηχανισμούς θα στήσεις
για να μπορέσεις να αντεπεξέλθεις κινούμενος και επιθετικά, σε ένα τέτοιο
είδος αντιπαράθεσης.
Ομοίως είναι εντελώς διαφορετικό να μιλάς στους συμμάχους σου και να
προσπαθείς να τους πείσεις για το ποια είναι η πραγματική κατάσταση, όταν
μιλάς για ένταση (με απάντηση το… «βρείτε τα») κι άλλο αν μπορέσεις να
περάσεις το μήνυμα ότι βρίσκεσαι σε λανθάνουσα εμπόλεμη κατάσταση!
Ο υπογράφων υποστηρίζει ότι η εποχή της «έντασης» ήταν προοίμιο της σημερινής
περιόδου, κατά την οποία η Τουρκία, έχοντας εδραιώσει πέραν πάσης αμφιβολίας
την περιφερειακή ισχύ της, έχοντας καλλιεργήσει σχέσεις τόσο με τη Ρωσία όσο
και την Κίνα (η οποία βαθμηδόν οροθετεί τα συμφέροντά της ως ανατέλλουσα
υπερδύναμη και στην περιοχή μας), εκμεταλλευόμενη και τη θέση αδυναμίας στην
οποία περιήλθαμε μέσα από την πολυετή και πολυεπίπεδη κρίση των τελευταίων
10-11 ετών, βρίσκεται πλέον σε λανθάνουσα εμπόλεμη κατάσταση με την Ελλάδα
(και την Κύπρο), επιδιώκοντας «να υποκύψει στη θέλησή της ο αντίπαλος», κατά
προτίμηση (όχι όμως και απαραίτητα), χωρίς να πέσει σφαίρα.
Το γεγονός, δε, ότι η Ελλάδα δείχνει να εξαρτάται σε μέγιστο βαθμό από το πώς
θα ενεργήσουν/αντιδράσουν πρωτίστως οι Ηνωμένες Πολιτείες και δευτερευόντως η
Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν φαίνεται επαρκής όρος αποτροπής των επιδιώξεών της, τώρα
και στο εγγύς μέλλον, όσο κι αν εμείς θα επιθυμούσαμε το αντίθετο. Ακριβώς
λόγω της επιρροής της στην ευρύτερη περιοχή (με βάση και το θρήσκευμα) και των
συσχετισμών ισχύος και «γεωστρατηγικής» σημασίας που έχει εδραιώσει.
Ακόμη και η αχίλλειος πτέρνα της παραπαίουσας οικονομίας, που υπερπροβάλλεται
στα ελληνικά Μέσα, δεν φαίνεται να αρκεί ως αντιστάθμισμα. Οι Ηνωμένες
Πολιτείες του Μπάιντεν θα το σκεφτούν πάρα πολύ πριν «επιτεθούν» στην
οικονομία της Τουρκίας (σπρώχνοντάς την στο αντίπαλο στρατόπεδο ολοσχερώς) ενώ
ακόμη κι αν το πράξουν, το αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου σίγουρο. Το Ιράν, επί
πολλά έτη αντίπαλος των ΗΠΑ, εξακολουθεί να έχει τεράστια επιρροή και
επίδραση, παρά τα δυτικά «εμπάργκο» στα οποία έχει υποβληθεί.
Εύκολες λύσεις ασφαλώς δεν υπάρχουν. Θα ήταν όμως εξαιρετικά χρήσιμο, αν το
πολιτικό σύστημα άρχιζε να βλέπει από αυτή την οπτική τα τεκταινόμενα,
προκειμένου να σχεδιάσει, έστω στο συγκεκριμένο θέμα, μια εθνική στρατηγική
για τη χώρα.