Τη συμπόρευση της Ελλάδας και της Κύπρου σε θέματα στρατηγικής υπαγορεύουν κι άλλοι λόγοι, εκτός από τους λόγους εθνικής ταύτισης. Η ενιαία τουρκική επιβουλή, όπως εκδηλώνεται εναντίον της Θράκης, του Αιγαίου και εναντίον της Κύπρου επιβάλλει όπως κοινή είναι η αντίδραση του Ελληνισμού προκειμένου να είναι αποτελεσματική. Στη Θράκη, ενώ δεν τίθεται θέμα συνόρων από πλευράς Τουρκίας, ανακινείται συχνά θέμα μουσουλμανικής μειονότητας ως αφορμή επέμβασης στα εσωτερικά της Ελλάδας. Στο Αιγαίο οι τουρκικοί στόχοι είναι πιο σαφείς. Επιδιώκει ανατροπή του status quo στο Αιγαίο, αμφισβητούνται ελληνικά νησιά, τα οποία θεωρεί γκρίζες ζώνες και απαιτεί αποστρατιωτικοποίησή τους. Τις μονομερείς της διεκδικήσεις απέναντι στην Ελλάδα τις ονομάζει αυθαίρετα «διαφορές» και επιδιώκει διάλογο εφ’ όλης της ύλης. Παράλληλα έχει βλέψεις κατά του εναέριου χώρου της Ελλάδας, επιδιώκει επέκταση των ορίων του FIR της και διεκδικεί συνεκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Στην Κύπρο η Τουρκία προωθεί την τελική πράξη ενός καλά μελετημένου σχεδίου, που αποσκοπεί να θέσει την Κύπρο υπό τον ολοκληρωτικό στρατηγικό της έλεγχο.
Η στρατιωτική εισβολή και κατοχή τμήματος της Κύπρου, η απόπειρα δημιουργίας «κράτους» στον κατεχόμενο βορρά, είναι μέρος της πρώτης φάσης. Αφού κλιμάκωσε ένα άνευ προηγουμένου εθνικό ξεκαθάρισμα και εισήγαγε εκατοντάδες χιλιάδες εποίκους από την Τουρκία, επιδιώκει τώρα τη νομιμοποίηση τηςde facto διχοτομικής κατάστασης. Θεωρεί ως λύση του Κυπριακού την υφιστάμενη κατάσταση και, πέρα από τη διατήρηση των κεκτημένων, επιδιώκει στρατηγική υπεροχή με την επιβολή λύσης δύο κρατών, κυριαρχικής ισότητας ή μιας χαλαρής συνομοσπονδίας μεταξύ δύο χωριστών κρατών. Με τη διατήρηση μεγάλου αριθμού τουρκικών στρατευμάτων στο βορρά, τη διατήρηση μονομερούς δικαιώματος επέμβασης και την επιβολή περίπλοκων συνταγματικών ρυθμίσεων θέλει να μετατρέψει την Κύπρο σε προτεκτοράτο της μέχρι την τελική της απορρόφηση. Βασική φιλοσοφία της Τουρκίας είναι να έχει πλήρη κυριαρχία στον βορρά και συγκυριαρχία στον νότο.
Με βάση αυτά τα αδιαμφισβήτητα δεδομένα, ούτε ανιστόρητη αφέλεια ούτε ευσεβοποθισμοί και αυταπάτες νοούνται.
Η πρόσφατη επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα και οι συνομιλίες με τον Έλληνα Πρωθυπουργό τείνουν να δημιουργήσουν ένα αδικαιολόγητο κλίμα ευφορίας και συνακόλουθου εφησυχασμού. Η δε συνομολόγηση της «Διακήρυξης των Αθηνών» μεταξύ των δύο χωρών, η οποία ουδεμία δέσμευση, πολιτική ή νομική, δημιουργεί, αποτυπώνει την αμετακίνητη τουρκική θέση επί των λεγόμενων ελληνοτουρκικών διαφορών.
