Το νέο αμυντικό πρόγραμμα ανάπτυξης νέων τεχνολογιών της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας
Μάριος Πούλλαδος
Tην Δευτέρα, 14 Δεκεμβρίου 2020, οι ευρωβουλευτές και η γερμανική προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ κατέληξαν σε μια ενδιαφέρουσα συμφωνία, για ένα νέο αμυντικό πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης, αξίας 7,9 δισεκατομμυρίων ευρώ. Με αυτόν τον τρόπο παραχωρείται στην ΕΕ περισσότερη εξουσία για να μειώσει τη μακροχρόνια εξάρτησής της από την αμερικανική στρατιωτική τεχνολογία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση στοχεύει παράλληλα να συντάξει το επόμενο διάστημα ένα έγγραφο στρατηγικής για τον καθορισμό μελλοντικών απειλών, στόχων και φιλοδοξιών στην άμυνα, εστιάζοντας ταυτόχρονα σε έξι νέους τομείς κοινής ανάπτυξης όπλων, συμπεριλαμβανομένων αρμάτων μάχης, αξιωματούχων και διπλωματών. Η «Στρατηγική Πυξίδα», όπως ονομάζεται της ΕΕ, κάτι που παραπέμπει συνειρμικά σε κάτι παρόμοιο με το δόγμα «Στρατηγική Αντίληψης» του ΝΑΤΟ, που καθορίζει στόχους συμμαχίας, αποτελεί το τελευταίο βήμα προς επιτάχυνση των προσπαθειών για την εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας της ΕΕ. Δυστυχώς, στις συρράξεις του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, τη Λιβύη, τη Συρία και τη κλιμάκωση στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ευρώπη ήταν απούσα. Η απαθής στάση της επιβεβαίωσε τη ρήση του πρώην Υπουργού Εξωτερικών του Βελγίου, Μαρκ Εϊσκένς, ο οποίος πριν από μια δεκαετία είπε ότι η Ε.Ε. «είναι ένας οικονομικός γίγαντας, ένα πολιτικός νάνος και ένα στρατιωτικό σκουλήκι». Ποιες ευκαιρίες ανοίγονται, λοιπόν, μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο για Ε.Ε., Κύπρο και Ελλάδα, και πώς άραγε αντιλαμβάνεται η Άγκυρα ένα τέτοιο, ομολογουμένως, μεγαλεπήβολο εγχείρημα;
Το ευρωπαϊκό ταμείο Άμυνας
Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας είναι το πρώτο πρόγραμμα της Ε.Ε. που χρηματοδοτεί κοινά έργα έρευνας και ανάπτυξης που σχετίζονται με την άμυνα. Επιπλέον, από το επόμενο έτος, το Ταμείο θα τοποθετήσει την Ε.Ε. μεταξύ των τριών κορυφαίων επενδυτών έρευνας και τεχνολογίας στον τομέα της άμυνας, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αρχίζει την εφαρμογή του προγράμματος τον Ιανουάριο του 2021. Η Κυπριακή Δημοκρατία εξαφάνισε εδώ και μερικές δεκαετίες κάποια δισεκατομμύρια ευρώ που προορίζονταν αποκλειστικά για αμυντικές δαπάνες/εξοπλισμούς και τα οποία κατέληξαν στη μαύρη τρύπα των διαφόρων δημοσιονομικών αναγκών. Η εισφορά πλέον των κρατών μελών σε ένα κοινό ευρωπαϊκό ταμείο άμυνας, ενδεχομένως να τύχει μιας πιο αποτελεσματικής αξιοποίησης και αντανάκλασης σε βάθος χρόνου στην αμυντική θωράκιση, κυρίως των ακριτικών κρατών μελών.
Το ταμείο θα αφιερώσει έως και 8% του προϋπολογισμού του σε ανατρεπτικές-καινοτόμες τεχνολογίες. Ένα επιπλέον 10% θα αφιερωθεί σε έργα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της Μόνιμης Δομημένης Συνεργασίας της PESCO, μιας ομάδας 25 κρατών μελών της ΕΕ που εργάζεται στενά για ένα σχέδιο συντονισμού των ενόπλων δυνάμεών τους. Επιπλέον, το ταμείο αναμένεται να συμβάλει στην ενίσχυση της διαλειτουργικότητας των αμυντικών συστημάτων που χρησιμοποιούνται από τις ευρωπαϊκές ένοπλες δυνάμεις.