Ιδού για του λόγου το αληθές η καταληκτική παράγραφος της Διακήρυξης:
«Αυτή η διακήρυξη δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία κατά το Διεθνές Δίκαιο. Καμιά πρόνοια της Διακήρυξης αυτής δεν ερμηνεύεται ότι παράγει νομικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τα μέρη(!)».
Αναφορικά με το Κυπριακό η δήλωση του Τούρκου Προέδρου περί λύσης στη «βάση των πραγματικοτήτων» είναι σαφής. Δηλαδή λύση στη βάση των τετελεσμένων της εισβολής και της κατοχής. Και βεβαίως με αμετακίνητο το casus Belli έναντι της Ελλάδας και με κατατεθειμένη την απαίτηση Ερντογάν για παραπομπή στη Χάγη όχι μόνο της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών, αλλά του συνόλου των κατά την Τουρκία «ελληνοτουρκικών διαφορών».
Η «ωραία ατμόσφαιρα» της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα δεν μπορεί να αποκρύψει τα κέρδη της Άγκυρας. Πρώτον, με την παραχώρηση της βίζας σε 10 νησιά του Αιγαίου διευκολύνεται το πάγιο τουρκικό αίτημα για απελευθέρωση της βίζας στις χώρες – μέλη της Ε.Ε. Και, δεύτερον, η διευκόλυνση ικανοποίησης και άλλων αιτημάτων της Τουρκίας από την Ε.Ε. και ασφαλώς της εξασφάλισης των αιτούμενων οπλικών συστημάτων από τις Η.Π.Α.
Και στην Κύπρο; Παραβιάζεται η γραμμή καταπαύσεως του πυρός στην Πύλα και τον Άγιο Δομέτιο, ενώ προωθούνται πυρετωδώς οχυρωματικά έργα στην Αθηένου και τη Δερύνεια και προετοιμάζεται η κατασκευή Ναυτικής Βάσης στο κατεχόμενο Μπογάζι. Και να μην ξεχνούμε τα Στροβίλια, το γήπεδο της Τσετίνκαγια και τον αρξάμενο εποικισμό της Αμμοχώστου.
Ειλικρινά δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι μέσα σε αυτό το δήθεν νέο κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις των «ήρεμων νερών» και της «καινούργιας εποχής», το Κυπριακό «μπαίνει στο ράφι». Άλλωστε, όσες φορές στο παρελθόν αφέθη να νοηθεί ότι συμβαίνει – Νταβός – υπήρξε ανώμαλη και οδυνηρή προσγείωση.
Ωστόσο μας ανησυχούν οι επιχαίροντες εν Αθήναις – ή μήπως και στη Λευκωσία; – πολιτικά κοντόφθαλμοι και εθνικά μύωπες. Οι γνωστοί ασχημονούντες κατά τρόπον προπετή και επικίνδυνο. Οι διαλαλούντες ότι το «Κυπριακό κούρασε», «φτάνει πια βρε αδελφέ με το Κυπριακό» και «δεν θα περιμένουμε άλλα 50 χρόνια για να λύσουμε τις ελληνοτουρκικές διαφορές».
Ας συνέλθουν προτού είναι αργά. Γιατί με τέτοιες νοοτροπίες και συμπεριφορές θα ανοίξουν τον δρόμο για αποθράσυνση των τουρκικών αδηφάγων βλέψεων που θα οδηγήσουν σε νέες περιπέτειες, όχι μόνο την Κύπρο, αλλά ολόκληρο τον Ελληνισμό.
Να το επαναλάβουμε προς άρση κάθε τυχόν παρερμηνείας.
Η Κύπρος δεν μπορεί να ποδηγετεί ή να χειραγωγεί με οποιονδήποτε τρόπο τις επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Και ασφαλώς δεν μπορεί να διαφωνεί με τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στον βαθμό που αυτές οι σχέσεις δεν εκτοπίζουν και δεν θέτουν στο περιθώριο το Κυπριακό. Διαφορετικά θα χρειαστεί και πάλι να επαναληφθεί ένα νέο MEA CULPA και η επιβεβαίωση της ρήσης «Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα».
*Πρώην Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων
Σημερινή