Στόχος, η γεωπολιτική ευελιξία
Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι την ιδέα για τη σύσταση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού αμυντικού ταμείου έθεσε για πρώτη φορά το 2016 ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν, Jean-Claude Juncker. Εκείνη την εποχή, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας κοστίζει περίπου 25 δισεκατομμύρια ευρώ, με 100 δις ευρώ ανά έτος. Ακολούθως το 2017, με προϋπολογισμό 90 εκατ. ευρώ για δύο χρόνια, ξεκίνησε το πρόγραμμα προπαρασκευαστικής δράσης για την έρευνα στον τομέα της άμυνας και πήρε τη σκυτάλη το Ευρωπαϊκό Βιομηχανικό Πρόγραμμα Άμυνας, με προϋπολογισμό 500 εκατ. ευρώ για το 2019 και το 2020. Οι γίγαντες πάντως της άμυνας και του διαστήματος, όπως η Airbus και η Thales, έχουν δείξει το ενδιαφέρον τους για το ευρωπαϊκό πρόγραμμα, αλλά παραμένει δύσκολο να πειστεί ο χώρος της ακαδημίας-ερευνητών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να συνεργαστούν σε αμυντικά έργα.
Το νέο ταμείο Άμυνας αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής της Ε.Ε. για εξασφάλιση μιας μορφής ευελιξίας της γεωπολιτικής επιρροής της στον κόσμο και για την κάλυψη του κενού ισχύος στο αμυντικό σύστημα της Ε.Ε. και της περιοχής που άφησαν οι ΗΠΑ, ειδικά από την απερχόμενη διακυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ. Η προσπάθεια απαγκίστρωσης της Ουάσιγκτον από το ΝΑΤΟ και η πίεση που άσκησε ο Τραμπ στα κράτη μέλη της Ε.Ε. να αυξήσουν τους αμυντικούς προϋπολογισμούς τους στο 2% του ΑΕγχΠ τους, ήχησε ως καμπανάκι κινδύνου για το μέλλον της άμυνας των ευρωπαϊκών χωρών. Ανεξαρτήτως αν ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν επιχειρήσει την αποκατάσταση των σχέσεων με το ΝΑΤΟ, η Ευρώπη δεν έχει πλέον την πολυτέλεια χρόνου να περιμένει, ειδικά την ώρα που ο Ερντογάν επιχειρεί να μετατρέψει τη Μεσόγειο σε τουρκική λίμνη. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να ερμηνεύεται η αγωνιώδης ανάληψη στρατιωτικής πρωτοβουλίας για επίδειξη γαλλικής σημαίας στη Μεσόγειο από τον Μακρόν μέσα από κοινές ασκήσεις με Κύπρο-Ελλάδα-Αίγυπτο.
Η ανησυχία της Τουρκίας
Οι Τούρκοι, προσπαθώντας να κρύψουν την ενόχλησή τους, δηλώνουν σήμερα σχεδόν αδιάφοροι για τις πρόσφατες αμερικανικές κυρώσεις που αφορούν απαγόρευση εξαγωγής αμερικανικής τεχνολογίας για τουρκικά οπλικά συστήματα. «Οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας δεν επηρεάζονται από κυρώσεις των ΗΠΑ», υποστήριξε ο Πρόεδρος της Διεύθυνσης Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκίας, Ισμαήλ Ντεμίρ, προσθέτοντας ότι «σε όλη τη διάρθρωση, δηλαδή το Υπουργείο Άμυνας, οι ένοπλες δυνάμεις, οι δυνάμεις ασφαλείας, δεν μπορούν να επηρεαστούν από αυτές τις κυρώσεις, επειδή εμείς που είμαστε στόχοι ως Διεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας δεν έχουμε τίποτα να αγοράσουμε απευθείας από τις ΗΠΑ, ούτε έχουμε συνυπογράψει οποιαδήποτε σύμβαση με τις ΗΠΑ».
Γνωρίζει πολύ καλά η Άγκυρα ότι ο γεωγραφικός της χώρος είναι υπερπολύτιμος για το ΝΑΤΟ και, άρα, η Ουάσιγκτον στην κρίσιμη στιγμή, αν παραστεί ανάγκη, θα αναγκαστεί να ζητήσει την αρωγή τους. Κάτι παρόμοιο δεν συμβαίνει όμως με την Ευρώπη, καθώς η Άγκυρα είδε με περισσή καχυποψία τις ζυμώσεις για σύσταση ενός ευρωπαϊκού στρατού.
«Η Τουρκία θα έπρεπε να είχε καταλάβει ότι η Ευρώπη επιδιώκει μια ισορροπία δυνάμεων όπως αυτή ίσχυε πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο», έγραφε πριν από λίγες ημέρες η Sabah, προσθέτοντας με αλαζονεία: «Εάν οι Ευρωπαίοι πρόκειται να δημιουργήσουν τον δικό τους στρατό, δεν μπορούν να το κάνουν χωρίς τη συμβολή της Τουρκίας. Το ξέρουν και το ξέρουμε. Όχι μόνο αυτό, όπως όλοι γνωρίζουμε, η Γαλλία και η Ελλάδα, με τη σιωπηρή ευλογία της Γερμανίας, τώρα θα αποκλείσουν την Τουρκία από την ευρωπαϊκή οικογένεια. Η Γαλλία ενθαρρύνει ανοιχτά την Ελλάδα να κηρύξει ολόκληρη τη Μεσόγειο ελληνική θάλασσα».
Απέναντι λοιπόν στον φόβο μετατροπής της Μεσογείου σε «Ελληνική Θάλασσα», οι Τούρκοι προσπαθούν εδώ και αρκετό καιρό να πείσουν, πρώτα τους εαυτούς τους, ότι η απάντηση είναι η δική τους «Γαλάζια Πατρίδα». Μέχρι και ο κατοχικός ηγέτης Ερσίν Τατάρ ύψωσε αυτήν την βδομάδα τον χάρτη της «Γαλάζιας Πατρίδας» μέσα στο γραφείο του για να φωτογραφηθεί. Επομένως τα επόμενα χρόνια, αν η Ευρώπη δεν θέλει να χάσει τη Μεσόγειο, θα πρέπει να ενισχύσει αμυντικά τις χώρες που βρίσκονται στο μάτι του τουρκικού κυκλώνα.
Κυριαρχία κρατών μελών
Σε κάθε περίπτωση, όπως σημειώνει το αξιόπιστο McGill International Review, η Ε.Ε. πρέπει να έχει ως προτεραιότητα να μάθει να λειτουργεί ως μια συνεκτική ομάδα με αποτελεσματική κατανομή ρόλων. Ως εκ τούτου, σημειώνεται, τα μακροχρόνια σχέδια ολοκλήρωσης στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας πρέπει να υποβληθούν και να ολοκληρωθούν. Για παράδειγμα, η πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ασφαλείας του Γάλλου Πρόεδρου Εμμανουέλ Μακρόν και της Γερμανίδας Καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ θα μπορούσαν να προσφέρουν ένα πλαίσιο, στο οποίο οι εθνικές πολιτικές και η συλλογική δράση θα μπορούσαν να αλληλοσυμπληρώνονται αποτελεσματικά. «Οι αντίθετες φωνές που επικαλούνται τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας δεν ισχύουν πλέον – τα ευρωπαϊκά έθνη μπορούν να παραμείνουν κυρίαρχα, μόνον εφόσον η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κυρίαρχη: έχουν συνδεθεί άρρηκτα. Με αυτό το πνεύμα, η Ε.Ε. θα πρέπει να αντισταθμίσει την απουσία ευρωπαϊκού στρατού με την εμβάθυνση της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας και στηρίζοντας το σχέδιο των Υπουργών Άμυνας για τη Στρατηγική Πυξίδα της ΕΕ».
Σημερινή